ΒΥΡΣΟΔΕΨΗΣ
Άτομο ειδικευμένο στη βυρσοδεψία, την τεχνική με την οποία η δορά του ζώου μετατρέπεται σε δέρμα το οποίο μπορεί κατόπιν να χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή διαφόρων αντικειμένων. (2Βα 1:8· Ματ 3:4) Αναμφίβολα, η βυρσοδεψία γινόταν στο παρελθόν με την ίδια διαδικασία που εφαρμοζόταν μέχρι πρόσφατα στη Μέση Ανατολή—σε βυρσοδεψεία του ενός ή των δύο δωματίων, όπου υπήρχαν εργαλεία και δεξαμενές για την προετοιμασία της δοράς. Η βασική διαδικασία της κατεργασίας των δερμάτων περιλάμβανε (1) τη χαλάρωση των τριχών, συνήθως με τη χρήση διαλύματος ασβέστη, (2) την απομάκρυνση των τριχών και των μικρών κομματιών σάρκας και λίπους που είναι προσκολλημένα στη δορά και (3) τη δέψη της δοράς με εκχύλισμα φλοιού χρυσόξυλου (σουμάκι) ή βελανιδιάς ή άλλων φυτών.
Ο Πέτρος έμεινε «αρκετές ημέρες στην Ιόππη σε κάποιον Σίμωνα βυρσοδέψη», του οποίου το σπίτι ήταν κοντά στη θάλασσα.—Πρ 9:43· 10:32.