ΘΑΡΑ
(Θάρα) [πιθανώς από μια βαβυλωνιακή λέξη που σημαίνει «Ίβηξ»].
1. Πατέρας του Αβραάμ. Ανήκε στην όγδοη γενιά μετά τον Σημ. (Λου 3:34· Γε 11:10-24· 1Χρ 1:24-26) Ο Θάρα, μέσω των γιων του—του Αβραάμ, του Ναχώρ και του Αρράν—έγινε προπάτορας πολλών φυλών. (Γε 11:27· 22:20-24· 25:1-4, 13-15· 1Χρ 1:28-42· 2:1, 2) Ο Θάρα απέκτησε το πρώτο του παιδί στα 70 του χρόνια. Παρ’ όλο που ο Αβραάμ κατονομάζεται πρώτος, αυτό φαίνεται ότι συμβαίνει επειδή είναι ο γνωστότερος από τους γιους του Θάρα, όχι επειδή ήταν ο πρωτότοκος. Όταν ο Θάρα πέθανε σε ηλικία 205 ετών, ο Αβραάμ ήταν μόνο 75, πράγμα που σημαίνει ότι ο Θάρα πρέπει να ήταν 130 χρονών όταν γεννήθηκε ο Αβραάμ. (Γε 11:26, 32· 12:4) Η Σάρρα ήταν ετεροθαλής αδελφή του Αβραάμ, πιθανώς κόρη του Θάρα από άλλη σύζυγο. (Γε 20:12) Ο πρωτότοκος του Θάρα ήταν κατά πάσα πιθανότητα ο Αρράν, του οποίου η κόρη ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να μπορεί να παντρευτεί τον άλλον γιο του Θάρα, τον Ναχώρ.—Γε 11:29.
Ο Θάρα ζούσε στην Ουρ των Χαλδαίων, και εκεί ανέθρεψε την οικογένειά του. (Γε 11:28) Σύμφωνα με το εδάφιο Ιησούς του Ναυή 24:2, ο Θάρα λάτρευε κάποτε άλλους θεούς και όχι τον Ιεχωβά. Ίσως λάτρευε τον Σιν, το θεό της σελήνης, ο οποίος ήταν η προσφιλής θεότητα της Ουρ. Εντούτοις, όταν ο Ιεχωβά κάλεσε τον Αβραάμ να φύγει από την Ουρ, ο Θάρα, ως κεφαλή της οικογένειας, πήγε μαζί του στη Χαρράν, όπου και έζησαν όλοι μέχρι κάποιο διάστημα μετά το θάνατό του γύρω στο 1943 Π.Κ.Χ.—Γε 11:31, 32· Πρ 7:2-4.
2. Ένα από τα μέρη όπου στρατοπέδευσε ο Ισραήλ στη διάρκεια της περιπλάνησής του στην έρημο. Η θέση της Θάρα δεν είναι γνωστή.—Αρ 33:27, 28.