Φιλόσοφοι της Αρχαίας Αθήνας—Στωικοί και Επικούριοι
ΜΕΡΟΣ II
Στο σύντομο αυτό άρθρο παρέχονται ορισμένες πληροφορίες για τις δυο πιο σημαντικές φιλοσοφικές τάσεις που απασχόλησαν τους αρχαίους Αθηναίους και έχουν μέχρι τη σημερινή εποχή απασχολήσει την παγκόσμια φιλοσοφική διανόηση.
ΕΠΙΚΟΥΡΙΟΙ:
Οι οπαδοί του Έλληνα φιλόσοφου Επίκουρου. (341 [ή 342]-270 π.Χ.)
Η φιλοσοφία που προήλθε από τον Επίκουρο είχε ακμάσει για εφτά αιώνες. Συγκεντρωνόταν στην ιδέα ότι η τέρψη του ατόμου ήταν το μόνο ή κύριο αγαθό της ζωής. Γι’ αυτό, ο Επίκουρος συνηγορούσε στο να ζει κανείς με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκομίζει τη μεγαλύτερη τέρψη στη διάρκεια της ζωής του, κάνοντας όμως αυτό με μετριοπάθεια για να αποφεύγει τα παθήματα που συμβαίνουν από τις καταχρήσεις αυτών των τέρψεων. Αλλά η έμφαση δινόταν στις απολαύσεις της διάνοιας μάλλον παρά στις φυσικές απολαύσεις. Επομένως, σύμφωνα με τον Επίκουρο, εκείνος με τον οποίο συντρώγει κανείς είναι πιο μεγάλης σπουδαιότητας παρά εκείνο που τρώγει. Οι μη αναγκαίες επιθυμίες και ιδιαίτερα εκείνες που γίνονται τεχνητά, έπρεπε να καταπνίγονται. Επειδή η μάθηση, η παιδεία και ο πολιτισμός, καθώς και η ανάμιξη σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα θα μπορούσαν να δώσουν αφορμή σε επιθυμίες που δύσκολα ικανοποιούνται και συνεπώς καταλήγουν σε διαταραχή της διανοητικής ειρήνης, αποθαρρύνονταν. Η γνώση επιδιωκόταν μόνο για απαλλαγή από θρησκευτικούς φόβους και δεισιδαιμονίες, και οι δύο πρώτιστοι φόβοι που έπρεπε να εξαλειφθούν ήταν ο φόβος των θεών και του θανάτου. Ο Επίκουρος, θεωρώντας τον γάμο και τα επακόλουθά του σαν μια απειλή ενάντια στην ειρήνη της διάνοιας, έζησε άγαμο βίο, αλλά δεν επέβαλε αυτόν τον περιορισμό στους ακολούθους του.
Η φιλοσοφία χαρακτηριζόταν από πλήρη απουσία αρχών. Η παρανομία αντιδιδασκόταν απλώς εξαιτίας της αισχύνης που συνδεόταν με την ανακάλυψη και την ποινή που θα μπορούσε να φέρει. Το να ζει κάποιος με το φόβο ότι θα τον ανακαλύψουν ή ότι θα τον τιμωρήσουν θα αφαιρούσε την απόλαυση και αυτό καθιστούσε άσκοπη και την κρυφή αδικοπραγία ακόμη. Για τους Επικούριους, η ίδια η αρετή δεν είχε αξία, και τότε μόνο ήταν ωφέλιμη όταν χρησίμευε σαν ένα μέσο απόκτησης ευτυχίας. Η αμοιβαιότητα συνιστούνταν, όχι γιατί ήταν δίκαιη και ευγενική, αλλ’ επειδή άμειβε. Οι φιλίες στηρίζονταν πάνω στην ίδια ιδιοτελή βάση, δηλαδή, στην απόλαυση που έφερνε στον κάτοχο. Μολονότι η επιδίωξη των απολαύσεων αποτελούσε το επίκεντρο της φιλοσοφίας, παράδοξα ο Επίκουρος θεωρούσε τη ζωή σαν ένα «πικρό δώρο».
Οι Επικούριοι πίστευαν στην ύπαρξη θεοτήτων αλλά ότι αυτές οι θεότητες ακριβώς όπως και όλα τα άλλα, αποτελούνταν από άτομα, λεπτότερης, όμως, υφής. Οι θεοί, θεωρούνταν ότι ήταν πολύ μακριά από τη γη και δεν ενδιαφέρονταν για ό,τι έκανε ο άνθρωπος, και γι’ αυτό δεν ήταν ωφέλιμη μια προσευχή ή μια θυσία σ’ αυτούς. Πίστευαν ότι οι θεοί δεν δημιούργησαν το σύμπαν, ούτε επέβαλλαν ποινές ή απέδιδαν ευλογίες σε οποιονδήποτε, αλλ’ ήταν υπέρμετρα ευτυχείς, κι αυτός ήταν ο σκοπός των προσπαθειών στη διάρκεια της ζωής. Εντούτοις, οι Επικούριοι ισχυρίζονταν ότι οι θεοί δεν ήταν σε θέση να βοηθήσουν κανένα σ’ αυτό, ότι η ζωή ήρθε σε ύπαρξη τυχαία μέσα σ’ ένα μηχανικό σύμπαν, και ότι ο θάνατος τερματίζει τα πάντα, ελευθερώνοντας το άτομο από τον εφιάλτη της ζωής. Μολονότι πιστευόταν ότι ο άνθρωπος έχει ψυχή, η ψυχή θεωρούνταν σαν να αποτελείται από άτομα που διαλύονταν στο θάνατο του σώματος, ακριβώς όπως χύνεται το νερό από μια στάμνα που σπάει.
Στο φως των παραπάνω, μπορεί καλά να εκτιμηθεί ο λόγος για τον οποίο οι Επικούριοι φιλόσοφοι ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους που είχαν αρχίσει φιλόνικες συζητήσεις με τον Παύλο στην αγορά της Αθήνας και που είπαν: «Τι θέλει τάχα ο σπερμολόγος ούτος να είπη; . . . Ξένων θεών κήρυξ φαίνεται ότι είναι». (Πράξεις 17:17, 18) Η φιλοσοφία λοιπόν των Επικούριων, με την ιδέα της, δηλαδή: «Ας φάγωμεν και ας πίωμεν, διότι αύριον αποθνήσκομεν», απαρνιόταν την ελπίδα της ανάστασης, που διδασκόταν από τους Χριστιανούς στη διακονία τους. (1 Κορινθίους 15:32) Μολονότι ο Επικουρισμός δεν υπάρχει πια σαν κίνηση, πολλές από τις δοξασίες του εκφράζονται στη θρησκευτική σκέψη και στις φιλοσοφίες ακόμη και των σημερινών ανθρώπων. Αποδείξεις αυτών βλέπουμε στους συλλογισμούς των Δεϊστών, που πιστεύουν ότι Θεός υπάρχει, αλλά έχει παραμείνει αδιάφορος προς τη δημιουργία του. Επίσης, ο υλισμός και η ατέλειωτη αναζήτηση απολαύσεων, είναι γεμάτος με αυτό το πνεύμα του Επικουρισμού. Επιπλέον, η ιδέα ότι «Ο Θεός είναι νεκρός» και μέχρι τώρα απομακρυσμένος από το ανθρώπινο γένος και ανίκανος να το βοηθήσει, αντανακλά τις δοξασίες του Επίκουρου.