Ηρώδης Αντίπας, «Η Αλώπηξ Αύτη»
Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ Ηρώδης ο Μέγας στο κρεββάτι του θανάτου του συνέταξε μια νέα διαθήκη, όπως ήδη εσημειώθη, με την οποία κατέλιπε τη μισή επικράτειά του στο γυιο του Αρχέλαο, κι από ένα τέταρτο στον καθένα από τους άλλους δύο γυιους του Φίλιππον και Ηρώδην Αντίπαν. Το τέταρτον, η «τετραρχία» του Ηρώδου Αντίπα, συνίστατο από τη Γαλιλαία και την Περαία, όπου ο Ιησούς έκαμε πολύ από το κήρυγμά του. Ενώ και οι δύο αυτοί, ο Φίλιππος και ο Ηρώδης Αντίπας ήσαν «τετράρχαι», «άρχοντες του ενός τετάρτου» μιας επαρχίας, ο όρος αυτός εφηρμόζετο επίσης και σε οποιονδήποτε κυβερνήτην μιας περιοχής ή εδαφικόν άρχοντα. (Λουκ. 3:1) Σχετικά μ’ αυτό ας σημειωθή ότι, αν και ο Ηρώδης Αντίπας αναφέρεται στο κατά Μάρκον 6:14 ως «ο βασιλεύς Ηρώδης», δεν ήταν βασιλεύς με την ίδια έννοια που ήταν ο Ηρώδης ο Μέγας.
Ο Ηρώδης Αντίπας φαίνεται ότι υπήρξε ένας αδύνατος χαρακτήρ, του οποίου η επιθυμία να ευαρεστή ανθρώπους και την σύζυγό του τον έκαμε να εκτεθή και τελικά ωδήγησε στην πτώσι του. Από μερικές απόψεις θα μπορούσε να παρομοιασθή με τον Βασιλέα Αχαάβ, η δε σύζυγός του ασφαλώς ήταν μια άλλη Ιεζάβελ, διότι μισούσε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή ακριβώς όσο και η Ιεζάβελ μισούσε το πρωτότυπον του Ιωάννου, τον Ηλία.—Ματθ. 17:10-13.
Ηρώδης ο Αντίπας, δυσαρεστημένος από την αλλαγή διαθήκης που έκαμε ο πατέρας του στο κρεββάτι του θανάτου του, πήγε στη Ρώμη με την ελπίδα ν’ αποκτήση περισσότερες τιμές και έδαφος· και όχι μια φορά μόνο, αλλά κατ’ επανάληψιν. Ματαίως όμως όλα αυτά. Στη διάρκεια μιας επισκέψεώς του στη Ρώμη προσεκλήθη να διαμείνη στο σπίτι ενός ετεροθαλούς αδελφού του, του Φιλίππου (ας μη συγχέεται αυτός με τον άλλον ετεροθαλή αδελφό του Φίλιππο τον τετράρχηa), ο οποίος είχε νυμφευθή την ανεψιά του Ηρωδιάδα. Αυτή φιλοδοξούσε να γίνη βασίλισσα και άρχισε να παίζη με τα αισθήματά του τόσο επιτυχώς ώστε ο Ηρώδης την πήρε μαζί του όταν επέστρεψε στη Γαλιλαία και έτσι χρειάσθηκε να διαζευχθή την πρώτη του σύζυγο, κόρη του Άραβος Βασιλέως Αρέτα, η οποία επέστρεψε στα ανάκτορα του πατέρα της.
Η μοιχευτική αυτή ένωσις, που εσκανδάλισε τους Ιουδαίους, δεν πέρασε απαρατήρητη από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, γι’ αυτό και στη διάρκεια του έτους του κηρύγματος του ο Ιωάννης κατ’ επανάληψιν είπε στον Αντίπα: «Δεν σοι είναι συγκεχωρημένον να έχης την γυναίκα του αδελφού σου.» Η ένοχη Ηρωδιάς ήθελε να τον θανατώση εξαιτίας τούτου, αλλ’ ο Αντίπας δεν ήθελε να κάμη παραπάνω από το να φυλακίση τον Ιωάννη διότι «εφοβείτο τον Ιωάννην, γνωρίζων αυτόν άνδρα δίκαιον και άγιον· και διεφύλαττεν αυτόν και έκαμνε πολλά, ακούων αυτού, και ευχαρίστως ήκουεν αυτού.»—Μάρκ. 6:17-20.
Ναι, ο Αντίπας εξακολούθησε να ακούη τον Ιωάννη ευχαρίστως ως τότε που σ’ ένα συμπόσιο των γενεθλίων του εξετέθη χωρίς να το εννοήση στο να θανατώση τον Ιωάννη· αλλά μόνον επειδή η σωτηρία αυτού του ιδίου ήταν σπουδαιότερη σ’ αυτόν από τη ζωή ενός δικαίου ανθρώπου. Κι έτσι. «δια τους όρκους και τους συγκαθημένους» διέταξε ν’ αποκεφαλισθή ο Ιωάννης για να συμμορφωθή με το αίτημα της θετής θυγατρός του Σαλώμης καθ’ υποκίνησιν της μητέρας της, Ηρωδιάδος.—Μάρκ. 6:21-28.
Όταν άκουσε ο Αντίπας τα θαύματα του Ιησού συνεπέρανε ότι ο Ιωάννης ανεστήθη, και γι’ αυτό ανυπομονούσε να τον ιδή. (Ματθ. 14:1, 2· Λουκ. 9:7-9) Όταν μερικοί Φαρισαίοι προσπάθησαν να εκφοβίσουν τον Ιησούν λέγοντας ότι ο Αντίπας ζητούσε να τον θανατώση, ο Ιησούς τους έδωσε μια οξεία απάντησι για να την διαβιβάσουν στον Αντίπα, «την αλώπεκα ταύτην».—Λουκ. 13:31, 32.
Ηρώδης ο Αντίπας, τελικά μπόρεσε να ιδή τον Ιησούν όταν ο Πιλάτος προσπάθησε να υπεκφύγη την ευθύνη του ν’ αποδώση δικαιοσύνη στον Ιησού, αποστέλλοντάς τον σ’ αυτόν. Η περιέργειά του, όμως, δεν ικανοποιήθη, διότι ο Ιησούς δεν έκαμε θαύματα· πραγματικά, ο Ιησούς ούτε στα ερωτήματά του απήντησε. Δυσαρεστημένος, και παρατηρώντας τις σφοδρές καταγγελίες που έκανε ο Ιουδαϊκός κλήρος εναντίον του Ιησού, ο Αντίπας ενώθηκε με τους στρατιώτες του στο να εμπαίξη τον Ιησού, κατόπιν δε επέστρεψε τον δέσμιό του στον Πιλάτο, την ανώτερη εξουσία εν σχέσει με τη Ρώμη. Έως τότε ο Πιλάτος και ο Ηρώδης Αντίπας ήσαν εχθροί, προφανώς λόγω κατηγοριών που εξέφερε ο Αντίπας εναντίον του Πιλάτου από φθόνον, αλλά τώρα έγιναν στενοί φίλοι.—Λουκ. 23:7-12.
Και πάλι ο Αντίπας επέτρεψε ώστε η επιθυμία του να ευαρεστή ανθρώπους, να καταλήξη στη θυσία ενός δούλου του Ιεχωβά, αυτή δε τη φορά όχι άλλου από τον Υιόν του Θεού.
Καθώς περνούσαν τα χρόνια, ο Αντίπας κουράσθηκε προσπαθώντας ν’ αποκτήση τον βασιλικό τίτλο και περισσότερο έδαφος, αλλ’ όχι και η Ηρωδιάς. Έχοντας παρατηρήσει ότι νέος αυτοκράτωρ, ο Καλιγούλας ανέλαβε στη Ρώμη, δεν άφησε ήσυχο τον σύζυγό της, ώσπου αυτός δέχθηκε να προσπαθήση και πάλι. Αλλ’ αντί να αποκτήση περισσότερα, έχασε τα πάντα. Φήμες που ανέφεραν ότι ο Αντίπας εσχεδίαζε ανταρσία έφθασαν στον αυτοκράτορα μαζί με την άφιξι του Αντίπα και της Ηρωδιάδος. Επειδή δεν μπόρεσε ν’ αναιρέση τις κατηγορίες πειστικά, ο Αντίπας εξωρίσθη, τα δε πλούτη του και η επικράτειά του εδόθησαν σε άλλους. Η Ηρωδιάς εθελουσίως επροτίμησε να πάη με τον σύζυγό της· αλλ’ αυτό πρέπει να του έδωσε λίγη μόνο παρηγοριά λόγω του ότι αυτή συνετέλεσε στην πτώσι του. Αυτός πολύ συχνά την άκουε άλλοτε.
[Υποσημειώσεις]
a Παρεμπιπτόντως αναφέρομε ότι η Σαλώμη, κόρη του αποκλήρου Φιλίππου, ενυμφεύθη τον θείο της ονόματι Φίλιππο, τον τετράρχη, ετεροθαλή αδελφό του πατέρα της. Τέτοιου είδους επιμιξίες με γάμο ήσαν συνήθεις ανάμεσα στους Ηρώδες.