ΣΑΜΑΡΙ
Κάθισμα που στερεωνόταν στη ράχη ζώου για τον αναβάτη. Πολλές Βιβλικές περικοπές κάνουν λόγο για το σαμάρωμα γαϊδουριών (Γε 22:3· Αρ 22:21· 2Σα 17:23· 19:26· 1Βα 2:40· 13:13, 27· 2Βα 4:24), αλλά δεν γίνεται καμιά περιγραφή των σαμαριών. Από τα στοιχεία που μας δίνουν τα αρχαία μνημεία συμπεραίνουμε ότι τα πρώτα σαμάρια αλόγων δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα υφασμάτινο ή δερμάτινο μαξιλαράκι. Το εβραϊκό ρήμα που αποδίδεται «σαμαρώνω» σημαίνει βασικά «περιδένω», πράγμα που υποδεικνύει ότι τα σαμάρια στερεώνονταν στα ζώα με λουριά. Κάποιο αρχαίο ανάγλυφο απεικονίζει ένα κιβωτοειδές σαμάρι, στερεωμένο με λουριά στη ράχη δρομάδας καμήλας. Τίποτα βέβαιο δεν μπορεί να λεχθεί για το «καλάθι του γυναικείου σαμαριού της καμήλας» το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο Γένεση 31:34. Η έκφραση καρ χαγκαμάλ του εβραϊκού κειμένου έχει αποδοθεί με διάφορους τρόπους: «σακίδιο της καμήλας» (NE), «κουβούκλιο της καμήλας» (JB) και «σαμάρι της καμήλας» (AT, ΒΑΜ, ΜΠΚ).
Υπό το Νόμο, όποιος άγγιζε σαμάρι πάνω στο οποίο είχε ανεβεί προηγουμένως κάποιος που είχε εκκρίσεις γινόταν ακάθαρτος, όπως και εκείνος που άγγιζε αντικείμενο στο οποίο είχε καθήσει εμμηνορροούσα γυναίκα.—Λευ 15:9, 19-23.