ΠΕΛΑΡΓΟΣ
[εβρ., χασιδάχ].
Η ονομασία αυτού του πουλιού είναι το θηλυκό γένος της εβραϊκής λέξης η οποία αποδίδεται «όσιος· αυτός που εκδηλώνει στοργική καλοσύνη». (Παράβαλε 1Σα 2:9· Ψλ 18:25, υποσ.) Αυτή η περιγραφή ταιριάζει πολύ στον πελαργό, ο οποίος φημίζεται για την τρυφερότητα με την οποία φροντίζει τα μικρά του και για την πιστότητά του στον ισόβιο σύντροφό του.
Ο πελαργός είναι μεγάλο καλοβατικό πουλί που μοιάζει με την ίβιδα και τον ερωδιό. Ο λευκοπελαργός (πελαργός ο κοινός [Ciconia ciconia]) έχει λευκό φτέρωμα με μόνη εξαίρεση τα ερετικά φτερά του, που είναι γυαλιστερά μαύρα. Ο ενήλικος πελαργός μπορεί να έχει ύψος μέχρι και 1,2 μ., ενώ το μήκος του σώματός του είναι σχεδόν 1,2 μ. και το εντυπωσιακό άνοιγμα των φτερών του μπορεί να φτάνει και τα 2 μ. Ο πελαργός βυθίζει μέσα στη λάσπη το μακρύ, κόκκινο ράμφος του, που είναι πλατύ στη βάση και αιχμηρό στην άκρη, για να βρει βατράχους, ψάρια ή μικρά ερπετά. Εκτός από μικρά υδρόβια πλάσματα, τρέφεται και με ακρίδες, μπορεί δε να καταφύγει και σε θνησιμαία και απορρίμματα. Ο πελαργός περιλαμβανόταν στον κατάλογο με τα ακάθαρτα πλάσματα τα οποία, σύμφωνα με τη διαθήκη του Νόμου, απαγορευόταν να τρώνε οι Ισραηλίτες.—Λευ 11:19· Δευ 14:18.
Επιτιμώντας τον αποστατικό λαό του Ιούδα, ο οποίος δεν διέκρινε τον καιρό της κρίσης του Ιεχωβά, ο προφήτης Ιερεμίας έστρεψε την προσοχή τους στον πελαργό και σε άλλα πουλιά που “γνωρίζουν καλά τους προσδιορισμένους καιρούς τους”. (Ιερ 8:7) Ο πελαργός μεταναστεύει τακτικά διαμέσου της Παλαιστίνης και της Συρίας από τη χειμερινή του κατοικία στην Αφρική, εμφανιζόμενος κατά μεγάλα σμήνη τον Μάρτιο και τον Απρίλιο. Από τα δύο είδη πελαργών που μπορούν να βρεθούν στο Ισραήλ, τον λευκοπελαργό και τον μαυροπελαργό (πελαργός ο μέλας [Ciconia nigra]), το πρώτο παραμένει μόνο περιστασιακά για να αναπαραχθεί σε αυτή την περιοχή, και συνήθως φτιάχνει τη φωλιά του σε δέντρα αλλά και σε οικοδομήματα. Ο μαυροπελαργός, που ονομάζεται έτσι επειδή το κεφάλι, ο λαιμός και η ράχη του έχουν μαύρο χρώμα, είναι πιο συνηθισμένος στις κοιλάδες της Χούλα και της Μπετ Σεάν, και αναζητάει δέντρα—όταν υπάρχουν—για να φτιάξει τη φωλιά του. Ο ψαλμωδός αναφέρει ότι οι πελαργοί φτιάχνουν φωλιές στις ψηλές αρκεύθους.—Ψλ 104:17.
Αντιδιαστέλλοντας τη στρουθοκάμηλο, που δεν πετάει, με τον πελαργό που πετάει ψηλά, ο Ιεχωβά ρώτησε τον Ιώβ: «Μήπως φτεροκοπάει χαρούμενα η στρουθοκάμηλος; Ή μήπως έχει τα φτερά και το φτέρωμα του πελαργού;» (Ιωβ 39:13) Οι φτερούγες του πελαργού έχουν μεγάλο πλάτος και ισχύ—τα δευτερεύοντα και τα τριτεύοντα φτερά έχουν σχεδόν το ίδιο μήκος με τα πρωτεύοντα, πράγμα που προσδίδει στη φτερούγα τεράστια επιφάνεια και δίνει στον πελαργό τη δυνατότητα να πετάει ψηλά και για παρατεταμένα διαστήματα. Ο πελαργός που αερολισθαίνει με τις ισχυρές του φτερούγες, έχοντας το λαιμό του προτεταμένο και τα μακριά του πόδια τεντωμένα προς τα πίσω, αποτελεί επιβλητικό θέαμα. Οι δύο γυναίκες που εμφανίζονται στο όραμα του Ζαχαρία (Ζαχ 5:6-11) να μεταφέρουν ένα εφά το οποίο περιέχει μια γυναίκα ονόματι «Πονηρία» λέγεται ότι είναι εφοδιασμένες με «φτερούγες σαν τις φτερούγες του πελαργού». Η φράση «άνεμος ήταν στις φτερούγες τους» (εδ. 9) ταιριάζει, επίσης, με τον ορμητικό ήχο που παράγει ο αέρας όταν περνάει μέσα από τα φτερά του πελαργού. Την ώρα της πτήσης, τα πρωτεύοντα ερετικά φτερά εκτείνονται σαν δάχτυλα δημιουργώντας σχισμές στο άκρο της φτερούγας, πράγμα που κάνει εφικτό τον έλεγχο της ροής του αέρα πάνω από τη φτερούγα και βελτιώνει την ανυψωτική της δύναμη.