«Κήρυξον τον Λόγον»
«Ο ΙΕΧΩΒΑ κατέστησε το κήρυγμα το πιο σπουδαίο έργο που οποιοσδήποτε από μας θα μπορούσε να κάνη σ’ αυτό τον κόσμο.» Έτσι εδήλωσε Η Σκοπιά της 15ης Ιανουαρίου 1950, που εξήτασε λεπτομερώς το θέμα «Κήρυξον τον Λόγον». Το έργο αυτό του κηρύγματος σχετίζεται με τη μόνιμη διάσωσι ευπειθών ανθρώπων από τα θανατηφόρα αποτελέσματα της πτώσεως του πρώτου ανθρώπου.
Γιατί ο μεγαλύτερος άνθρωπος που έζησε ποτέ εγκατέλειψε την κοσμική του εργασία στο άνθος της ζωής του; Για να κηρύξη! Τι εδίδαξε ο Ιησούς Χριστός στους συντρόφους του να κάμουν; Να κηρύττουν κι αυτοί! Και τι είπε στους έξω του κύκλου των αποστόλων του; Να κηρύττουν επίσης! (Λουκάς 9:1, 2, 6, 59, 60) Μετά δε τον θάνατο και την ανάστασί του ο Ιησούς και πάλι επεφόρτισε τους ακολούθους του με την υποχρέωσι να είναι μάρτυρές του μεταξύ όλων των εθνών ως τα πέρατα της γης. Η κήρυξις λοιπόν του αγγέλματος τούτου έγινε έργον όχι μόνο μεγάλης σπουδαιότητος, αλλά και παγκοσμίων συνεπειών.—Ματθαίος 28:19, 20· Πράξεις 1:8.
Η εναντίωσις και ο διωγμός δεν επρόκειτο να σταματήσουν το έργο αυτό του κηρύγματος. Ο εκ Ταρσού Σαούλ, πραγματικά, το εγνώρισε στη διάρκεια μαινομένων πυρών μίσους αφού ο κήρυξ Στέφανος είχε συλληφθή και λιθοβοληθή μέχρι θανάτου. Αυτό όμως δεν εμπόδισε αυτόν τον άνθρωπο, τον Σαούλ, από το να γίνη ο απόστολος Παύλος, ο οποίος αργότερα έγραψε: «Ουαί δε είναι εις εμέ εάν δεν κηρύττω.» (1 Κορινθίους 9:16) Το έργο του κηρύγματος που έκαμε ο Παύλος τον έφερε μακριά στον αγρό. Κάτω από κάθε είδους ταλαιπωρίες, δοκιμασίες και θλίψεις ο Παύλος εξακολούθησε το έργο του. Ποτέ δεν εγκατέλειψε το κήρυγμά του. Αγωνίσθηκε τον καλόν αγώνα. Όταν δε έληγε σχεδόν η πορεία του, και ενόσω παρέμενε στη φυλακή, ήταν ενδεδειγμένος να συμβουλεύση τον φίλο και σύντροφό του Τιμόθεο. (Ρωμαίους 8:35-39· 2 Κορινθίους 11:23-28· 2 Τιμόθεον 4:6, 7) Ο Παύλος έγραψε: «Διαμαρτύρομαι λοιπόν εγώ ενώπιον του Θεού, και του Κυρίου Ιησού Χριστού, όστις μέλλει να κρίνη ζώντας και νεκρούς εν τη επιφανεία αυτού και τη βασιλεία αυτού· κήρυξον τον λόγον.»—2 Τιμόθεον 4:1, 2.
Ο Παύλος έτσι απηύθυνε αυτή την εντολή και την έκκλησι προς τον Τιμόθεο όσο το δυνατόν εντονώτερα, ενώπιον του Θεού και του Χριστού, των «υπερεχουσών εξουσιών. (Πράξεις 10:38-42· 1 Βασιλέων 22:14· Δανιήλ 3:17, 18· Πράξεις 4:18-20· 5:29, 32· Ρωμαίους 13:1) Κανένα ανθρώπινο δικαστήριο, πολιτική εξουσία ή θρησκευτικό σύστημα ας μην ενεργή παράτολμα έναντι του Θεού και του Χριστού και ας μην επιχειρή να δώση αντίθετες διαταγές από τους αποστόλους παρεμποδίζοντας ή απαγορεύοντας το έργο του κηρύγματος των μαρτύρων του Ιεχωβά σήμερα στον καιρό της ‘επιφανείας και της βασιλείας του’. Επειδή δε η εντολή αυτή για το κήρυγμα δεν προέρχεται από ανθρώπους ή από την «Εταιρία Σκοπιά», αλλ’ από τον Παντοδύναμο Θεό, οι μάρτυρές Του θέτουν τη διακήρυξι του ευαγγελίου επάνω από κάθε άλλο πράγμα στη ζωή τους, και αν εξαναγκασθούν, είναι πρόθυμοι να φερθούν σ’ ένα Χιτλερικό ή κομμουνιστικό στρατόπεδο και να πεθάνουν εκεί ένα βραδύν θάνατο.
Τι, πώς, πού, πότε και γιατί να κηρύττουν; Ο Παύλος λέγει «κήρυξον τον λόγον» του Θεού, ο οποίος πρέπει να μελετάται και να χρησιμοποιήται για διδασκαλία, έλεγχο, επανόρθωσι και εκπαίδευσι των άλλων. (2 Τιμόθεον 3:14-17) Με το παράδειγμά του, ο Παύλος έδειξε πώς και πού έπρεπε να γίνη αυτό το κήρυγμα: «Δημοσία και κατ’ οίκους», κατά το υπόδειγμα του Χριστού.—Πράξεις 20:20, 21, 25· Ματθαίος 4:12-17, 23· Λουκάς 8:1· 9:1, 2· 10:1.
Πότε είναι δυνατόν να κηρύττουν: «Επίμενε εγκαίρως, ακαίρως», νουθετεί ο Παύλος. (2 Τιμόθεον 4:2) Μπορεί όλοι να είσθε κουρασμένοι από το έργον της ημέρας, ή να φθίνετε μέσα σε μια ακάθαρτη φυλακή, κι εν τούτοις η περίπτωσις αυτή να είναι πολύ «έγκαιρη» για τους ακροατάς. Συνεπώς, εσείς κηρύττετε. Το κάνετε αυτό για να σώσετε ζωή ανθρώπων. Ζούμε σ’ έναν κρίσιμο καιρό. Εφθάσαμε στο τέλος του κόσμου τούτου. Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο. Διακινδυνεύεται η ζωή σας και η ζωή των άλλων. Λοιπόν, ‘κηρύττετε τον λόγον’!—1 Τιμόθεον 4:16.