Η Επί του Όρους Ομιλία—Η Παρατεταμένη Οργή Μπορεί ν’ Αποβή Θανατηφόρος
Ο ΙΗΣΟΥΣ αφού εδήλωσε ότι δεν ήλθε για να καταστρέψη τον νόμο του Θεού, αλλά για να τον εκπληρώση, συσχέτισε την παρατεταμένη οργή με φόνο. Άρχισε λέγοντας τα εξής: «Ηκούσατε ότι ερρέθη εις τους αρχαίους, Μη φονεύσης· όστις δε φονεύση, θέλει είσθαι ένοχος εις την κρίσιν.»—Ματθ. 5:21.
Η φράσις «Ηκούσατε ότι ερρέθη» μπορεί ν’ αναφερθή και σε πράγματα που περιείχοντο στις θεόπνευστες Εβραϊκές Γραφές και στις διδασκαλίες της Ιουδαϊκής παραδόσεως. (Ματθ. 5:21, 27, 33, 38, 43· Ιωάν. 12:34) Ένας νόμος που δήλωνε ότι ο φόνος ήταν έγκλημα που συνεπάγετο θάνατο ήταν πράγματι γνωστός ‘εις τους αρχαίους,’ δηλαδή σε άτομα που ζούσαν σε γενεές πριν από τις ημέρες του Ιησού. Στην πραγματικότητα, αυτός ο νόμος μπορεί ν’ ανάγεται στις ημέρες του Νώε.—Γέν. 9:5, 6· Έξοδ. 20:13· 21:12· Λευιτ. 24:17.
Το ότι θα ήταν κανείς «ένοχος εις την κρίσιν» εσήμαινε ότι θα κατεδικάζετο από ένα από τα «τοπικά δικαστήρια» (συνέδρια) που ευρίσκοντο σ’ όλη τη γη της Παλαιστίνης. (Ματθ. 10:17· Δευτ. 16:18) Η Ιουδαϊκή παράδοσις λέγει ότι ο αριθμός των κριτών σ’ αυτά τα δικαστήρια ήταν 23 σε πόλεις που είχαν πληθυσμό ενηλίκων αρρένων 120 ατόμων ή και περισσότερο.a Οι αποδεδειγμένοι φονείς υφίσταντο τη θανατική ποινή. Στις ημέρες του Ιησού, όμως, τα Ιουδαϊκά δικαστήρια έπρεπε να εξουσιοδοτηθούν από τους Ρωμαίους επισήμους για να επιβάλουν τη θανατική καταδίκη.—Ιωάν. 18:31.
Ο Ιησούς τόνισε ότι ο Θεός μπορεί να θεωρήση κάποιον άξιο θανατικής καταδίκης, ακόμη κι αν δεν έχη διαπράξει στην πραγματικότητα φόνο. Μιλώντας με εξουσία σαν κάποιος που είχε σταλή απ’ ευθείας από τον Θεό, ο Ιησούς δήλωσε: «Εγώ όμως σας λέγω ότι πας ο οργιζόμενος αναιτίως κατά του αδελφού αυτού θέλει είσθαι ένοχος εις την κρίσιν.»—Ματθ. 5:22α.
«Πας ο οργιζόμενος . . . κατά του αδελφού αυτού,» σύμφωνα με τον Ιησού, είναι ένοχος ενώπιον του Θεού τόσο όσο κι εκείνος που έχει διαπράξει φόνο. Αυτό συμβαίνει επειδή το να επιτρέπη κάποιος στην οργή να υποβόσκη στο στήθος του, σημαίνει στην πραγματικότητα ότι μισεί τον αδελφό του και «πας όστις μισεί τον αδελφόν αυτού είναι ανθρωποκτόνος.» (1 Ιωάν. 3:15) Μολονότι μπορεί μερικά άτομα να θυμώσουν ή να οργισθούν δικαιολογημένα σε μια περίπτωσι, η παρατεταμένη οργή ενός εναντίον του αδελφού του ή άλλου ανθρώπου μπορεί να είναι θανατηφόρος και για τους δύο.—Μάρκ. 3:5· Εφεσ. 4:26· Ιακ. 1:19, 20.
«Όστις είπη τις τον αδελφόν αυτού Ρακά (ανέκφραστη λέξι περιφρονήσεως, ΜΝΚ),» συνέχισε ο Ιησούς, «θέλει είσθαι ένοχος εις το συνέδριον.» (Ματθ. 5:22β) Η λέξις Ρακά προέρχεται από την Εβραϊκή και σημαίνει «με άδειο κεφάλι,» «χονδροκέφαλος,» «βλάκας.» Πώς βλέπει ο Θεός το άτομο, που όχι μόνο υποθάλπει δολοφονικό μίσος και θυμό στην καρδιά του, αλλά ξεσπά σε αξιοκαταφρόνητη ομιλία;
Σύμφωνα με τον Ιησού, ένα τέτοιο άτομο φέρει ενοχή όμοια με το άτομο που εδικάζετο και κατεδικάζετο εις θάνατο από το Ιουδαϊκό «συνέδριον.» Αυτό ήταν το κύριο Σάνχεδριν στην Ιερουσαλήμ, το οποίο αποτελείτο από «αρχιερείς [εκείνους που επέβλεπαν τις ιερατικές λειτουργίες στον ναό] μετά των πρεσβυτέρων και γραμματέων.» (Μάρκ. 15:1) Αυτό το νομοθετικό σώμα, το οποίο όπως αναφέρεται αριθμούσε 71 κριτάς, εχειρίζετο μόνο υποθέσεις εξαιρετικής σοβαρότητος ή με πολύπλοκο περιεχόμενο και επίσης εφέσεις από κατώτερα δικαστήρια.b
Ο Ιησούς προχώρησε ακόμη περισσότερο, λέγοντας: «Όστις δε είπη Μωρέ, θέλει είσθαι ένοχος εις την γέενναν του πυρός.» (Ματθ. 5:22γ) Η λέξις μωρός σημαίνει «ευκαταφρόνητος ανόητος.» Μια ομόηχη Εβραϊκή λέξις (μωρέχ) σημαίνει «επαναστάτης,» «στασιαστής.» Μολονότι η λέξις ρακά υπονοεί διανοητική ανοησία, η λέξις μωρέ χαρακτηρίζει κάποιον ως ηθικώς ανάξιο, ένα αποστάτη και στασιαστή εναντίον του Θεού. Ο Τζων Λάιτφουτ, στο βιβλίο του Εβραϊκές και Ταλμουδικές Ασκήσεις, τονίζει: «Η λέξις ‘Ρακά’ υπονοεί στην πραγματικότητα ‘στρυφνότητα και ελαφρότητα τρόπων και ζωής:’ αλλά η λέξις ‘μωρός’ χαρακτηρίζει με δριμύ τρόπο την πνευματική και αιώνια κατάστασι, και καταδικάζει ένα άτομο σε κάποια καταστροφή.»
Εκείνοι που θα εφέροντο μ’ αυτό τον τρόπο στους συνανθρώπους των θα ήσαν ‘ένοχοι στη γέεννα του πυρός.’ Εδώ ο Ιησούς ανεφέρετο στην Κοιλάδα του Εννώμ (στην Εβραϊκή Γκέι Χιννόμ) κοντά στην Ιερουσαλήμ, η οποία είχε γίνει σκουπιδότοπος, όπου συνεχώς έκαιγε φωτιά για να καταναλώνωνται τα απορρίμματα και τα πτώματα που ερρίπτοντο εκεί. Σύμφωνα με το Ελληνικό Λεξικό υπό Λίντελλ και Σκοττ, σ’ εκείνη την κοιλάδα «εκαίοντο τα πτώματα των χειροτέρων κακούργων.» Αν οι φωτιές της Γεέννης δεν κατηνάλωναν τελείως αυτά τα πτώματα, τα σκουλήκια που αφθονούσαν εκεί θα ετελείωναν το έργο αυτό.—Ησ. 66:24· Μάρκ. 9:47, 48.
Ο Ιησούς χρησιμοποίησε τη γέεννα ως ένα κατάλληλο σύμβολο αιωνίας καταστροφής. Επειδή ένα άτομο που θα εχαρακτήριζε κάποιον άλλο «ευκαταφρόνητο ανόητο» άξιο της γεέννης, θα επιθυμούσε αιώνια καταστροφή γι’ αυτό το άτομο, από την άποψι του Θεού εκείνος που θα εξέφερε αυτή την καταδίκη θα έφερνε αυτή την ποινή επάνω του.—Παράβαλε με Δευτερονόμιον 19:17-19.
[Υποσημειώσεις]
a Ο Ιώσηπος δηλώνει ότι τα τοπικά δικαστήρια είχαν μόνο επτά κριτάς· κάθε κριτής, όμως, είχε δύο Λευίτες ως βοηθούς.—Αρχαιότητες των Ιουδαίων, Βιβλίον IV, Κεφάλαιο VIII, τμήμα 14.
b Το Θεολογικό Λεξικό της Καινής Διαθήκης λέγει σχετικά με το κύριο Σάνχεδριν στην Ιερουσαλήμ: «Στην κεφαλή του σώματος, το οποίο συγκαλείτο στο μπούλη (αίθουσα συμβουλίου) . . . ευρίσκετο ο κύριος αρχιερεύς. Ήταν ο ηγέτης του Ιουδαϊκού λαού· μόνον αυτός μπορούσε να προεδρεύη στο Σάνχεδριν. Γύρω του ευρίσκοντο οι αρχιερείς, η ιερατική αριστοκρατία, Σαδδουκαίοι κατά προτίμησιν. Λόγω του αξιώματός των, οι αρχιερείς στον ναό είχαν μια έδρα και ψήφο στο Σάνχεδριν και σχημάτιζαν μια σταθερή φατρία. Οι πρεσβύτεροι αποτελούσαν τη δευτέρα ομάδα. Είναι αλήθεια ότι αρχικώς όλα τα μέλη της γερουσίας εκαλούντο πρεσβύτεροι. Τελικά, όμως, αυτός ο όρος απέκτησε μια πιο περιωρισμένη έννοια, έτσι ώστε μόνο οι ηγέται των οικογενειών επιρροής στην Ιερουσαλήμ εκαλούντο πρεσβύτεροι. Χωρίς εξαίρεσι, αυτοί οι πατρίκιοι, επίσης, ήσαν Σαδδουκαίοι κατά το θρήσκευμα. Οι Φαρισαίοι κατάφεραν να εισέλθουν στο Ανώτερο Συμβούλιο στις ημέρες της Βασιλίσσης Αλεξάνδρας [76-67 π.Χ.]. Από τότε, η δύναμις και η επιρροή των γραμματέων μεγάλωσε κατά πολύ στο Σάνχεδριν. Στη Ρωμαϊκή περίοδο οι αρχιερείς ήσαν ακόμη πρώτοι στο βαθμό αλλά, στην πραγματικότητα, δεν μπορούσαν να ληφθούν ούτε να εκτελεσθούν αποφάσεις χωρίς να συμφωνήσουν και οι Φαρισαϊκοί γραμματείς.»