ΤΙΚΒΑ
(Τικβά) [Ελπίδα].
1. Πεθερός της Όλδας της προφήτισσας, γιος του Αράς. (2Βα 22:14) Σύμφωνα με το Μασοριτικό κείμενο, το όνομα προφέρεται Τοκάθ στο εδάφιο 2 Χρονικών 34:22.
2. Πατέρας κάποιου Ιαζία που έζησε τον καιρό του Έσδρα.—Εσδ 10:10, 11, 15· βλέπε ΙΑΖΙΑΣ.