ΦΑΝΟΥΗΛ
(Φανουήλ) [Πρόσωπο του Θεού].
1. «Πατέρας του Γεδώρ» από τη φυλή του Ιούδα. (1Χρ 4:1, 4) Εφόσον το όνομα Γεδώρ εμφανίζεται ως το όνομα κάποιας πόλης στον Ιούδα, ο Φανουήλ ίσως υπήρξε ο ιδρυτής της ή ο πρόγονος των κατοίκων της.
2. Επικεφαλής οικογένειας στη φυλή του Βενιαμίν ο οποίος ζούσε στην Ιερουσαλήμ. Γιος του Σασάκ.—1Χρ 8:1, 25, 28.
3. Απόγονος του Ασήρ, του οποίου η κόρη η Άννα ήταν προφήτισσα στο ναό της Ιερουσαλήμ όταν ο Ιωσήφ και η Μαρία έφεραν εκεί τον Ιησού.—Λου 2:36.
4. Ο τόπος κοντά στο πέρασμα του Ιαβόκ όπου ο Ιακώβ πάλεψε με έναν άγγελο. Ως εκ τούτου, ονόμασε τον τόπο Φανουήλ επειδή εκεί “είχε δει τον Θεό πρόσωπο με πρόσωπο”.—Γε 32:22-31.
Η τοποθεσία αυτή ήταν η θέση της ομώνυμης πόλης στα Ν του Ιαβόκ. Την εποχή των Κριτών, ο Γεδεών ζήτησε από τους άντρες της Φανουήλ τροφή προκειμένου να μπορέσουν οι δυνάμεις του να συνεχίσουν την καταδίωξη των βασιλιάδων του Μαδιάμ, αλλά οι άντρες της Φανουήλ τού αρνήθηκαν, γι’ αυτό και ο Γεδεών αργότερα κατέστρεψε τον πύργο τους και σκότωσε όλους τους άντρες της πόλης. (Κρ 8:4-9, 17) Δεν αναφέρεται τίποτα άλλο για τη Φανουήλ, ώσπου ο Βασιλιάς Ιεροβοάμ Α΄ την «έχτισε» ξανά ή τουλάχιστον την οχύρωσε.—1Βα 12:25.
Η Φανουήλ ταυτίζεται γενικά με το Τουλούλ εδ-Δάχαμπ ες-Σερκίγιε, περίπου 6 χλμ. Α της Σοκχώθ, κοντά στον Ιαβόκ, γύρω στα 14 χλμ. ΒΑ της συμβολής του με τον Ιορδάνη. Διάφορα στοιχεία μαρτυρούν ότι ήταν μια πολύ καλά οχυρωμένη πόλη σε στρατηγική θέση από την οποία μπορούσε να ελέγχει την είσοδο στο φαράγγι του Ιαβόκ που οδηγούσε προς τα δυτικά κάτω στον Ιορδάνη.