ΘΥΑΤΕΙΡΑ
(Θυάτειρα).
Πόλη που ανοικοδομήθηκε στις αρχές του τρίτου αιώνα Π.Κ.Χ. από έναν πρώην στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον Σέλευκο τον Νικάτορα. Βρισκόταν στην ενδοχώρα της δυτικής Μικράς Ασίας, 60 περίπου χλμ. από το Αιγαίο Πέλαγος, και ήταν χτισμένη κατά μήκος ενός παραποτάμου του Γκεντίζ (του αρχαίου ποταμού Έρμου). Η Χριστιανική εκκλησία στα Θυάτειρα έλαβε ένα άγγελμα γραμμένο ιδιοχείρως από τον απόστολο Ιωάννη καθ’ υπαγόρευση του Κυρίου Ιησού Χριστού.—Απ 1:11.
Τα Θυάτειρα σήμερα ονομάζονται Ακχισάρ και βρίσκονται περίπου 250 χλμ. ΝΝΔ της Κωνσταντινούπολης και περίπου 375 χλμ. Α της Αθήνας. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 946) Αυτή η πόλη δεν υπήρξε ποτέ μεγαλούπολη ή πολιτικό κέντρο ιδιαίτερης σημασίας ή σπουδαιότητας. Ήταν, όμως, πλούσιο βιοτεχνικό κέντρο, φημισμένο για τις πολυάριθμες τέχνες που ανθούσαν εκεί, περιλαμβανομένης της υφαντουργίας, της βαφικής, της χαλκοτεχνίας, της βυρσοδεψίας και της αγγειοπλαστικής. Οι βαφικές εργασίες μνημονεύονται συχνά σε επιγραφές. Οι βαφείς των Θυατείρων χρησιμοποιούσαν ρίζα ερυθρόδανου ως πρώτη ύλη για να φτιάχνουν το ονομαστό πορφυρό χρώμα τους, γνωστό σε μεταγενέστερους χρόνους ως τουρκικό ερυθρό.
Η Λυδία, η οποία μεταστράφηκε στη Χριστιανοσύνη στη διάρκεια της πρώτης επίσκεψης του Παύλου στους Φιλίππους της Μακεδονίας, ήταν «πωλήτρια πορφύρας από την πόλη των Θυατείρων». Ενδέχεται να αντιπροσώπευε στο εξωτερικό τους Θυατειρηνούς κατασκευαστές πορφύρας, ίσως δε να ήταν εύπορη επιχειρηματίας η οποία διέθετε αρκετά ευρύχωρο σπίτι ώστε να μπορεί να φιλοξενήσει τον Παύλο και τους συντρόφους του στη διάρκεια της παραμονής τους στους Φιλίππους.—Πρ 16:12-15.
Πότε και από ποιον διαδόθηκε για πρώτη φορά η Χριστιανοσύνη στους κατοίκους των Θυατείρων δεν είναι γνωστό. Δεν υπάρχουν στοιχεία για το αν ο Παύλος ή άλλοι ευαγγελιστές επισκέφτηκαν ποτέ την πόλη ή για το αν επέστρεψε εκεί η Λυδία. Το άγγελμα ενδέχεται να έφτασε εκεί μέσα στα δύο χρόνια (περ. 53-55 Κ.Χ.) που ο Παύλος κήρυττε δραστήρια στην Έφεσο, η οποία βρισκόταν περίπου 115 χλμ. ΝΔ των Θυατείρων, διότι εκείνο το διάστημα «όλοι όσοι κατοικούσαν στην περιφέρεια της Ασίας άκουσαν το λόγο του Κυρίου, Ιουδαίοι και Έλληνες». (Πρ 19:10) Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι περίπου 40 χρόνια αργότερα υπήρχε μια σχετικά ακμαία εκκλησία Χριστιανών στα Θυάτειρα.—Απ 1:10, 11.
Το Άγγελμα του Χριστού Προς την Εκκλησία των Θυατείρων. Αυτή η εκκλησία, η τέταρτη από τις εφτά που έλαβε άγγελμα προσωπικά, επαινέθηκε για την αγάπη, την πίστη και την υπομονή που είχε δείξει. Και η διακονία της επίσης έχαιρε επιδοκιμασίας—“τα έργα της τα τελευταία ήταν περισσότερα από τα προηγούμενα”. Ωστόσο, αν και η εκκλησία είχε αυτές τις αξιέπαινες ιδιότητες, μέσα στους κόλπους της είχε γίνει ανεκτή η δημιουργία και η συνέχιση μιας πολύ κακής κατάστασης. Σε σχέση με αυτό, η καταδικαστική διακήρυξη του Κυρίου έλεγε: «Ανέχεσαι τη γυναίκα Ιεζάβελ, η οποία αυτοαποκαλείται προφήτισσα, και διδάσκει και παροδηγεί τους δούλους μου να πορνεύσουν και να φάνε πράγματα που έχουν θυσιαστεί στα είδωλα». Αυτή η «γυναίκα» πιθανότατα ονομάστηκε Ιεζάβελ, αφενός λόγω του ότι η πονηρή διαγωγή της έμοιαζε με αυτήν της συζύγου του Αχαάβ και αφετέρου λόγω της πεισματικής άρνησής της να μετανοήσει. Φαίνεται, ωστόσο, ότι μόνο μια μειονότητα μέσα στην εκκλησία των Θυατείρων επιδοκίμαζε αυτή την ιεζαβελική επιρροή, δεδομένου ότι στη συνέχεια το άγγελμα απευθυνόταν “στους υπόλοιπους από εκείνους που ήταν στα Θυάτειρα, σε όλους όσους δεν είχαν αυτή τη διδασκαλία, σε αυτούς που δεν είχαν γνωρίσει τα «βαθιά πράγματα του Σατανά»”.—Απ 2:18-29.