Το Βατικανόν της Βαβυλώνος
Ο ΛΕΟΝΑΡΝΤ Κότρελ, στο βιβλίο του Χαμένες Πόλεις, ομιλεί για τις ανασκαφές των ερειπίων της Βαβυλώνος, που άρχισαν από τη Γερμανική Ανατολική Εταιρία, κάτω από την οδηγία του Ρόμπερτ Κολντεβέη, και λέγει: «Ένα προς ένα ανεκαλύφθησαν τα κυριώτερα κτίρια με τις υπομονητικές μεθόδους των Γερμανών· ο Ναός του Νιμάχ, το Μοάτειον Τείχος του Ιμγκούρ-Βελ και ο Ιερός πρόναος που εμπεριέκλειε του Πύργον Ετεμενάνκι, ‘ο θεμέλιος λίθος του ουρανού και της γης’—Ο Πύργος της Βαβέλ ο ίδιος. Απετελείτο από μια πελωρία ορθογώνια αυλή, περιστοιχισμένη από κτίρια, μερικά ίσως προοριζόμενα να στεγάσουν προσκυνητάς, που ήρχοντο στον βωμό του Θεού, άλλα δε ήσαν πλούσιες και ευρύχωρες κατοικίες των αρχιερέων. Αυτό ήταν, όπως λέγει ο Κολντεβέη, ‘το Βατικανόν της Βαβυλώνος,’ ο τόπος τον οποίον ο Ηρόδοτος περιέγραψε ως ‘το ορειχαλκόθυρον αγιαστήριον του Διός Μπέλους.’
♦ «Από το ένα άκρον της αυλής ηγείρετο ο ίδιος ο πύργος, σε οκτώ βαθμίδες, μολονότι δεν μπορούμε να είμεθα βέβαιοι σε τι ύψος ανήρχετο αρχικά. Και ο Ναβουχοδονόσορ κι ο πατέρας του Ναβοπολάσσαρος άφησαν επιγραφές που εξαίρουν το ύψος του. Ο Ναβαπολάσσαρος λέγει: ‘Τότε ο Μαρδώκ με διέταξε . . .· ο πύργος της Βαβυλώνος, ο οποίος στον προ εμού χρόνον είχε εξασθενίσει, κι έφθασε σε ερήμωσι, να θέσω στερεά τα θεμέλιά του στο έγκατα του κάτω κόσμου, ενώ η κορυφή του έπρεπε να εκτείνεται προς τον ουρανό.’ Ο δε γυιός του καυχάται ότι ‘Για να υψωθή η κορυφή του Ετεμενάνκι για να μπορή ν’ αμιλλάται με τον ουρανό έθεσα το χέρι μου.’ . . . Η ίδια η Βαβυλών, μετά από μια σύντομη ανάστασι, επανήλθε και πάλι στην άμορφη μάζα ερειπίων τα όποια είδαν οι Ριτς και Λέυαρντ, διότι τα πλινθόκτιστα τείχη, αφού άπαξ εκτεθούν, κατακρημνίζονται γρήγορα, και αφότου ανεχώρησαν οι Γερμανοί, οι Άραβες οικοδόμοι του Χιλλάχ απέσπασαν σχεδόν κάθε πλίνθον του Πύργου του Ετεμενάνκι. Αυτό υπάρχει μόνο στις σελίδες του βιβλίου του Κολντεβέη.»
♦ Ένας πρόσφατος επισκέπης των ερειπίων της Βαβυλώνος, ο Πέτρος Μπαμ, λέγει στο βιβλίο του Πρώτοι Τόποι της Χριστιανοσύνης: «Οι ανασκαφές είναι ένας καταπληκτικός και σχεδόν αδιαπέραστος αγρός ερειπίων. . . . Όταν μπαίνη κανείς στον χώρο των ανασκαφών συναντά πρώτα τη φημισμένη Πύλη της Ιστάρ. Η Ιστάρ ήταν η θεά της γονιμότητος. Αργότερα συνεχωνεύθη με την Ελληνική Δήμητρα. Η Πύλη της Ιστάρ είναι ένα εκτεταμένο κτίριο, βαθιά βυθισμένο μέσα στη γη. Επέρασα μέσα από υψηλά πλινθόκτιστα τείχη, ύψους πενήντα ποδών, στο οποία μπορεί κανείς ακόμη να διακρίνη τα σχήματα μεγάλων ταύρων, δρακόντων και λεόντων, που υπήρχαν κατά τακτικά διαστήματα. Τα ανάγλυφα απετελούντο από λαμπερά χρωματισμένες στιλβωμένες πλάκες. Όλο αυτό το μεγαλοπρεπές έργον μετεφέρθη στο Βερολίνον πριν από πενήντα χρόνια. Ένα μέρος της Πύλης της Ιστάρ είχε συγκαλυφθή από του ίδιον του Ναβουχοδονόσορ για να κατακευασθή μια λεωφόρος παρελάσεων σε υψηλότερο επίπεδο.
♦ »Το μεγαλύτερο μέρος της λεωφόρου αυτής του Ναβουχοδονόσορ, που ήταν στρωμένη με μεγάλες λίθινες πλάκες, αφέθη γυμνό. Έχει αρκετά μίλια μάκρος. Αρχίζει από την Πύλη της Ιστάρ και τελειώνει στον Πύργο, τον πύργο στου οποίου την κορυφή ωρθώνετο ο Ναός του Μαρδώκ, του Θεού της Βαβυλώνος. Στις επίσημες πομπές τ’ αγάλματα των θεών εφέροντο από τους ιερείς δια μέσου αυτής της οδού. Στην ιερή οδό είχαν κτισθή μέγαρα και στις δύο πλευρές, τα δε θεμέλια τείχη που ανεσκάφησαν δίνουν μια ιδέα του μεγαλείου των. Η οδός πρέπει να ωμοίαζε μάλλον σαν τα Ηλύσια Πεδία των Παρισίων, μεταξύ του Λούβρου και της Αψίδος του Θριάμβου.»
♦ Ο αρχαιολόγος Κολντεβέη, ο οποίος ωνόμασε την περιοχή του ναού «το Βατικανόν της Βαβυλώνος,» εδημοσίευσε τις εντυπώσεις του στο βιβλίο Οι Ανασκαφές στη Βαβυλώνα: «Διότι τι είναι η γραπτή πληροφορία σε σύγκρισι με τη σαφήνεια των ενδείξεων που λαμβάνομε από τα ίδια τα κτίσματα, μολονότι είναι ερημωμένα; Ο κολοσσιαίος όγκος του πύργου, τον οποίον οι Ιουδαίοι της Παλαιάς Διαθήκης θεωρούσαν ως την ουσία της ανθρωπίνης καυχήσεως, ανάμεσα στα υπερήφανα μέγαρα των ιερέων, τα ευρύχωρα θησαυροφυλάκια, τα αναρίθμητα καταλύματα για ξένους—λευκοί τοίχοι, ορειχάλκινες πόρτες, ισχυρά οχυρωματικά τείχη ολόγυρα με υψηλούς πυλώνες κι ένα δάσος από 1.000 πύργους—το σύνολον πρέπει να έχη μεταδώσει μια υπέρτερη έννοια μεγαλείου, δυνάμεως και πλούτου, που σπάνια θα μπορούσαν να βρεθούν αλλού μέσα στο μεγάλο Βαβυλωνιακό βασίλειο.
♦ »Κάποτε παρατηρούσα το μεγάλο ασημένιο όρθιο άγαλμα της Παρθένου, μεγαλύτερο του φυσικού, κατάφορτο από αφιερώματα, δακτυλίους, πολυτίμους λίθους, χρυσόν και άργυρον, που εφέροντο πάνω σ’ ένα φορείο από σαράντα ανθρώπους, στον πυλώνα του δώματος των Συρακουσών, ψηλά πάνω από τα κεφάλια του συγκεντρωμένου πλήθους. . . . Με τον ίδιο τρόπο οραματίζομαι μια πομπή του θεού Μαρδώκ, καθώς εξήρχετο από την Εσαγκίλα, ίσως δια μέσου του περιβόλου, για να προχωρήση σ’ αυτόν τον θριαμβευτικό δρόμο μέσω της Οδού Παρελάσεων της Βαβυλώνος.»