Η Αρχαιότερη Γνωστή Χρωστική Ουσία
♦ Δεν ήταν τόσο εύκολο στους Βιβλικούς χρόνους να βάψη κανείς ένα ύφασμα σ’ ένα ωρισμένο χρώμα, διότι καμμιά συνθετική βαφή δεν ήταν τότε γνωστή. Μερικά από τα υλικά, που εχρησιμοποίησαν οι Ισραηλίται στη Σκηνή του Μαρτυρίου είχαν βαφή ‘κόκκινα’. (Έξοδ. 25:4· 26:1· 35:6) Στη Μετάφρασι Νέου Κόσμου των Αγίων Γραφών χρησιμοποιείται η έκφρασις «κόκκους ερυθρά» παρά απλώς ‘κόκκινα’, και αναφέρεται στον «κόκκον τον βαφικόν» που μερικές αυθεντίες θεωρούν ως την αρχαιότερη γνωστή χρωστική ουσία. Προέρχεται από ένα μικρό έντομο που ζη ως παράσιτο στην δρυν την ύσγην (πρίνον) μια νάνο, θαμνοειδή, αειθαλή δρυν στις περιοχές της Μεσογείου, πολύ γνωστή στα ξηρά μέρη. Τα άρρενα μπορούν να πετάξουν, αλλά τα θηλυκά είναι δίχως φτερά, και διάγουν τον περισσότερο χρόνο της ζωής των σχεδόν ακίνητα. Τα σώματα των θηλέων εξογκούνται μετά το ζευγάρωμα, και, τότε, προτού εκβάλλουν τα αυγά των, αυτά τα στρογγυλά όμοια με μπιζέλι έντομα συλλέγονται κατά μεγάλους αριθμούς και κατόπιν ξηραίνονται. Όταν μπουν στο νερό, αυτά τα αποξηραμμένα έντομα κάνουν μια ωραία βαθυ-κόκκινη βαφή. Οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν αυτή την από έντομα βαφή με την ονομασία κόκκος και οι Άραβες με την ονομασία κέρμες, από όπου παράγεται η Αγγλική λέξις «κρίμσον» [κατακόκκινον], Το κέρμες [κέρμης] ή ύσγινον [το προερχόμενον από τον κόκκον τον βαφικόν] εχρησιμοποιείτο επί μακρόν ως η πιο γνωστή λαμπερή κόκκινη βαφή.