ΑΨΙΘΙΑ
[εβρ. κείμενο, λα‛ανάχ· ελλ. κείμενο, ἄψινθος].
Φυτό του γένους αρτεμισία (Artemisia), ενός γένους που περιλαμβάνει πολλά φυτά, αρκετά από τα οποία είναι ξυλώδη, με έντονα πικρή γεύση και δυνατό άρωμα. Στην Παλαιστίνη—ιδιαίτερα σε ερήμους—συναντώνται αρκετά είδη αυτού του γένους. Το κοινότερο είναι το είδος Artemisia herba-alba, ένας μικρός θάμνος που φτάνει σε ύψος τα 40 εκ. Στην Αγία Γραφή, η αψιθιά παραβάλλεται με τα επακόλουθα της ανηθικότητας (Παρ 5:4) και με τις πικρές εμπειρίες που επρόκειτο να ζήσουν, και όντως έζησαν, ο Ιούδας και η Ιερουσαλήμ στα χέρια των Βαβυλωνίων. (Ιερ 9:15· 23:15· Θρ 3:15, 19) Συμβολίζει επίσης την έλλειψη ευθυκρισίας και την αδικία (Αμ 5:7· 6:12), και χρησιμοποιείται αναφορικά με τους αποστάτες. (Δευ 29:18) Στο εδάφιο Αποκάλυψη 8:11, η αψιθιά υποδηλώνει μια πικρή και δηλητηριώδη ουσία.