«Θέλουσιν Είσθαι οι Άνθρωποι Φίλαυτοι»
«ΓΙΝΩΣΚΕ δε τούτο, ότι εν ταις εσχάταις ημέραις θέλουσιν έλθει καιροί κακοί· διότι θέλουσιν είσθαι οι άνθρωποι φίλαυτοι.» Έτσι ο θεόπνευστος απόστολος Παύλος αρχίζει την προφητεία του, η οποία, χωρίς ούτε σκιά αμφιβολίας, βρίσκει την εκπλήρωσί της στην εποχή μας.—2 Τιμ. 3:1, 2.
Ίσως να ρωτήση κάποιος, Τι το κακό υπάρχει στη φιλαυτία; Μήπως δεν μας λέγει ο λόγος του Θεού ν’ αγαπούμε τους εαυτούς μας όταν εντέλλεται: «Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν»;—Λευιτ. 19:18.
Ναι το λέγει. Πρέπει ν’ αγαπούμε τους εαυτούς μας για να είμεθα ευτυχείς, ο δε Θεός προόρισε να είμεθα ευτυχείς, διότι αυτός είναι ένας «μακάριος Θεός». Το να κάνη κανείς τον εαυτό του δυστυχή εν ονόματι της ευσεβείας δεν βρίσκει υποστήριξι στον λόγο του Θεού. Κατ’ αυτόν, η ‘σκληραγωγία του σώματος’ είναι απλώς «φαινόμενον . . . σοφίας» αλλά ‘εις ουδεμίαν τιμήν έχει την ευχαρίστησιν της σαρκός’.—1 Τιμ. 1:11· Κολ. 2:23.
Εν τούτοις, η φιλαυτία, για να είναι φωτισμένη και υγιής, πρέπει να είναι ισορροπημένη με την αγάπη του πλησίον. Προφανώς, όταν ο Παύλος έλεγε ότι «θέλουσιν είσθαι οι άνθρωποι φίλαυτοι», εννοούσε ότι θα είναι τοιούτοι λόγω αμελείας της αγάπης προς τους άλλους. Αυτό δείχνεται από την πρόρρησί του ότι οι άνθρωποι θα είναι και «άσπλαγχνοι».—2 Τιμ. 3:3.
Απ’ τον καιρό ακόμη του Αδάμ οι άνθρωποι υπήρξαν «φίλαυτοι». Αυτός ο Αδάμ ήταν ο πρώτος που έκαμε παράβασι στο σημείο αυτό, διότι αλλιώς δεν θα παρήκουε στον Θεό, ούτε θα επίρριπτε τη μομφή στη σύζυγό του για το αμάρτημά του, και μάλιστα με τις λέξεις, «Η γυνή την οποίαν έδωκας να ήναι μετ’ εμού»—αντί να πη ‘Η αγαπητή μου γυναίκα’—«αυτή μοι έδωκεν από του δένδρου και έφαγον.» Όχι ότι η Εύα θα μπορούσε να παραπονεθή—εξ άλλου εκείνη απεδείχθη ‘φίλαυτη’.—Γεν. 3:1-12.
Μολονότι το να είναι «φίλαυτοι» είναι κάτι που εχαρακτήρισε πλείστους από το ανθρώπινο γένος από την εποχή του Αδάμ,, σήμερα αυτό έχει φθάσει όσο ποτέ άλλοτε στα άκρα. Γι’ αυτό όλοι, όσοι αγαπούν τον Θεό και ό,τι είναι ορθό, θα κάμουν καλά να φυλαγώνται από τις διάφορες μορφές της φιλαυτίας. Πολλοί απ’ εκείνους που έχουν την ηγεσία στην πολιτική, στο εμπόριο και στην κοσμική θρησκεία προδίδουν ότι είναι φίλαυτοι με την άπληστη επιδίωξι εξουσίας, πλούτου και φήμης. Άνθρωποι, όπως αυτοί, λέγεται ότι έχουν εγωκεντρικές προσωπικότητες, διότι οι σκέψεις των, τα σχέδια και οι ενέργειές των, όλα συγκεντρώνονται στους εαυτούς των, στο εγώ των. Οι τοιούτοι είναι μηχανορράφοι, αυταρχικοί, αναίσθητοι και ανίκανοι να υποταχθούν στην εξουσία άλλου. Χρησιμοποιούν τους φίλους των για δικό τους όφελος, αλλά τους απορρίπτουν όταν δεν τους είναι πια χρήσιμοι, δείχνοντας έτσι τους εαυτούς των τελείως ελλιπείς στοργής.
Επίσης, οι ηθοποιοί, αμφοτέρων των φύλων, της σκηνής ή της οθόνης, εκείνες που πρωταγωνιστούν στα μελοδράματα και τα παρόμοια πρόσωπα συχνά αποκαλύπτονται ότι είναι φίλαυτοι από τις πολλές και αυθαίρετες απαιτήσεις που προβάλλουν με την τιμή που ορίζουν για συνεργασία. Χαρακτηριστική υπήρξε η πορεία κάποιου ατυχούς «αστέρος», γυναίκας, για την οποία ελεγείο ότι επέδειξε «πείσμονα αδιαφορία στους άλλους», και ότι συνήθως παρουσιάζετο αργά για εργασία παντού από μια ως είκοσι τέσσερες ώρες· αυτή δε η ιδιοτέλεια προσέθετε στο κόστος παραγωγής μιας μόνης εικόνας έως ένα εκατομμύριο δολλάρια. Άλλοι «αστέρες», που είναι ακόμη στη γη των ζώντων, την επεσκίασαν ήδη· οι τρόποι των, οφειλόμενοι στην ιδιοσυγκρασία των και στις φαντασιοπληξίες των, ύψωναν το κόστος μερικών κινηματογραφικών εικόνων κατά πολλά εκατομμύρια δολλάρια.
Μια ιδιαίτερα χονδροειδής μορφή φιλαυτίας είναι η αγάπη του σώματος, που ορίζεται ως ναρκισσισμός. Ονομάζεται έτσι από τον Νάρκισσον, «έναν ωραίο νεανία της Ελληνο-Ρωμαϊκής μυθολογίας, που ηράσθη το ίδιο του πρόσωπο, και πέθανε από ανικανοποίητο έρωτα και μετεστράφη στο άνθος νάρκισσος». (Λεξικόν Ουέμπστερ) Φαίνεται ότι υπάρχει τέτοια τάσις σε σύγχρονες κινηματογραφικές εικόνες, μαζί με άλλα επιβλαβή θέματα. Έτσι, κάποιος ηθοποιός εμφανίζεται φιλώντας το είδωλό του σε καθρέφτη· ένας άλλος παριστάνεται ατενίζοντας σε καθρέφτη καθώς ψάλλει το άσμα, «Σε Πιστεύω»· μια δε ηθοποιός παρουσιάζεται αποθαυμάζοντας τις αντανακλάσεις της σε τρείς καθρέφτες καθώς τραγουδεί, «Είμαι Κομψή». Η ματαιοδοξία, που σχετίζεται με τα φυσικά θέλγητρα ενός ατόμου, είναι μια εκδήλωσης αυτής της φιλαυτίας. Πιθανότατα η συνωμοσία του Αβεσσαλώμ για την απόσπασι της βασιλείας του Ισραήλ από τον πατέρα του Βασιλέα Δαβίδ ωφείλετο στο ότι ο Αβεσσαλώμ ερωτεύθη τη μεγάλη φυσική του ωραιότητα, αυτό δε μετέστρεψε την κεφαλή και την καρδιά του.—2 Σαμ. 14:25· 15:4.
Πριν από λίγον καιρό ένας νεαρός σύζυγος είπε ότι απλώς δεν μπορούσε να αισθάνεται καμμιά στοργή για την ωραία και αφωσιομένη του νεαρή σύζυγο και ότι ησθάνετο σαν να ήταν υποκριτής, όταν προσπαθούσε να της εκδηλώση τη στοργή του. Προφανώς αυτός ήταν τόσο φίλαυτος, ώστε δεν μπορούσε να αισθανθή καμμιά φυσική στοργή για τον άλλον, ασχέτως των προσόντων της, των αναγκών της, ή ακόμη και της εντολής του Θεού να πράττη τούτο!—Εφεσ. 5:25.
Όχι ότι η υπερβολική αυτή φιλαυτία περιορίζεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Όλοι έχουν να καταπολεμήσουν αυτή την τάσι. Εκδηλώνεται στο να είναι ένας σύζυγος τυφλός προς τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται για να είναι υποβοηθητικός στα πράγματα του σπιτιού, στο ν’ αφήνη μια σύζυγος πάντοτε τον άνδρα της να την περιμένη, στο να δείχνη απλή νωθρότητα, στο ν’ αρνήται ν’ ανέχεται δυσχέρειες ή ενοχλήσεις, στο να εκδηλώνη μεγάλη ανυπομονησία στις καθυστερήσεις. Αναμφιβόλως αυτό αποτελεί την κύρια αιτία συζυγικών διαστάσεων καθώς και διαζυγίων. Η πέραν του δέοντος απασχόλησις με την υγεία, τη δίαιτα, και λοιπά, είναι άλλες εκδηλώσεις τούτου.
Αυτή η φιλαυτία μπορεί να εισχωρήση ακόμη και στη λατρεία του ατόμου στον Θεό. Ένας αφιερωμένος Χριστιανός μπορεί ν’ απασχολήται τόσο με την αντιμετώπισι των ιδικών του διακονικών καθηκόντων και σκοπών, ώστε να παραβλέπη την υποχρέωσί του να βοηθή την οικογένειά του κι εκείνους που είναι αδύνατοι. Και, αν δεν είναι προσεκτικός, ένας ολοχρόνιος διάκονος μπορεί να γίνη εγωκεντρικός κι απαιτητικός λόγω των προσθέτων προνομίων του, σαν να του έδωσαν αυτά μια πνευματική κατάστασι.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, όταν ο Ιησούς ηρωτήθη, «Ποία εντολή είναι πρώτη πασών;» δεν άφησε το ζήτημα να λήξη με την απάντησι, ‘Θέλεις αγαπά τον Θεόν εξ όλης της καρδίας σου, ψυχής, διανοίας και δυνάμεως’. Όχι, αλλ’ ησθάνετο πως έπρεπε να παρατηρήση ότι υπήρχε και δεύτερη εντολή, επίσης σπουδαία: «Θέλεις αγαπά τον πλησίον σου ως σεαυτόν.» Και οι δύο αυτές μεγάλες εντολές ας χρησιμεύσουν στο να σας προφυλάξουν από τους κινδύνους της παρούσης εποχής, οπότε οι άνθρωποι είναι «φίλαυτοι».—Μάρκ. 12:28-31.