ΦΟΙΒΗ
(Φοίβη) [Αγνή· Λαμπρή· Ακτινοβόλα].
Χριστιανή αδελφή από την εκκλησία των Κεγχρεών τον πρώτο αιώνα. Ο Παύλος, στην επιστολή του προς τους Χριστιανούς της Ρώμης, τους “συνιστά” αυτή την αδελφή και τους ζητάει να της παράσχουν οποιαδήποτε αναγκαία βοήθεια επειδή «αποδείχτηκε υπερασπίστρια πολλών, ναι, και εμένα του ίδιου». (Ρω 16:1, 2) Ίσως η Φοίβη να παρέδωσε την επιστολή του Παύλου στη Ρώμη ή να συνόδευσε αυτόν που την παρέδωσε.
Ο Παύλος αποκαλεί τη Φοίβη “διάκονο της εκκλησίας η οποία βρίσκεται στις Κεγχρεές”. Έτσι λοιπόν, εγείρεται το ερώτημα με ποια έννοια χρησιμοποιείται εδώ ο όρος διάκονος. Ορισμένοι μεταφραστές θεωρούν ότι υποδηλώνει κάποιον επίσημο βαθμό και, ως εκ τούτου, τον αποδίδουν «διακόνισσα» (RS, JB). Οι Γραφές όμως δεν επιτρέπουν να είναι οι γυναίκες διακονικοί υπηρέτες. Η μετάφραση του Γκούντσπιντ θεωρεί ότι ο όρος χρησιμοποιείται με γενικευμένη έννοια και τον μεταφράζει με τη λέξη «βοηθός». Ωστόσο, ο Παύλος αναφέρθηκε προφανώς σε κάτι που σχετίζεται με τη διάδοση των καλών νέων, τη Χριστιανική διακονία, και αυτό που εννοούσε είναι ότι η Φοίβη ήταν μια γυναίκα που συμμετείχε στη διακονία συνταυτισμένη με την εκκλησία των Κεγχρεών.—Παράβαλε Πρ 2:17, 18.
Η Φοίβη υπηρέτησε ως «υπερασπίστρια πολλών». Ο όρος που μεταφράζεται «υπερασπίστρια» (προστάτις, Κείμενο) αναφέρεται βασικά στο άτομο που παρέχει προστασία ή παρηγοριά και υποδηλώνει, όχι απλώς ένα καλοκάγαθο άτομο, αλλά ένα άτομο που προστρέχει σε βοήθεια των άλλων όταν αυτοί βρίσκονται σε ανάγκη. Μπορεί επίσης να αποδοθεί ως «υποστηρίκτρια». Η ευκολία με την οποία η Φοίβη μπορούσε να ταξιδεύει και να προσφέρει σημαντικές υπηρεσίες στην εκκλησία ίσως υποδεικνύει ότι ήταν χήρα και πιθανώς αρκετά εύπορη. Μπορεί, λοιπόν, να ήταν σε θέση να ασκεί επιρροή στην κοινότητα για χάρη όσων Χριστιανών κατηγορούνταν άδικα, υπερασπίζοντάς τους με αυτόν τον τρόπο. Ή μπορεί να τους είχε παράσχει καταφύγιο σε καιρό κινδύνου, υπηρετώντας ως προστάτιδα. Το υπόμνημα δεν αναφέρει λεπτομέρειες.