ΦΟΡΟΣ ΥΠΟΤΕΛΕΙΑΣ
Συνήθως, χρήματα ή άλλα πολύτιμα αγαθά, όπως ζώα, που κατέβαλλε ένα κράτος ή ένας ηγεμόνας σε ξένη δύναμη, αναγνωρίζοντας την υποταγή του σε αυτήν ή αποσκοπώντας στη διατήρηση της ειρήνης ή στην εξασφάλιση προστασίας. (Για εξέταση των λέξεων των πρωτότυπων γλωσσών, βλέπε ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ.) Τα έθνη που αποσπούσαν φόρο υποτελείας από άλλους λαούς έπαιρναν συχνά χρυσάφι και ασήμι ή προϊόντα που σπάνιζαν στη δική τους χώρα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ενίσχυαν την οικονομική τους θέση, ενώ ταυτόχρονα κρατούσαν αδύναμα τα υπόδουλα έθνη, υποβάλλοντάς τα σε αφαίμαξη των πόρων τους.
Οι βασιλιάδες Δαβίδ (2Σα 8:2, 6), Σολομών (Ψλ 72:10· παράβαλε 1Βα 4:21· 10:23-25), Ιωσαφάτ (2Χρ 17:10, 11) και Οζίας (2Χρ 26:8) του Ιούδα, καθώς και ο Βασιλιάς Αχαάβ του Ισραήλ (2Βα 3:4, 5), εισέπρατταν φόρο υποτελείας από άλλους λαούς. Ωστόσο, οι Ισραηλίτες, λόγω της απιστίας τους, βρίσκονταν συχνά σε μειονεκτική θέση και υποχρεούνταν να πληρώνουν φόρο υποτελείας σε άλλους. Την εποχή των Κριτών ήδη πλήρωναν φόρο υποτελείας, ενόσω βρίσκονταν υπό την κυριαρχία του Μωαβίτη Βασιλιά Εγλών. (Κρ 3:12-17) Στα μετέπειτα χρόνια, τόσο το βασίλειο του Ιούδα όσο και το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ κατέβαλλαν φόρο υποτελείας όποτε περιέρχονταν υπό την κυριαρχία ξένων δυνάμεων. (2Βα 17:3· 23:35) Κατά περιόδους κατέβαλλαν ένα είδος φόρου υποτελείας όταν εξαγόραζαν εχθρικά έθνη ή δωροδοκούσαν άλλους με αντάλλαγμα τη στρατιωτική βοήθεια.—2Βα 12:18· 15:19, 20· 18:13-16.