Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Πάνω σε ποια βάσι μπορεί ν’ αποδειχθή ότι η γενεαλογία, που αναγράφεται στο κατά Ματθαίον, κεφάλαιον 1, εφαρμόζεται στη γραμμή προγόνων του Ιησού δια του Ιωσήφ, του θετού πατέρα του, ενώ η αναγραφόμενη στο κατά Λουκάν, κεφάλαιον 3, εφαρμόζεται στη γενεαλογία μέσω της Μαρίας, της μητέρας του;
Αφού και οι δύο ονομάζουν τον Δαβίδ, οι δύο αυτές γενεαλογίες δεν συμφωνούν στα ονόματα των απογόνων, η δε γενεαλογία του Λουκά έχει δεκαπέντε ονόματα περισσότερα από του Ματθαίου. Είναι σαφές ότι δεν πρόκειται για τις ίδιες γενεαλογίες, μολονότι και οι δύο τελικά περιλαμβάνουν τον Ιωσήφ τον σύζυγο της Μαρίας. Αλλ’ η γενεαλογία του Ματθαίου αρχίζει απ’ το αντίθετο άκρον της του Λουκά. Ο Λουκάς αρχίζει απ’ τον Ιησούν και ανατρέχει στον Αβραάμ και πιο πίσω στον Αδάμ. Ο Ματθαίος αρχίζει από τον Αβραάμ και βαίνει προς τον Ιησούν, παραλείπει δε τα ονόματα μερικών ενδιαμέσων ανδρών. Ο Ματθαίος λοιπόν ασχολείται με την εξιχνίασι της γενεαλογίας κατά αρρενογονίαν, και δεν περιλαμβάνει τις γυναίκες εμμέσως. Δεν επιθυμεί να θεωρηθούν αυτές ως πραγματικά αναγκαίες, αλλ’ ως κρίκοι στη γενεαλογία. Αυτό δεικνύεται από το γεγονός ότι, εκεί όπου έχει υπ’ όψι μια γυναίκα, κατονομάζει αμέσως αυτή τη γυναίκα, λέγοντας: «Ιούδας . . . εγέννησε τον Φαρές και τον Ζαρά εκ της Θάμαρ», και «Σαλμών . . . εγέννησε τον Βοόζ εκ της Ραχάβ», και «Βοόζ . . . εγέννησε τον Ωβήδ εκ της Ρουθ.» Ούτε η Θάμαρ, ούτε η Ραχάβ, ούτε η Ρουθ ήσαν απόγονοι του Αβραάμ. Έπρεπε, λοιπόν, μέσω των συζύγων των να προχωρήση η γενεαλογική γραμμή αδιάσπαστη από τον Αβραάμ.
Αντίθετα προς τον Ματθαίο, ο Λουκάς δεν μνημονεύει αμέσως γυναίκες. Αυτό αφήνει να νοηθή ότι οι γυναίκες υπονοούνται στη γραμμή της καταγωγής, διότι, αλλιώς, οι σύζυγοι των θα ήσαν απλώς οι γαμβροί και όχι οι άμεσοι γυιοί του προγενεστέρου ανδρός στη γραμμή καταγωγής. Οι Ιουδαϊκές γενεαλογίες ανιχνεύοντο πάντοτε μέσω των αρρένων στη γαμήλιο ένωσι. Σε τέτοιες, λοιπόν, περιπτώσεις, ο γαμβρός θα εκαλείτο γυιός του πενθερού του. Το ότι κάτι που δεν μνημονεύεται πρέπει να υπονοήται, εμφαίνεται από την αρχή της γενεαλογίας του Λουκά, διότι αυτή αρχίζει έτσι: «Και αυτός ο Ιησούς . . . ων (καθώς ενομίζετο) υιός Ιωσήφ.» Ο Ιωσήφ ήταν απλώς ο θετός πατέρας του Ιησού, ενώ ο Θεός ήταν ο Πατήρ του Ιησού και η Μαρία η επίγειος μητέρα του. Ο Ματθαίος λέγει σχετικά με τον Ιωσήφ, «Ιακώβ δε εγέννησε τον Ιωσήφ τον άνδρα της Μαρίας.» (Ματθ. 1:16) Αλλά το εδάφιο Λουκάς 3:23 λέγει ότι ο Ιωσήφ ήταν γυιός του Ηλί». Πρέπει, λοιπόν, να νοηθή ότι ο Ιωσήφ, ο γυιός του Ιακώβ, ήταν απλώς γαμβρός του Ηλί, διότι η σύζυγός του, Μαρία, ήταν θυγατέρα του Ηλί.
Ως υιός της Μαρίας, ο Ιησούς ήταν άμεσος φυσικός απόγονος του Δαβίδ. Ως θετός υιός του Ιωσήφ, ο Ιησούς ήταν νόμιμος απόγονος και κληρονόμος του Δαβίδ. Δεν ήταν αρκετό να είναι ο Ιησούς νόμιμος κληρονόμος του Βασιλέως Δαβίδ και να είναι απλώς υιοθετημένος στη γραμμή καταγωγής από τον Δαβίδ. Ο Ιησούς έπρεπε να είναι ένας άμεσος, από σάρκα και αίμα απόγονος του Δαβίδ. Ήταν, λοιπόν, ανάγκη να είναι απ’ ευθείας από τον Δαβίδ η καταγωγή της φυσικής μητέρας του Ιησού Μαρίας. Ο Λουκάς αποδεικνύει αυτό το σημείο σχετικά με τη Μαρία και μ’ αυτόν τον τρόπο δείχνει ότι ο Ιησούς ήταν ένας άμεσος απόγονος του Δαβίδ κι έτσι είχε ένα φυσικό δικαίωμα πάνω στον θρόνο του Δαβίδ. Η γενεαλογία του Ματθαίου δείχνει μόνο ότι ο Ιησούς είχε ένα νόμιμο δικαίωμα σ’ αυτόν.