ΤΑΤΟΥΑΖ
Ανεξίτηλο σημάδι ή σχέδιο στο δέρμα, το οποίο δημιουργείται είτε με εντομές, ώστε να μείνουν ουλές, είτε με υποδόρια εισαγωγή χρωστικής ουσίας. Οι Ισραηλίτες απαγορευόταν να ακολουθούν αυτή τη συνήθεια, που ήταν κοινή σε άλλους αρχαίους λαούς. (Λευ 19:28) Για παράδειγμα, μερικές φορές οι Αιγύπτιοι αποτύπωναν με τατουάζ τα ονόματα ή τα σύμβολα των θεοτήτων τους στο στήθος ή στους βραχίονές τους. Υπακούοντας στο νόμο του Ιεχωβά που τους απαγόρευε να παραμορφώνουν τα σώματά τους, οι Ισραηλίτες θα ξεχώριζαν ως διαφορετικοί από τα άλλα έθνη. (Δευ 14:1, 2) Η απαγόρευση αυτή τους εντύπωνε επίσης το δέοντα σεβασμό για το ανθρώπινο σώμα ως δημιούργημα του Θεού, το οποίο πρέπει να χρησιμοποιείται για να τον τιμάει.—Ψλ 100:3· 139:13-16· Ρω 12:1.