Ερωτήσεις από Αναγνώστας
● Μήπως είναι ένδειξις ελλείψεως εμπιστοσύνης για ένα αφιερωμένο Χριστιανό να κάνη γραπτή συμφωνία για μια εμπορική δοσοληψία που σχετίζεται μ’ έναν άλλο Χριστιανό;—Η.Π.Α.
Όχι, διότι το να διατυπώνωνται γραπτώς εμπορικά ζητήματα μπορεί να είναι καλό και ν’ αποτελή προστασία για τους ενδιαφερομένους. Μπορεί να προλάβη πολλές παρεξηγήσεις αργότερα.
Μια γραπτή συμφωνία μπορεί να προλάβη παραλείψεις από αμέλεια λόγω ελλείψεως σαφηνείας στις προφορικές συμφωνίες. Όπως και στην περίπτωσι των άλλων ανθρώπων, ο αφιερωμένος Χριστιανός πρέπει να φροντίζη για πολλά πράγματα κάθε μέρα. Έπειτα, εγείρονται και προβλήματα που απαιτούν την προσοχή του. Προφανώς δεν μπορεί να τα θυμάται όλα. Αν επρόκειτο να βασίζεται πλήρως στη μνήμη του, αυτός, παρά τις καλύτερες προθέσεις του, είναι πιθανόν να λησμονήση μερικές υποχρεώσεις ή να εχη αμφιβολίες για το αν τις εξεπλήρωσε. Μια προφορική συμφωνία δίνει μικρή ευκαιρία για διπλό έλεγχο των πραγμάτων. Και αν είναι αόριστη, εκείνοι που κάνουν την προφορική συμφωνία μπορεί εντίμως να έχουν διαφορετικές απόψεις για το τι απαιτείται.
Μια γραπτή συμφωνία μπορεί επίσης να χρησιμεύση και ως βοήθημα για να προσέχη κανείς τη νουθεσία της Γραφής: «Εις μηδένα μη οφείλετε μηδέν ειμή το να αγαπάτε αλλήλους.» (Ρωμ. 13:8) Προφανώς, αν ένα άτομο από απροσεξία λησμόνησε κάποια υποχρέωσι, δεν θα αισθάνεται την ανάγκη να την εκπλήρωση. Και η από αμέλεια παράλειψις θα μπορούσε να τον οδηγήση σε δυσάρεστα αισθήματα, ιδιαίτερα όταν το έτερο μέρος της συμφωνίας αρχίση να νομίζη ότι ο Χριστιανός αδελφός του ήταν ιδιοτελής και αναξιόπιστος.
Ένας άλλος παράγων που κάνει σκόπιμες τις γραπτές συμφωνίες είναι η αβεβαιότης της ανθρώπινης ζωής, όπως παρατήρησε ο σοφός συγγραφεύς του Εκκλησιαστού: «Καιρός και περίστασις συναντά εις πάντας αυτούς.» (Εκκλησ. 9:11) Είναι πράγματι συνετό πράγμα να υπάρχη μια γραπτή συμφωνία ώστε, στην ανάγκη, να μπορή κανείς ν’ αποδεικνύη ότι δικαιούται να πληρωθή ή να του παρασχεθούν υπηρεσίες αντί να υποστή μια σοβαρή ζημία, διότι δεν υπάρχουν ζώντες μάρτυρες για να πιστοποιήσουν την απαίτησί του.
Οι Γραφές θετικά επιδοκιμάζουν την εκτέλεσι γραπτών συμφωνιών. Λόγου χάριν, ο προφήτης του Ιεχωβά Ιερεμίας, με θεία καθοδηγία, αγόρασε έναν αγρό από τον υιόν του εκ πατρός θείου του. Το χρήμα για την αγορά ζυγίσθηκε ενώπιον μαρτύρων. Όταν πληρώθηκε το χρήμα, συνετάχθησαν δύο έγγραφα, προφανώς όμοια σύμφωνα με τις υπάρχουσες νομικές διατάξεις. Το ένα έγγραφο αφέθη ανοικτό προφανώς για να το συμβουλεύονται ευχερώς τα ενδιαφερόμενα μέρη. Το άλλο έγγραφο υπεγράφη από μάρτυρας και σφραγίσθηκε. Συνεπώς, αν η αυθεντικότης του ασφράγιστου εγγράφου αμφισβητείτο ποτέ, το σφραγισμένο έγγραφο μπορούσε να ανοιχθή και να παραβληθή με το ασφράγιστο. Όλη αυτή η συναλλαγή ήταν δημόσια, και έγινε «έμπροσθεν πάντων των Ιουδαίων των καθήμενων εν τη αυλή της φρουράς.» Και τα δυο έγγραφα ετίθεντο κατόπιν μέσα σ’ ένα «αγγείον πήλινον» για φύλαξι. (Ιερ. 32:6-14) Έτσι, ύστερ’ από χρόνια θα υπήρχε απόδειξις ότι τα πάντα είχαν διεξαχθή όπως έπρεπε.
Ώστε, αντί να παρέχεται ένδειξις ελλείψεως εμπιστοσύνης, η σύνταξις γραπτών συμφωνιών μπορεί ν’ αποτελή ένδειξι ειλικρινούς επιθυμίας για την εκτέλεσι των υποχρεώσεων ενός ατόμου.