ΣΟΥΑΛ
(Σουάλ) [Αλεπού].
1. Γιος του Ζωφά, ένας από τους επικεφαλής της φυλής του Ασήρ.—1Χρ 7:36, 40.
2. Περιοχή που συνδέεται με την Οφρά, πιθανώς Β της Μιχμάς. Οι Φιλισταίοι που στρατοπέδευαν στη Μιχμάς έκαναν επιδρομές προς την κατεύθυνση της Σουάλ. (1Σα 13:16, 17) Η ακριβής θέση της δεν είναι γνωστή.