Εδάφια της Ημέρας για τον Μήνα Οκτώβριο
16 Έκαστος κατά την προαίρεσιν της καρδίας αυτού, ουχί με λύπην, ή εξ ανάγκης· διότι τον ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός.—2 Κορ. 9:7. Σ 15/1/53 6, 7α
17 Θρησκεία καθαρά και αμίαντος ενώπιον του Θεού και Πατρός είναι αύτη, Να επισκέπτηται τους ορφανούς και τας χήρας εν τη θλίψει αυτών, και να φυλάττη εαυτόν αμόλυντον από του κόσμου.—Ιάκ. 1:27. Σ 1/7/53 20
18 Μη φοβού· διότι πλειότεροι είναι οι μεθ’ ημών παρά τους μετ’ αυτών.—2 Βασ. 6:16. Σ 1/4/54 35
19 Του Αρνίου του εσφαγμένου από καταβολής κόσμου.—Αποκάλ. 13:8. Σ 15/8/53 15
20 Ενδύεσθε το μαλλίον, σφάζετε τα παχέα· δεν βόσκετε τα ποίμνια . . . εν βία και εν σκληρότητι εδεσπόζετε επ’ αυτά. Και διεσκορπίσθησαν, επειδή δεν υπήρχε ποιμήν· και έγειναν κατάβρωμα εις πάντα τα θηρία του αγρού.—Ιεζ. 34:3-5. Σ 1/11/53 7
21 Κατά πάντα θλιβόμενοι, αλλ’ ουχί στενοχωρούμενοι.—2 Κορ. 4:8 Σ 1/2/53 6α
22 Το στόμα μου θέλει λαλεί την αίνεσιν του Ιεχωβά· και πάσα σαρξ ας ευλογή το όνομα το άγιον αυτού εις τον αιώνα, και εις τον αιώνα.—Ψαλμ. 145:21, ΑΣ. Σ 1/1/54 43-45
23 Φύγετε εκ μέσου της Βαβυλώνος, και διασώσατε έκαστος την ψυχήν αυτού.—Ιερεμ. 51:6. Σ 15/12/53 14α
24 Διότι “πας όστις επικαλεσθή το όνομα του Ιεχωβά, θέλει σωθή”.—Ρωμ. 10:13, ΜΝΚ. Σ 1/5/53 21
25 Επαχύνθη η καρδία του λαού τούτου, και έγειναν βαρέα τα ώτα αυτών, και έκλεισαν τους οφθαλμούς αυτών. . . . δια να μη. . . . επιστρέψωσι και θεραπευθώσι.—Ησ. 6:10. Σ 1/9/53 11α
26 Σεβά, και Δωδάν, και οι έμποροι της Θαρσείς, μετά πάντων των σκύμνων αυτής, θέλουσιν ειπεί προς σε, Ήλρθες να λεηλατήσης λεηλασίαν;—Ιεζ. 38:13. Σ 1/2/54 23, 24α
27 Ιδού τώρα καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού τώρα ημέρα σωτηρίας.—2 Κορ. 6:2. Σ 1/4/54 1, 2
28 Ο φόβος του Ιεχωβά είναι να μισή τις το κακόν· αλαζονείαν, και αυθάδειαν, και πονηράν οδόν, και διεστραμμένον στόμα, εγώ μισώ.—Παροιμ. 8:13, ΑΣ. Σ 15/7/53 11, 12
29 Όθεν απορρίψαντες το ψεύδος, “λαλείτε αλήθειαν έκαστος μετά του πλησίον αυτού·” διότι είμεθα μέλη αλλήλων.—Εφεσ. 4:25. Σ 15/11/53 31
30 Δεν θέλεις προσκυνήσει άλλον θεόν, επειδή ο Ιεχωβά είναι αποκλειστικά αφωσιωμένος εις το όνομά του. Είναι Θεός που απαιτεί αποκλεισπκήν αφοσίωσιν.Εξοδ. 34:14, ΜΝΚ. Σ 1/12/53 20, 21
31 Ματαιότητα και λόγον ψευδή απομάκρυνε απ’ εμού· πτωχείαν και πλούτον μη δώσης εις εμέ· τρέφε με μέ αυτάρκη τροφήν· μήποτε χορτασθώ, και σε αρνηθώ, και είπω, Τις είναι ο Ιεχωβά; ή μήποτε ευρεθείς πτωχός κλέψω, και λάβω το όνομα του Θεού μου επί ματαίω.—Παροιμ. 30:8, 9, ΑΣ. Σ 1/2/53 27α