Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Είναι κατάλληλο να κάνωμε προπόσεις που αναφέρονται στον Θεό ή στον Χριστό ή στη Βασιλεία;—Ι. Σ., Πενσυλβανία.
Μερικές φορές γίνονται προπόσεις, μέλη δε του ομίλου αισθάνονται την υποχρέωσι να μετάσχουν. Το έθιμο αυτό έχει τη ρίζα του στην αρχαία ειδωλολατρία. Οι Βαβυλώνιοι έκαναν προπόσεις προς τιμήν των θεών των και κατέληγαν στη μέθη. Η Γραφή αφηγείται μια τέτοια περίπτωσι. Στο έτος π.Χ., ο Βαλτάσαρ διέταξε να φέρουν έξω τα ιερά σκεύη υπηρεσίας του ναού των Εβραίων, και απ’ αυτά «έπινον οίνον, και ήνεσαν τους θεούς» αυτός και οι συμποσιάζοντες μαζί του. (Δαν. 5:1-4) Τέτοιου είδους προπόσεις δεν μπορούν καθόλου να παραβληθούν με τις σπονδές που είχε διατάξει ο Ιεχωβά Θεός για την υπηρεσία ναού του. Όταν οι Έλληνες έκαναν διασκεδάσεις και περιήρχοντο σε κατάσασιν μέθης αυτό εγίνετο για λόγους ευλαβείας: έπιναν πολύ προς τιμήν των ειδωλολατρικών των θεών. Μετά τους Έλληνας, οι Ρωμαίοι ακολούθησαν όμοια ειδωλολατρικά θρησκευτικά έθιμα προπόσεων προς τιμήν των θεών των. Είχαν, βέβαια, τόσο πολλούς θεούς, ώστε όλοι μεθούσαν προτού λήξη η τελετουργία. Επίσης προέπιναν και προς τιμήν ανθρωπίνων ηρώων.
Οι Σκανδιναυοί προτού προσηλυτισθούν στον Χριστό συνηθροίζοντο για να επιδοθούν στα ποτά και έκαναν προπόσεις προς τιμήν του Οντίν, του Νιόρδ και του Φρέυα. Οι Χριστιανοί ιεραπόστολοι δεν μπόρεσαν να καταργήσουν αυτά τα έθιμα, αλλ’ οι προπόσεις μετεφέρθησαν προς «τιμήν» του Θεού και του Χριστού και διαφόρων προστατών αγίων, και για την απόκτησι σωτηρίας των ψυχών. Η μελλοντική κατάστασις μακαριότητας συνεδέετο με πολλή πόσι και μέθη. Ο Ιεχωβά Θεός και ο Χριστός Ιησούς δεν τιμώνται με ειδωλολατρικά έθιμα προπόσεων που απευθύνονται σ’ αυτούς ως προς ανθρώπους. Ο λόγος του Θεού, η Γραφή, μας διδάσκει για τον τρόπο τον οποίον τιμάται ο Θεός, και εμείς δεν προσθέτομε στον λόγον Του ως προς τούτο, ιδιαίτερα δε όταν η προσθήκη προέρχεται από ειδωλολατρικά έθιμα. Αποφεύγοντας αυτό το έθιμο της προπόσεως, μαζί με πολλά άλλα απαράδεκτα έθιμα, μπορεί να φάνουμε στενής αντιλήψεως στους κοσμικούς. Τέτοιοι είμεθα. Ποτέ όμως μη λησμονείτε ούτε για μια στιγμή ότι η Χριστιανική μας στενότης είναι η σωτηρία μας, ακριβώς όπως η ευρύτης του κόσμου είναι η καταστροφή του.—Ματθ. 7:13, 14.
● Είναι αντιγραφικό για ένα μάρτυρα νου Ιεχωβά να νυμφευθή άτομο που δεν είναι στην αλήθεια;—Λ. Χ., Οχάιο.
Ο αφιερωμένος λαός του Ιεχωβά, που είναι στον κόσμο αλλά δεν αποτελεί μέρος αυτού, είναι σε όμοια κατάστασι με τον Αβραάμ που παρεπιδημούσε στη γη Χαναάν. (Ιωάν. 17:14-16· 15:19) Ο Αβραάμ επροφύλαξε τον οικογενειακό του κύκλο από την εισβολή της δαιμονολατρίας μέσω γαμηλίων δεσμών με τους Χαναναίους, κι έστειλε στη γενέτειρά του να ζητήση σύζυγο για τον γυιό του Ισαάκ. (Γεν. 24:3, 4) Και ο γυιός του Ισαάκ, ο Ιακώβ, επίσης εφυλάχθη από ειδωλολάτριδες γυναίκες. (Γέν. 28:1, 2) Μετά από αιώνες, οι Ισραηλίτες, οδεύοντας προς τη Γη της Επαγγελίας, είχαν την εντολή ν’ αποφεύγουν γάμους με απίστους της Χαναάν: «Ουδέ θέλεις συμπενθερεύσει μετ’ αυτών· την θυγατέρα σου δεν θέλεις δώσει εις τον υιόν αυτού, ουδέ την θυγατέρα αυτού θέλεις λάβει εις τον υιόν σου διότι θέλουσιν αποπλανήσει τους υιούς σου απ’ εμού, και θέλουσι λατρεύσει άλλους θεούς.» (Δευτ. 7:3, 4) Τόσον ουσιώδης ήταν αυτή η αρχή ώστε ο Ιεχωβά την ενεσωμάτωσε στον θείον Νόμον του: «Μήποτε κάμεις συνθήκην μετά των κατοίκων της γης, και όταν πορνεύσωσι κατόπιν των θεών αυτών, και θυσιάσωσι προς τους θεούς αυτών, σε προσκαλέση τις, και φάγης από της θυσίας αυτού· και μήποτε λάβης εκ των θυγατέρων αυτού εις τους υιούς σου, και όταν αι θυγατέρες αυτού πορνεύσωσι κατόπιν των θεών αυτών, κάμωσι τους υιούς σου να πορνεύσωσι κατόπιν των θεών αυτών.» (Έξοδ. 34:15, 16) Στενές κοινωνικές σχέσεις οιουδήποτε είδους απηγορεύοντο ως επικίνδυνες. Αφού ο Ισραήλ μπήκε στη Χαναάν και κατήγαγε πολλές νίκες εναντίον των εχθρών, και τότε ακόμη ήταν ουσιώδες το να προειδοποιηθούν οι Ισραηλίτες ν’ απέχουν από σχέσεις που θα τους ενέπλεκαν με τους εθνικούς, περιλαμβανομένης και της συζυγικής σχέσεως.—Ιησ. Ναυή 23:6-8, 12, 13.
Υπήρχαν, όμως, πάντοτε Ισραηλίτες που ενόμισαν ότι ήσαν αρκετά ισχυροί πνευματικώς ώστε να νυμφεύονται ειδωλολάτριδες γυναίκες, ν’ απολαμβάνουν τους δεσμούς του γάμου, και συγχρόνως ν’ ανθίστανται στα παγιδευτικά αποτελέσματα των δαιμονικών θρησκειών των συζύγων των. Αλλ’ η καλή συμβουλή και εντολή του Θεού δεν μπορούσε ν’ αγνοηθή ατιμωρητί, ούτε κι από τον πιο σοφόν άνθρωπο των αρχαίων εκείνων χρόνων, τον Βασιλέα Σολομώντα. Γι’ αυτόν αναγράφεται ότι αγάπησε πολλές ξένες γυναίκες, κι έλαβε συζύγους από τα γύρω ειδωλολατρικά έθνη, και «αι γυναίκες αυτού εξέκλιναν την καρδίαν αυτού κατόπιν άλλων θεών· καρδία αυτού δεν ήτο τελεία μετά του Ιεχωβά του Θεού αυτού.» Η εσκεμμένη αυτή παρακοή έγινε μετά την προειδοποίησι του Θεού προς τον Σολομώντα, αφού ο Ιεχωβά «προσέταξεν εις αυτόν περί του πράγματος τούτου, να μη υπάγη κατόπιν άλλων θεών· δεν εφύλαξεν όμως εκείνο, το οποίον ο Ιεχωβά προσέταξε.»—1 Βασ. 11:1-11, ΑΣ· Έσδρας 9:1, 2.
Παρόμοιες προειδοποιήσεις αποχωρισμού από τον παλαιόν αυτόν κόσμον βρίσκονται επίσης στις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. Λόγου χάριν: «Μη ομοζυγείτε με τους απίστους· . . . τίνα μερίδα [έχει] ο πιστός με τον άπιστον;» (2 Κορ. 6:14, 15) Γάμος ενός μάρτυρος του Ιεχωβά μ’ έναν άπιστο καταλήγει σε άνισο ζυγό και δεν μπορεί παρά να παραγάγη άνιση έλξι και έντασι και προστριβή. Όλοι πρέπει να ενθυμούνται ότι οι δεσμοί του γάμου μπορεί να είναι μακροχρόνιοι, διότι στο δικαστήριο του Θεού δεν μπορούν να διαρρηχθούν εύκολα, να αποκοπούν για κάτι λιγώτερο από τη μοιχεία ενός από τους εγγάμους συντρόφους. (Ματθ. 19:9· Μάρκ. 10:11, 12) Αυτοί οι δεσμοί μπορούν να προσθέσουν ευθύνη και περιορισμούς στην ελευθερία ενός ατόμου που θα διαρκούν ισοβίως. Γι’ αυτόν τον λόγο, όχι μόνον ένας πρώτος γάμος, αλλά κι ένας δεύτερος γάμος μετά τον θάνατον του ενός συζύγου πρέπει να σταθμίζεται με προσοχή. Ο απόστολος Παύλος συμβουλεύει τα εξής: «Η γυνή είναι δεδεμένη δια του νόμου εφ’ όσον καιρόν ζη ο ανήρ αυτής· εάν δε ο ανήρ αυτής αποθάνη, είναι ελευθέρα να υπανδρευθή με όντινα θέλει, ΜΟΝΟΝ ΝΑ ΓΙΝΗΤΑΙ ΤΟΥΤΟ ΕΝ ΚΥΡΙΩ.»—1 Κορ. 7:39.
Ο περιορισμός που ορίζεσαι εδώ για τις Χριστιανές χήρες που επιθυμούν να υπανδρευθούν και πάλι εφαρμόζεται στον ίδιο βαθμό σε οποιονδήποτε δούλον του Θεού που αναζητεί άνδρα ή γυναίκα, δηλαδή, να νυμφευθή «μόνον . . . εν Κυρίω». Αυτό σημαίνει να νυμφευθή κανείς μόνον ένα άτομο αφιερωμένο στον Ιεχωβά, όπως ο ίδιος. Για έναν Χριστιανό το να συζευχθή άνισα μ’ ένα άπιστο άτομο δεν συντείνει στη Χριστιανική ευημερία, και διέπεται μάλλον από πάθος. Μια τέτοια εσκεμμένη και εκούσια διακινδύνευσις της Χριστιανικής ευημερίας και των πνευματικών συμφερόντων δεν είναι ευάρεστη στον Θεόν ή στον Χριστόν, αποτελεί δε χλευασμόν της συμβουλής και εντολής του Ιεχωβά.