Σθεναρή Επάνοδος στην Πνευματική Ζωή
«Παιδί δεκατεσσάρων ετών», λέγει ένας Μάρτυς από τη Νεμπράσκα, «συνεδέθηκα για πρώτη φορά με τους μάρτυρας του Ιεχωβά από το ενδιαφέρον της μητέρας μου για την Αγία Γραφή. Βαπτίσθηκα στο έτος 1946. Λυπούμαι, όμως, να σας πω, ανατρέχοντας σ’ εκείνα τα χρόνια, ότι ο απερίσκεπτος χαρακτήρ μου και η ανωριμότης μου έγιναν αιτία να κάμω πολλά σφάλματα, αλλ’ είμαι ευγνώμων στον Ιεχωβά για το στοργικό του έλεος. Με απασχολούσαν οι φροντίδες της συντηρήσεως οικογενείας και υλιστικές επιδιώξεις ώσπου έγινα σχεδόν νεκρός πνευματικώς. Κατόπιν ξαφνικά έμεινα άνεργος. Τι θα έκανα; Κατέληξα στην απόφασι ότι ήταν καιρός ν’ ακολουθήσω τη συμβουλή του Ιησού να θέσω πρώτα τα συμφέροντα της Βασιλείας. Εν καιρώ πήγαμε να υπηρετήσωμε εκεί που υπήρχε μεγάλη ανάγκη, κι έγινα υπηρέτης. Όταν τα πράγματα έγιναν δύσκολα και σκεφθήκαμε να φύγωμε, ήθελα να καθήσω στο γραφείο μου και να διεξέλθω τα δελτία Αρχείου Ευαγγελιζομένων. Ήθελα να βλέπω περισσότερα από ονόματα μόνο· ήθελα να βλέπω ζωντανές ψυχές, που άρχιζαν να κάνουν τα βήματα της ζωής. Πώς μπορούσα να τις εγκαταλείψω αφού είχαν προχωρήσει τόσο κι έδειξαν ένα τόσο πρόθυμο πνεύμα; Παρεμείναμε εκεί!»