ΣΤΩΙΚΟΙ
Φιλόσοφοι τους οποίους αντιμετώπισε ο Παύλος όταν κήρυττε στην αγορά της Αθήνας. Αν και οι απόψεις των Στωικών άλλαξαν κάπως με την πάροδο του χρόνου, βασικά αυτοί υποστήριζαν ότι η ύλη και η δύναμη (η οποία δύναμη μερικές φορές αποκαλούνταν πρόνοια, λογική ή Θεός) ήταν οι θεμελιώδεις αρχές του σύμπαντος. Σύμφωνα με τους Στωικούς, τα πάντα, ακόμη και οι αδυναμίες και οι αρετές, ήταν υλικής φύσης. Καθώς δεν πίστευαν στον Θεό ως Πρόσωπο, θεωρούσαν ότι όλα τα πράγματα ήταν μέρος μιας απρόσωπης θεότητας από την οποία πήγαζε η ανθρώπινη ψυχή. Έχοντας την άποψη ότι η ψυχή εξακολουθούσε να ζει μετά το θάνατο του σώματος, μερικοί Στωικοί πίστευαν ότι η ψυχή τελικά θα καταστρεφόταν με το σύμπαν, ενώ άλλοι ότι στο τέλος θα απορροφούνταν ξανά από αυτή τη θεότητα. Οι Στωικοί διατείνονταν ότι για να επιτύχει ο άνθρωπος τον υπέρτατο στόχο, την ευτυχία, πρέπει να χρησιμοποιεί τη λογική του προκειμένου να κατανοήσει τους νόμους που διέπουν το σύμπαν και να συμμορφωθεί με αυτούς. Για εκείνους, λοιπόν, το να επιδιώκει κανείς ενάρετη ζωή σήμαινε να “ζει σύμφωνα με τη φύση”. Ο πραγματικά σοφός άνθρωπος, κατά την εκτίμησή τους, ήταν απαθής απέναντι στον πόνο ή στην ηδονή, ανεξάρτητος από πλούτη ή φτώχεια και τα συναφή. Πίστευαν ότι η μοίρα ορίζει τις ανθρώπινες υποθέσεις και θεωρούσαν ότι, αν τα προβλήματα φαίνονταν ανυπέρβλητα, η αυτοκτονία ήταν αποδεκτή.
Ο Ζήνων από το Κίτιο της Κύπρου, αφού ήρθε σε επαφή με τους Κυνικούς για κάποιο διάστημα, ίδρυσε αυτή την ξεχωριστή φιλοσοφική σχολή περίπου το 300 Π.Κ.Χ. Οι μαθητές του ονομάστηκαν «Στωικοί» από την Ποικίλη Στοά, μια στοά της αρχαίας Αθήνας διακοσμημένη με ζωγραφικές αναπαραστάσεις, όπου δίδασκε ο Ζήνων. Η φιλοσοφία των Στωικών αναπτύχθηκε περαιτέρω κυρίως από τον Κλεάνθη και τον Χρύσιππο και έγινε ευρέως αποδεκτή μεταξύ των Ελλήνων και των Ρωμαίων. Μάλιστα στους οπαδούς της συγκαταλέγονταν ο Σενέκας, ο Επίκτητος και ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος. Άνθισε μέχρι το 300 Κ.Χ. περίπου.
Παρόμοια με τους Επικούρειους, οι Στωικοί δεν πίστευαν στην ανάσταση όπως αυτή διδασκόταν από τους Χριστιανούς. Έτσι λοιπόν, όταν ο Παύλος κήρυξε τα καλά νέα για τον Χριστό και την ανάσταση, τον αποκάλεσαν “φλύαρο” και είπαν για αυτόν ότι φαινόταν να είναι «διαγγελέας ξένων θεοτήτων». Αργότερα, αφού ο Παύλος οδηγήθηκε στον Άρειο Πάγο, παρέθεσε από κείμενα που είχαν γράψει οι Στωικοί Άρατος ο Σολεύς (στο έργο του Φαινόμενα) και Κλεάνθης (στο έργο του Ύμνος εις τον Δία), λέγοντας: «Διότι από [τον Θεό] έχουμε ζωή και κινούμαστε και υπάρχουμε, όπως και μερικοί από τους μεταξύ σας ποιητές έχουν πει: “Διότι είμαστε και γενιά του”».—Πρ 17:17-19, 22, 28.