ΣΑΡΔΙΟ
Ημιδιαφανής, καστανοκόκκινη ποικιλία του ορυκτού χαλκηδόνιος που χρησιμοποιείται ως πετράδι. Σύμφωνα με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο, πήρε το όνομά του από την πόλη Σάρδεις στη Λυδία, όπου καταγράφεται η πρώτη του παρουσία. Ωστόσο, έχει υποστηριχτεί η άποψη ότι η ονομασία προήλθε από την περσική λέξη σέρεντ, που σημαίνει «κιτρινοκόκκινος», και ήρθε μαζί με την πέτρα από την Περσία, τον τόπο προέλευσής της. Το σάρδιο ονομάζεται επίσης «σάρδης», «σάρδινος λίθος» και «σαρδόνιο». Η ομορφιά του, η σκληρότητά του, η ευκολία με την οποία χαράζεται και το γεγονός ότι επιδέχεται μεγάλη στίλβωση το έκαναν πολύ δημοφιλές ανάμεσα στους τεχνίτες. Οι Εβραίοι πιθανώς προμηθεύονταν πέτρες σαρδίου από την Αραβική Χερσόνησο.
Το σάρδιο είναι αυτό που εννοείται στο εδάφιο Αποκάλυψη 4:3, όπου Εκείνος που κάθεται στον ουράνιο μεγαλειώδη θρόνο του «είναι στην εμφάνιση όμοιος με . . . πολύτιμη κοκκινόχρωμη πέτρα [σαρδίῳ, Κείμενο]». “Η άγια πόλη, η Νέα Ιερουσαλήμ”, λέγεται ότι έχει τείχος με θεμέλια «στολισμένα με κάθε είδους πολύτιμη πέτρα», από τα οποία το έκτο είναι σάρδιο.—Απ 21:2, 19, 20.