ΡΟΒΟΑΜ
(Ροβοάμ) [Πλάτυνε (Κάνε Ευρύχωρο) το Λαό].
Γιος του Σολομώντα από τη Νααμά, μια Αμμωνίτισσα σύζυγό του. Διαδέχθηκε τον πατέρα του στο θρόνο το 997 Π.Κ.Χ. σε ηλικία 41 ετών και βασίλεψε 17 χρόνια. (1Βα 14:21· 1Χρ 3:10· 2Χρ 9:31) Ο Ροβοάμ είχε την ιδιαιτερότητα να είναι, έστω και για λίγο, ο τελευταίος βασιλιάς της ενιαίας μοναρχίας, και κατόπιν ο πρώτος ηγεμόνας του νότιου δίφυλου βασιλείου του Ιούδα και του Βενιαμίν, διότι λίγο μετά τη στέψη του ως βασιλιά από όλο τον Ισραήλ στη Συχέμ, το ενωμένο βασίλειο του Δαβίδ και του Σολομώντα διαιρέθηκε. Δέκα φυλές απέσυραν την υποστήριξή τους από τον Ροβοάμ και έκαναν βασιλιά τους τον Ιεροβοάμ, όπως ακριβώς είχε προείπει ο Ιεχωβά μέσω του προφήτη Αχιά.—1Βα 11:29-31· 12:1· 2Χρ 10:1.
Η διχοτόμηση αυτή έλαβε χώρα μετά την επίσκεψη μιας αντιπροσωπείας του λαού, με επικεφαλής τον Ιεροβοάμ, η οποία έκανε έκκληση στον Ροβοάμ να άρει μερικά από τα καταπιεστικά μέτρα που τους είχε επιβάλει ο Σολομών. Ο Ροβοάμ έφερε το ζήτημα στους συμβούλους του. Πρώτα ζήτησε τη γνώμη των πρεσβυτέρων, οι οποίοι τον συμβούλεψαν να ακούσει την κραυγή του λαού και να μειώσει τα βάρη τους, ώστε να αποδειχτεί σοφός βασιλιάς και να κερδίσει την αγάπη του λαού του. Αλλά ο Ροβοάμ απέρριψε αυτή την ώριμη συμβουλή και ζήτησε τη γνώμη των νεαρών με τους οποίους είχε μεγαλώσει. Αυτοί είπαν στο βασιλιά ότι θα έπρεπε στην ουσία να κάνει το μικρό του δάχτυλο παχύτερο από τους γοφούς του πατέρα του, βαρύνοντας το ζυγό τους και τιμωρώντας τους, όχι με μαστίγια, αλλά με βούρδουλες βασανισμού.—1Βα 12:2-15· 2Χρ 10:3-15· 13:6, 7.
Αυτή η αλαζονική, αυταρχική στάση που υιοθέτησε ο Ροβοάμ αποξένωσε τελείως την πλειονότητα του λαού. Οι μόνες φυλές που συνέχισαν να υποστηρίζουν τον οίκο του Δαβίδ ήταν ο Ιούδας και ο Βενιαμίν, μαζί με τους ιερείς και τους Λευίτες και των δύο βασιλείων, καθώς και μεμονωμένα άτομα από τις δέκα φυλές.—1Βα 12:16, 17· 2Χρ 10:16, 17· 11:13, 14, 16.
Ως επακόλουθο, όταν ο Βασιλιάς Ροβοάμ και ο Αδωράμ (Χαδωράμ), ο οποίος ήταν υπεύθυνος των επιστρατευμένων για καταναγκαστική εργασία, μπήκαν στην περιοχή των φυλών που αποσχίστηκαν, ο Αδωράμ λιθοβολήθηκε μέχρι θανάτου, ενώ ο βασιλιάς μόλις που γλίτωσε τη ζωή του. (1Βα 12:18· 2Χρ 10:18) Τότε ο Ροβοάμ συγκέντρωσε στρατό, 180.000 άντρες από τον Ιούδα και τον Βενιαμίν, αποφασισμένος να υποτάξει διά της βίας τις δέκα φυλές. Αλλά ο Ιεχωβά, μέσω του προφήτη Σεμαΐα, τους απαγόρευσε να πολεμήσουν τους αδελφούς τους, εφόσον ο ίδιος ο Θεός ήταν αυτός που είχε αποφασίσει τη διαίρεση του βασιλείου. Αν και με αυτόν τον τρόπο αποτράπηκε η ανοιχτή σύγκρουση στο πεδίο της μάχης, οι εχθροπραξίες ανάμεσα στις δύο αντίπαλες παρατάξεις συνεχίστηκαν όλες τις ημέρες του Ροβοάμ.—1Βα 12:19-24· 15:6· 2Χρ 10:19· 11:1-4.
Για ένα διάστημα, ο Ροβοάμ ακολουθούσε πολύ πιστά τους νόμους του Ιεχωβά, και στην αρχή της βασιλείας του έχτισε και οχύρωσε αρκετές πόλεις, σε μερικές από τις οποίες συγκέντρωσε αποθέματα τροφίμων. (2Χρ 11:5-12, 17) Ωστόσο, όταν η βασιλεία του εδραιώθηκε, εγκατέλειψε τη λατρεία του Ιεχωβά και οδήγησε τον Ιούδα στην απεχθή λατρεία του σεξ, ίσως εξαιτίας της αμμωνιτικής επιρροής από το οικογενειακό περιβάλλον της μητέρας του. (1Βα 14:22-24· 2Χρ 12:1) Αυτό με τη σειρά του προκάλεσε το θυμό του Ιεχωβά τον οποίο Εκείνος εξέφρασε εγείροντας το βασιλιά της Αιγύπτου, τον Σισάκ, που μαζί με τους συμμάχους του εισέβαλε στη χώρα και κατέλαβε αρκετές πόλεις του Ιούδα το πέμπτο έτος της βασιλείας του Ροβοάμ. Αν ο Ροβοάμ και οι άρχοντές του δεν ταπεινώνονταν εκδηλώνοντας μετάνοια, δεν θα γλίτωνε ούτε η Ιερουσαλήμ. Τελικά, ο Σισάκ πήρε ως λάφυρα τους θησαυρούς του ναού και της κατοικίας του βασιλιά, περιλαμβανομένων και των χρυσών ασπίδων που είχε φτιάξει ο Σολομών. Τότε ο Ροβοάμ αντικατέστησε εκείνες τις ασπίδες με χάλκινες.—1Βα 14:25-28· 2Χρ 12:2-12.
Ο Ροβοάμ απέκτησε στη ζωή του 18 συζύγους, μεταξύ των οποίων τη Μαχαλάθ, μια εγγονή του Δαβίδ, και τη Μααχά την εγγονή του Αβεσσαλώμ, του γιου του Δαβίδ. Η Μααχά ήταν η ευνοούμενη σύζυγός του και μητέρα του Αβιά (Αβιάμ), ενός από τους 28 γιους του, ο οποίος ήταν και ο προσδιορισμένος διάδοχος του θρόνου. Στα μέλη της οικογένειας του Ροβοάμ συμπεριλαμβάνονταν 60 παλλακίδες και οι 60 κόρες του.—2Χρ 11:18-22.
Προτού πεθάνει σε ηλικία 58 ετών και ανεβεί στο θρόνο ο Αβιά, το 980 Π.Κ.Χ., ο Ροβοάμ μοίρασε πολλά δώρα στους άλλους γιους του, πιθανότατα για να αποτρέψει τυχόν εξέγερση εναντίον του Αβιά μετά το θάνατό του. (1Βα 14:31· 2Χρ 11:23· 12:16) Γενικά, η ζωή του Ροβοάμ συνοψίζεται πολύ καλά στο εξής σχόλιο: «Αυτός έπραξε το κακό, γιατί δεν είχε προσηλώσει την καρδιά του στο να αναζητάει τον Ιεχωβά».—2Χρ 12:14.