ΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ
Η λέξη «λογικότητα» αποτελεί απόδοση της έκφρασης τὸ ἐπιεικὲς του πρωτότυπου ελληνικού κειμένου. Το επίθετο ἐπιεικής έχει οριστεί ως «πρέπων, κατάλληλος· επομένως, δίκαιος, μετριοπαθής, ανεκτικός, αυτός που δεν επιμένει στο γράμμα του νόμου· η λέξη εκφράζει την περίσκεψη με την οποία κάποιος εξετάζει “τα στοιχεία μιας υπόθεσης εκδηλώνοντας ανθρωπιά και λογικότητα”».—Το Ερμηνευτικό Λεξικό των Λέξεων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, του Βάιν (Vine’s Expository Dictionary of Old and New Testament Words), 1981, Τόμ. 2, σ. 144, 145.
Η λογικότητα αποτελεί διακριτικό γνώρισμα της ουράνιας σοφίας. (Ιακ 3:17) Είναι ιδιότητα την οποία πρέπει να διαθέτει όποιος διορίζεται επίσκοπος στη Χριστιανική εκκλησία. (1Τι 3:2, 3) Ο επίσκοπος πρέπει να είναι λογικός με τον εαυτό του, όσον αφορά τις σχέσεις του με τους άλλους και ως προς το πώς βλέπει τα προβλήματα. Αλλά και όλοι γενικά οι Χριστιανοί παροτρύνονται να είναι λογικοί. Ο απόστολος Παύλος συμβούλεψε τους Φιλιππησίους: «Η λογικότητά σας [ή αλλιώς, υποχωρητικότητα· τὸ ἐπιεικὲς ὑμῶν, Κείμενο] ας γίνει γνωστή σε όλους τους ανθρώπους». (Φλπ 4:5) Και στον Τίτο δόθηκε η οδηγία να υπενθυμίσει στους Χριστιανούς της Κρήτης «να είναι λογικοί [ή αλλιώς, υποχωρητικοί· ἐπιεικεῖς, Κείμενο]». (Τιτ 3:1, 2) Αυτό ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο στην περίπτωσή τους, διότι οι κάτοικοι της Κρήτης ως σύνολο είχαν τη φήμη ότι ήταν ψεύτες, βλαβερά θηρία, λαίμαργοι και αργόσχολοι.—Τιτ 1:12.
Στο εδάφιο 1 Πέτρου 2:18 οι οικιακοί υπηρέτες νουθετούνται να «υποτάσσονται στους ιδιοκτήτες τους με όλο τον οφειλόμενο φόβο, όχι μόνο στους αγαθούς και λογικούς, αλλά και σε εκείνους που είναι δύσκολο να τους ευχαριστήσει κανείς».