ΘΕΙΑΦΙ
Κίτρινο, αμέταλλο στοιχείο που συναντάται αυτοφυές ή σε συνδυασμό με άλλα στοιχεία σε θειούχες και θειικές ενώσεις. Το σημείο τήξης του είναι εξαιρετικά χαμηλό, στους 113°C. Καίγεται εύκολα αναδίδοντας αχνογάλαζη φλόγα, ενώ ταυτόχρονα σχηματίζει διοξείδιο του θείου, το οποίο έχει αποπνικτική οσμή.
Η πρώτη ιστορική αναφορά στο θειάφι γίνεται στην αφήγηση σχετικά με το πώς έβρεξε καταστροφή πάνω στις πονηρές πόλεις των Σοδόμων και των Γομόρρων με τη μορφή φωτιάς και θειαφιού. (Γε 19:24· Λου 17:29) Βάσει γεωλογικών στοιχείων, μερικοί ισχυρίζονται ότι αυτή η καταστροφική εκτέλεση από τον Ιεχωβά πιθανόν να επήλθε μέσω ηφαιστειακής έκρηξης στα νότια της Νεκράς Θαλάσσης, εξηγώντας έτσι την έντονη παρουσία θειαφιού σε αυτή την περιοχή σήμερα.
Πιστεύεται ότι για την αρχαία Ιερουσαλήμ είχε δημιουργηθεί ένας αποτεφρωτήρας υψηλής θερμοκρασίας, ή αλλιώς κρεματόριο, με την προσθήκη θειαφιού στις άσβηστες φωτιές της Κοιλάδας του Εννόμ (Γέεννας) ακριβώς έξω από τα τείχη.
Αρχής γενομένης με τη φλογερή κρίση που επήλθε στα Σόδομα και στα Γόμορρα το 1919 Π.Κ.Χ., οι Γραφές μνημονεύουν την εξαιρετικά εύφλεκτη φύση του θειαφιού. (Ησ 30:33· 34:9· Απ 9:17, 18) Το θειάφι αποτελεί σύμβολο απόλυτης ερήμωσης. (Δευ 29:22, 23· Ιωβ 18:15) “Η φωτιά και το θειάφι” αναφέρονται μαζί όταν μεταδίδεται η έννοια της ολοκληρωτικής καταστροφής. (Ψλ 11:6· Ιεζ 38:22· Απ 14:9-11) Μας λέγεται ότι ο Διάβολος θα “ριχτεί στη λίμνη της φωτιάς και του θειαφιού”—μια κατάλληλη περιγραφή που συμβολίζει πλήρη αφανισμό, “το δεύτερο θάνατο”.—Απ 19:20· 20:10· 21:8.