ΚΑΛΛΑΪΤΗΣ
Ημιπολύτιμο, αδιαφανές, πορώδες πετράδι, γνωστό και ως τιρκουάζ, του οποίου το χρώμα κυμαίνεται από αχνογάλαζο ως άτονο πράσινο. Αποτελείται από ένυδρο φωσφορικό αργίλιο με ίχνη χαλκού (από όπου προέρχεται το γαλάζιο χρώμα) και σιδήρου (από όπου προέρχεται το πράσινο χρώμα). Όταν οι γαλάζιες πέτρες θερμαίνονται ή εκτίθενται στον ατμοσφαιρικό αέρα, γίνονται πράσινες, πράγμα που συμβαίνει μερικές φορές και όταν χάνουν τη φυσική τους υγρασία με το πέρασμα του χρόνου. Έτσι μπορεί να εξηγείται η φαινομενική προτίμηση των ανθρώπων της αρχαιότητας για τις πράσινες πέτρες καλλαΐτη. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν τον καλλαΐτη στην κοσμηματοποιία. Καλλαΐτης υπάρχει στη Χερσόνησο του Σινά με τη μορφή κονδύλων μέσα σε κόκκινο ψαμμίτη.
Ο καλλαΐτης χαράζεται εύκολα επειδή είναι σχετικά μαλακή πέτρα. Ο αρχιερέας Ααρών φορούσε μια σκαλιστή πέτρα καλλαΐτη στο «περιστήθιο της κρίσης» του. Πάνω της ήταν χαραγμένο το όνομα μιας από τις 12 φυλές του Ισραήλ, και ήταν τοποθετημένη στην πρώτη θέση της δεύτερης σειράς λίθων στο περιστήθιο. (Εξ 28:2, 15, 18, 21· 39:11) Το μεταφορικό «περικάλυμμα» που φορούσε ο βασιλιάς της Τύρου παρουσιάζεται να είναι διακοσμημένο με καλλαΐτη, καθώς και με κάθε άλλου είδους πολύτιμη πέτρα. (Ιεζ 28:12, 13) Ο Εδώμ ήταν ο «έμπορος» που έφερνε στην Τύρο καλλαΐτη, και η Τύρος ήταν πρόθυμη να δίνει από τα αποθέματά της ως αντάλλαγμα για αυτόν.—Ιεζ 27:2, 16.