Ρουάντα
Η ΡΟΥΑΝΤΑ, γνωστή ως «η Χώρα των Χιλίων Λόφων», είναι μια από τις μικρότερες αλλά και ομορφότερες χώρες της Αφρικής. Στολίζεται από βουνά, δάση, λίμνες, καταρράκτες και μια ατέλειωτη ποικιλία φυτών και ζώων. Στην ορεινή περιοχή, που συνορεύει στα δυτικά με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκόa και στα βόρεια με την Ουγκάντα, δεσπόζουν τα όρη Βιρούνγκα, με ψηλότερο το Καρισίμπι, ένα αδρανές ηφαίστειο, περίπου 4.480 μέτρων. Η κορυφή του ντύνεται συχνά στα λευκά από τις χαλαζοθύελλες ενώ οι χαμηλότερες πλαγιές της οροσειράς καλύπτονται από μπαμπού και βροχερά δάση. Στο καταπράσινο αυτό περιβάλλον μπορεί να δει κανείς το χρυσό κερκοπίθηκο—είδος υπό εξαφάνιση—να αιωρείται με χάρη από τα κλαδιά, καθώς και έναν από τους πολυτιμότερους θησαυρούς της Ρουάντας, τον ορεινό γορίλα.
Η οργιώδης βλάστηση και τα εξωτικά φυτά φτάνουν μέχρι τις όχθες της λίμνης Κίβου και το Δάσος Νιούνγκουε, στο οποίο υπάρχουν χιμπατζήδες, ασπρόμαυροι κολοβοί πίθηκοι και περισσότερα από 70 άλλα θηλαστικά. Αυτή την προστατευόμενη περιοχή ομορφαίνουν ακόμη περισσότερο 270 περίπου είδη δέντρων, σχεδόν 300 είδη πουλιών και αμέτρητες πεταλούδες και ορχιδέες.
Από την καρδιά του Δάσους Νιούνγκουε πηγάζει ένα ρυάκι το οποίο κυλάει προς τα ανατολικά. Στην πορεία ενώνεται με άλλα ρεύματα και ποτάμια καταλήγοντας στη λίμνη Βικτόρια. Από εκεί, το νερό κατηφορίζει απότομα αποκτώντας όλο και μεγαλύτερο όγκο και ορμή καθώς κατευθύνεται βόρεια, περνώντας μέσα από το Σουδάν και αφήνοντας πίσω του την Αιθιοπία. Το μακρύ του ταξίδι συνεχίζεται μέχρι την Αίγυπτο και τελειώνει στη Μεσόγειο. Από το ταπεινό του ξεκίνημα στους δασοσκέπαστους λόφους της κεντρικής Αφρικής, αυτός ο ποταμός, ο Νείλος, καλύπτει απόσταση 6.825 χιλιομέτρων και είναι από τους μεγαλύτερους της γης.
ΤΑΡΑΧΩΔΕΙΣ ΚΑΙΡΟΙ
Δυστυχώς, όμως, αυτή η μικροσκοπική χώρα έχει βιώσει σκηνές αποτρόπαιης βίας. Εκατοντάδες χιλιάδες άντρες, γυναίκες και παιδιά έπεσαν θύματα άγριας σφαγής σε μια από τις χειρότερες γενοκτονίες της σύγχρονης ιστορίας. Καθώς οι φρικιαστικές εικόνες από αυτό το απίστευτο μακελειό έκαναν το γύρο του κόσμου, πολλοί συγκλονίστηκαν από την απανθρωπιά που μπορεί να δείξει ο άνθρωπος στο συνάνθρωπό του.—Εκκλ. 8:9.
Πώς τα έβγαλαν πέρα οι πιστοί υπηρέτες του Ιεχωβά σε εκείνη τη φοβερή εποχή και στα χρόνια που ακολούθησαν; Όπως το ασήμαντο ρυάκι που πηγάζει από το Δάσος Νιούνγκουε υπερνικάει όλα τα εμπόδια, επιβιώνει από τον καυτό αφρικανικό ήλιο και γίνεται ισχυρός ποταμός, έτσι και οι δούλοι του Ιεχωβά στη Ρουάντα έμειναν ακλόνητοι στην υπηρεσία του Θεού. Έχοντας υπομείνει σφοδρό διωγμό και τρομερές δυσκολίες, έγιναν πηγή δύναμης και ενθάρρυνσης για τους αδελφούς τους παγκόσμια. Οι συγκινητικές αφηγήσεις αγάπης, πίστης και οσιότητας που θα διαβάσετε στην ιστορία της Ρουάντας θα μιλήσουν στην καρδιά σας. Πιστεύουμε ότι θα σας βοηθήσουν να εκτιμήσετε ακόμη περισσότερο τη σχέση σας με τον Ιεχωβά και να αναπτύξετε βαθύτερη αγάπη για τη Χριστιανική αδελφότητα.
ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΧΤΙΔΕΣ ΦΩΤΟΣ
Το Βιβλίο Έτους των Μαρτύρων του Ιεχωβά 1971 αναφέρει την πρώτη έκθεση για το κήρυγμα στη Ρουάντα: «Το Μάρτιο [του 1970], πήγαν στη Ρουάντα δύο ειδικοί σκαπανείς και άρχισαν το έργο στην πρωτεύουσα, το Κιγκάλι. Οι άνθρωποι είναι φιλικοί και ανταποκρίνονται στο άγγελμα, μάλιστα ένας ενδιαφερόμενος έχει ήδη αρχίσει να κηρύττει. Οι σκαπανείς έχουν ξεκινήσει δέκα μελέτες με κάποιους από τους λίγους κατοίκους που μιλούν σουαχίλι. Τώρα, προσπαθούν σκληρά να μάθουν την κινιαρουάντα για να δώσουν μαρτυρία σε περισσότερους ανθρώπους».
Εκείνοι οι δύο ειδικοί σκαπανείς ήταν ο Όντεν Μογουαϊσόουμπα και η σύζυγός του, Άνια, από την Τανζανία. Επειδή στην αρχή δεν ήξεραν την τοπική γλώσσα, την κινιαρουάντα, επισκέπτονταν μόνο όσους μιλούσαν σουαχίλι, πολλοί από τους οποίους είχαν έρθει από το Κονγκό ή την Τανζανία. Το Φεβρουάριο του 1971, έδιναν ήδη έκθεση έργου τέσσερις ευαγγελιζόμενοι. Ωστόσο, δεν υπήρχαν ακόμη έντυπα στην κινιαρουάντα, και το πρόβλημα της γλώσσας καθυστερούσε την αύξηση.
Ο Στάνλεϊ Μακούμπα, ένας άφοβος επίσκοπος περιοχής που υπηρετούσε στην Κένυα, επισκέφτηκε για πρώτη φορά τη Ρουάντα το 1974. Ο ίδιος θυμάται: «Από τα σύνορα της Ουγκάντας με τη Ρουάντα έφευγαν λίγα λεωφορεία για το Ρουχενγκέρι της Ρουάντας. Έτσι λοιπόν, χρειάστηκε να στριμωχτώ στην καρότσα ενός φορτηγού όρθιος και χωρίς να μπορώ καθόλου να κουνηθώ. Η γυναίκα μου κάθησε μπροστά με τον οδηγό. Όταν φτάσαμε, τρόμαξε να με γνωρίσει από τη σκόνη που είχε κολλήσει στο πρόσωπο και στα μαλλιά μου. Το ταξίδι ήταν τόσο κουραστικό που με έπιασε φοβερός πόνος στη μέση. Την υπόλοιπη εβδομάδα, που θα ολοκληρωνόταν με μια μικρή συνέλευση περιοχής, αναγκάστηκα να κάνω τις ομιλίες μου καθιστός. Όσο για τις επισκέψεις στους αδελφούς, ήταν αδύνατον να τους πω πότε θα φτάναμε επειδή δεν ξέραμε τι μεταφορικό μέσο θα βρίσκαμε!»
ΕΝΑΣ ΡΟΥΑΝΤΑΝΟΣ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ
Στο μεταξύ, ένας αδελφός που καταγόταν από τη Ρουάντα, ο Γκασπάρ Ρουακαμπούμπου, εργαζόταν ως μηχανικός στα ορυχεία χαλκού του Κονγκό. Αυτός αφηγείται: «Το 1974, παρακολούθησα τη Σχολή Διακονίας της Βασιλείας στο Κολουέζι. Ένας από τους εκπαιδευτές, ο Μάικλ Πότιτζ, είπε ότι το γραφείο τμήματος στην Κινσάσα ήθελε να μάθει αν κάποιος πρεσβύτερος που καταγόταν από τη Ρουάντα θα ήταν πρόθυμος να επιστρέψει για να βοηθήσει στο έργο. Θα ήμουν πρόθυμος να πάω εγώ; Του είπα ότι θα το συζητούσα με τη γυναίκα μου, τη Μέλανι.
»Μερικές μέρες νωρίτερα, το αφεντικό μου μού είχε προτείνει να πάω στη Γερμανία για εκπαίδευση. Ήμουν καλός στη δουλειά και κάθε τόσο ο μισθός μου αυξανόταν. Ωστόσο, μέσα σε λίγες μέρες είχαμε πάρει τις αποφάσεις μας. Είπα στον αδελφό Πότιτζ ότι θα δεχόμασταν την πρόσκληση να γυρίσουμε στη Ρουάντα. Το αφεντικό μου δεν μπορούσε να καταλάβει την απόφασή μας. “Μα καλά, εδώ δεν είσαι Μάρτυρας του Ιεχωβά;” με ρώτησε. “Γιατί πρέπει να γυρίσεις στη Ρουάντα;” Ακόμη και κάποιοι καλοπροαίρετοι αδελφοί προσπάθησαν να με μεταπείσουν: “Πού θα πας με τέσσερα παιδιά; Διάβασε τα εδάφια Λουκάς 14:28-30 και ξανασκέψου το”. Παρ’ όλα αυτά, εμείς δεν κάναμε πίσω.
»Το αφεντικό μου πλήρωσε όλα τα αεροπορικά μας εισιτήρια για να επιστρέψουμε στη Ρουάντα. Όταν φτάσαμε στο Κιγκάλι, το Μάιο του 1975, νοικιάσαμε ένα πλινθόκτιστο σπίτι με χωματένιο δάπεδο—εντελώς διαφορετικό από το άνετο σπίτι που μας παραχωρούσε μέχρι τότε η εταιρία. Ήμασταν όμως προετοιμασμένοι και αποφασισμένοι να τα καταφέρουμε».
Οι ειδικοί σκαπανείς που είχαν έρθει από άλλες χώρες μιλούσαν σουαχίλι για να συνεννοούνται με τους ανθρώπους. Πολλοί λοιπόν νόμιζαν ότι είχαν έρθει για να διδάξουν τη γλώσσα. Άλλαξαν άποψη, όμως, όταν ήρθε ο Γκασπάρ με την οικογένειά του επειδή αυτοί δίδασκαν την αλήθεια της Βασιλείας χρησιμοποιώντας τη Γραφή στη γλώσσα κινιαρουάντα.
Επιπρόσθετα, ο αδελφός Ρουακαμπούμπου μετέφρασε το βιβλιάριο 32 σελίδων «Τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας», το οποίο κυκλοφόρησε στην κινιαρουάντα το 1976 και έγινε πολύ γνωστό. Οι άνθρωποι το διάβαζαν στα λεωφορεία και στους δρόμους και, επειδή περιείχε το όνομα Ιεχωβά, έδινε το έναυσμα για πολλές συζητήσεις.
ΝΤΟΠΙΟΙ ΓΝΩΡΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ
Εκείνον τον καιρό, υπήρχαν στη χώρα 11 μόνο ευαγγελιζόμενοι, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν ήταν από τη Ρουάντα. Ένας από τους πρώτους ντόπιους που γνώρισαν την αλήθεια ήταν ο Ζιστέν Ρουαγκατόρε. Αυτός άρχισε να κάνει μελέτη με κάποιους ειδικούς σκαπανείς από την Τανζανία στη γλώσσα σουαχίλι, επειδή εκείνοι δεν μιλούσαν ούτε γαλλικά ούτε κινιαρουάντα. Ο Ζιστέν, ο οποίος ήταν άνθρωπος φιλικός και κοινωνικός, βαφτίστηκε το 1976 και έμενε στο Σάβε, όπου το 1900 ο βασιλιάς της Ρουάντας είχε δώσει για πρώτη φορά άδεια σε Καθολικούς ιεραποστόλους να ιδρύσουν ιεραποστολή. Ο ίδιος θυμάται πως, αν και οι άνθρωποι ήθελαν να μάθουν τι διδάσκει πράγματι η Γραφή, ο κλήρος είχε εχθρική στάση απέναντι στους Μάρτυρες και απαγόρευε στα ποίμνιά του να τους ακούν ή να δέχονται έντυπα.
Ένας ακόμη ντόπιος που γνώρισε τότε την αλήθεια ήταν ο Φερντινάν Μουγκαρούρα, που ξεχώριζε για την αποφασιστικότητά του. Το 1969, ενώ ζούσε στο ανατολικό Κονγκό, πήρε ένα αντίτυπο του βιβλίου Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή, στη σουαχίλι. Αργότερα, όταν έμαθε πού βρίσκονταν οι κοντινότεροι Μάρτυρες στην περιοχή του, περπατούσε κάθε Παρασκευή 80 χιλιόμετρα με άλλα δύο άτομα για να παρακολουθούν τις συναθροίσεις και να κάνουν τη μελέτη τους, και επέστρεφαν τη Δευτέρα. Ο Φερντινάν βαφτίστηκε το 1975, την ίδια μέρα με κάποιον στον οποίο έκανε μελέτη, και το 1977 διορίστηκε ειδικός σκαπανέας στη Ρουάντα. Ο ίδιος λέει ότι το προηγούμενο έτος είχε γίνει στο σπίτι του αδελφού Ρουακαμπούμπου μια συνέλευση περιοχής, στην οποία παρευρέθηκαν 34 άτομα και βαφτίστηκαν 3.
ΑΡΝΗΣΗ ΕΙΣΟΔΟΥ ΣΤΟΥΣ ΙΕΡΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ
Το Κυβερνών Σώμα, πάντα άγρυπνο ως προς τις ανάγκες του παγκόσμιου αγρού, είχε διορίσει στο παρελθόν ιεραποστόλους στη Ρουάντα. Το 1969, είχε ζητηθεί από τέσσερις αποφοίτους της 47ης τάξης της Βιβλικής Σχολής Γαλαάδ της Σκοπιάς να υπηρετήσουν εκεί.
Ο Νίκολας Φόουν θυμάται: «Στα τέλη του Ιανουαρίου, ο αδελφός Νορ έδωσε στην τάξη τους διορισμούς. Τον ακούσαμε να λέει στον Πολ και στη Μέριλιν Έβανς ότι διορίζονταν στη Ρουάντα. Κατόπιν είπε σε εμένα και στη σύζυγό μου: “Και εσείς θα πάτε μαζί τους!” Κατενθουσιαστήκαμε, και μετά τη συνάντηση τρέξαμε στη βιβλιοθήκη για να βρούμε τη Ρουάντα στο χάρτη. Αργότερα, ωστόσο, λάβαμε μια επιστολή που έλεγε ότι οι αδελφοί δεν είχαν καταφέρει να μας εξασφαλίσουν άδεια εισόδου στη χώρα. Στην αρχή απογοητευτήκαμε, αλλά έπειτα διοριστήκαμε με τον Πολ και τη Μέριλιν στο Κονγκό».
Το 1976, διορίστηκαν στη Ρουάντα δύο ζευγάρια από την 60ή τάξη της Γαλαάδ. Έχοντας πάρει άδεια να μπουν στη χώρα, νοίκιασαν ένα σπίτι και άρχισαν να κηρύττουν με θάρρος και να μαθαίνουν την κινιαρουάντα. Έπειτα από τρεις μήνες έληξε η βίζα τους και, επειδή η Υπηρεσία Αλλοδαπών αρνήθηκε να τους την ανανεώσει, διορίστηκαν στο Μπουκάβου, στο ανατολικό Κονγκό.
«ΗΤΑΝ ΑΚΟΥΡΑΣΤΟΙ»
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, οι ειδικοί σκαπανείς από την Τανζανία και το Κονγκό άρχισαν για διάφορους λόγους να φεύγουν από τη Ρουάντα. Στο μεταξύ, έγιναν σκαπανείς κάποιοι ντόπιοι αδελφοί και άρχισαν να επεκτείνουν το έργο σε όλη τη χώρα. Το 1978, μεταφράστηκε στην κινιαρουάντα το βιβλίο Αλήθεια και δύο φυλλάδια. Άρχισε επίσης να εκδίδεται ένα μηνιαίο τεύχος της Σκοπιάς. Αυτά τα έντυπα προώθησαν ακόμη περισσότερο το έργο. Αναφερόμενος σε εκείνη την εποχή, ο ιεραπόστολος Μάνφρεντ Τόνακ είπε για τους ντόπιους σκαπανείς: «Ήταν ακούραστοι και αφιέρωναν πολύ χρόνο στη διακονία. Οι καινούριοι ακολουθούσαν το παράδειγμά τους».
Ο Γκασπάρ Νιγιονγκίρα αφηγείται πώς εξαπλώνονταν τότε τα καλά νέα. «Τον καιρό που βαφτίστηκα, το 1978, ο κλήρος είχε αρχίσει να φοβάται βλέποντας πόσοι δέχονταν την αλήθεια. Εκατοντάδες άτομα παρακολουθούσαν τις συνελεύσεις μας. Όταν βγαίναμε για έργο, ήμασταν σαν σμήνος από ακρίδες! Περίπου 20 ευαγγελιζόμενοι ξεκινούσαν συχνά με τα πόδια από το κέντρο του Κιγκάλι για το Κανόμπε, 9 χιλιόμετρα μακριά, και έκαναν έργο σε όλη τη διαδρομή. Σταματούσαν το μεσημέρι για φαγητό, συνέχιζαν άλλα εφτά χιλιόμετρα μέχρι τη Μασάκα, και το βράδυ γύριζαν στο Κιγκάλι με το λεωφορείο. Παρόμοιες εκστρατείες έκαναν ομάδες ευαγγελιζομένων και σε άλλα μέρη της χώρας. Όπως ήταν φυσικό, αυτή η έντονη δραστηριότητα έδινε στους ανθρώπους την εντύπωση ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά ήταν χιλιάδες. Ως αποτέλεσμα, γίναμε στόχος κατηγοριών και οι αρχές αρνούνταν να μας χορηγήσουν νομική αναγνώριση».
Έχοντας μεγάλο ενθουσιασμό για την αλήθεια, οι αδελφοί στη Ρουάντα ήθελαν να νιώσουν τη χαρά της συναναστροφής με αδελφούς τους από άλλες χώρες. Έτσι λοιπόν, το Δεκέμβριο του 1978, 37 άτομα από τη Ρουάντα, ενήλικες και παιδιά, πήγαν μέσω Ουγκάντας στο Ναϊρόμπι της Κένυας—1.200 και πλέον χιλιόμετρα μακριά—για να παρακολουθήσουν τη Διεθνή Συνέλευση «Νικηφόρος Πίστις». Το ταξίδι είχε δυσκολίες. Τα μέσα μεταφοράς δεν ήταν αξιόπιστα και χαλούσαν συχνά. Επιπλέον, η πολιτική κατάσταση στην Ουγκάντα ήταν ασταθής. Όταν οι αδελφοί τελικά έφτασαν στα σύνορα με την Κένυα, η συνοριακή αστυνομία της Ουγκάντας τούς κατηγόρησε για κατασκοπεία, τους συνέλαβε και τους οδήγησε στο αρχηγείο του στρατού στην Καμπάλα. Εκεί τους ανέκρινε ο ίδιος ο Ίντι Αμίν, ο τότε πρόεδρος της Ουγκάντας. Ικανοποιημένος με τις απαντήσεις τους, έδωσε εντολή να αφεθούν ελεύθεροι. Αν και είχαν χάσει την πρώτη μέρα του προγράμματος, ένιωσαν απερίγραπτη χαρά βλέποντας την ειρήνη και την ενότητα των χιλιάδων αδελφών που είχαν έρθει από πολλές χώρες για τη συνέλευση.
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΕΣ ΓΙΑ ΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ
Οι Γραφικές αλήθειες και οι υψηλές ηθικές αρχές που δίδασκαν οι Μάρτυρες δεν άρεσαν σε όλους. Ιδιαίτερα ο κλήρος ανησύχησε καθώς έβλεπε ότι πολλοί ανταποκρίνονταν θετικά. Ο αδελφός Ρουακαμπούμπου θυμάται: «Πολλοί που ήταν πιστοί Καθολικοί, Προτεστάντες και Αντβεντιστές έστελναν στην εκκλησία τους επιστολή αποχώρησης. Κάποιος αδελφός έλεγε ότι το έργο κηρύγματος είχε βάλει φωτιά στο θρησκευτικό κατεστημένο. Ο αριθμός των παρευρισκομένων στις συναθροίσεις της Εκκλησίας Κιγκάλι σύντομα ξεπερνούσε τους 200. Στην αρχή, ο κλήρος δεν μας έδινε και τόση σημασία επειδή ήμασταν πολύ λίγοι. Καθώς αυξανόμασταν, όμως, μερικοί άρχισαν να λένε ότι είμαστε επικίνδυνοι για την πατρίδα. Αξιοσημείωτο είναι ότι, περίπου εκείνον τον καιρό, ο αρχιεπίσκοπος της Καθολικής Εκκλησίας στη Ρουάντα, ο Βενσάν Ενσενγκιγιούμβα, έγινε μέλος της κεντρικής επιτροπής του κυβερνώντος κόμματος.
»Λόγω της μεγάλης αύξησης, χρειαζόταν να έρθουν ιεραπόστολοι, να χτιστούν Αίθουσες Βασιλείας και να γίνουν μεγάλες συνελεύσεις. Για όλα αυτά έπρεπε να έχουμε νομική υπόσταση. Υπό την κατεύθυνση του γραφείου τμήματος της Κένυας, ένας Βέλγος αδελφός, ο Έρνεστ Χόις, ζήτησε νομική αναγνώριση από κάποιους υπουργούς, αλλά οι προσπάθειές του έπεσαν στο κενό. Κατόπιν, το 1982, το τμήμα της Κένυας μας συνέστησε να υποβάλουμε γραπτώς αίτηση προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και τον Υπουργό Εσωτερικών, την οποία υπέγραψα εγώ και δύο ειδικοί σκαπανείς. Ωστόσο, δεν πήραμε καμιά απάντηση».
Στο μεταξύ, η εναντίωση εντάθηκε. Ο Αντουάν Ρουγκουίζα, ένας ήρεμος και αξιοσέβαστος αδελφός, θυμάται ότι ο πρόεδρος διακήρυξε από το κρατικό ραδιόφωνο πως δεν επρόκειτο να ανεχτεί όσους πρόσβαλλαν «τις θρησκείες της Ρουάντας». Όλοι κατάλαβαν ότι εννοούσε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Λίγο αργότερα, απαγορεύτηκαν οι συναθροίσεις και άρχισαν να φουντώνουν οι φήμες ότι σύντομα θα ακολουθούσαν συλλήψεις. Η Ασφάλεια πήρε για ανάκριση τον αδελφό Ρουακαμπούμπου δύο φορές.
Το Νοέμβριο του 1982, στάλθηκε από το Ναϊρόμπι ο Κιάλα Μουάνγκο, μαζί με τη σύζυγό του την Ιλέιν, για να επιβλέψει τις συνελεύσεις περιοχής που θα γίνονταν στο Μπουτάρε, στην Γκιζένιε και στο Κιγκάλι. Εισηγητής σε εκείνες τις συνελεύσεις ήταν ο αδελφός Ρουακαμπούμπου. Προτού καλά καλά τελειώσει η συνέλευση στο Κιγκάλι, η Ασφάλεια τον πήρε και τρίτη φορά για ανάκριση. Αυτή τη φορά, όμως, ο αδελφός δεν επέστρεψε! Μέσα σε τέσσερις μέρες συνελήφθησαν επίσης οι δύο ειδικοί σκαπανείς που είχαν υπογράψει την αίτηση για νομική αναγνώριση. Και οι τρεις αδελφοί φυλακίστηκαν χωρίς να δικαστούν και χωρίς να μπορούν να προσφύγουν σε άλλα ένδικα μέσα. Ακολούθησαν και άλλες συλλήψεις, ενώ η Αίθουσα Βασιλείας σφραγίστηκε. Με επιστολή του Υπουργού Δικαιοσύνης προς τις περιφέρειες, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά τέθηκαν υπό απαγόρευση.
Τελικά, τον Οκτώβριο του 1983, οι τρεις αδελφοί που είχαν υπογράψει την αίτηση για νομική καταχώριση πέρασαν από δίκη, όπου κατηγορήθηκαν εντελώς αβάσιμα ότι παραπλανούσαν και εξαπατούσαν τους ανθρώπους. Χωρίς κανέναν μάρτυρα να καταθέσει εναντίον τους και χωρίς κανένα αποδεικτικό στοιχείο, καταδικάστηκαν σε δύο χρόνια φυλάκιση. Παρ’ όλο που αργότερα δόθηκε αμνηστία ακόμη και σε κάποιους που είχαν καταδικαστεί για φόνο, εκείνοι οι πιστοί αδελφοί παρέμειναν στη φυλακή. Στην Γκιζένιε, πέντε Μάρτυρες ήταν φυλακισμένοι σχεδόν δύο χρόνια χωρίς να τους έχει επιβληθεί ποινή ή να υπάρχει κάποια έγκυρη δικαστική απόφαση.
Η ΖΩΗ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ
Οι συνθήκες στη φυλακή ήταν άθλιες. Οι κρατούμενοι έτρωγαν μόνο κασσάβα και φασόλια—και αυτό μία φορά τη μέρα—ενώ κρέας μία φορά το μήνα. Τα κρεβάτια είχαν κοριούς, αλλά πολλοί κρατούμενοι κοιμούνταν στο πάτωμα επειδή η φυλακή ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Νερό για πλύσιμο υπήρχε ελάχιστο. Οι αδελφοί έμεναν στους ίδιους θαλάμους με βίαιους εγκληματίες, οι δε φύλακες ήταν συνήθως σκληροί, εκτός από έναν, τον Ζαν Φατάκι, ο οποίος ήταν καλός με τους αδελφούς. Αυτός δέχτηκε να κάνει Γραφική μελέτη, βαφτίστηκε και υπηρετεί πιστά μέχρι σήμερα ως σκαπανέας.
Ο αδελφός Ρουακαμπούμπου λέει: «Ενώ ήμασταν στη φυλακή, ήρθε να κάνει τη Λειτουργία ο αρχιεπίσκοπος. Είπε σε όσους την παρακολούθησαν να αποφεύγουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μερικοί Καθολικοί μάς ρώτησαν αργότερα γιατί το είπε αυτό, εφόσον διέκριναν ότι οι Μάρτυρες δεν ήταν επικίνδυνοι».
Εκείνο το διάστημα, ήρθαν στο Κιγκάλι ο Ροζέ και η Νοέλα Πουλς από το Βέλγιο. Ο Ροζέ είχε συμβόλαιο για να εργαστεί στη Ρουάντα. Επειδή οι τρεις αδελφοί που είχαν καταδικαστεί ήταν ακόμη στη φυλακή, ζήτησε ακρόαση από τον Υπουργό Δικαιοσύνης για να του εξηγήσει τα πιστεύω μας και να τον ρωτήσει ευγενικά γιατί η κυβέρνηση είχε αρνητική άποψη για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Ενώ του μιλούσε, ο υπουργός τον διέκοψε απότομα λέγοντας: «Αρκετά κ. Πουλς! Επιστρέφετε στις Βρυξέλλες με την επόμενη πτήση. Δεν είστε πλέον ευπρόσδεκτος στη χώρα!»
Εφόσον οι τρεις αδελφοί παρέμεναν ανυποχώρητοι και απτόητοι, δεν αποφυλακίστηκαν παρά μόνο αφού εξέτισαν τη διετή ποινή τους, αν και το δεύτερο χρόνο μεταφέρθηκαν σε μια πολύ καλύτερη φυλακή. Απελευθερώθηκαν το Νοέμβριο του 1984.
Ο ΔΙΩΓΜΟΣ ΕΝΤΕΙΝΕΤΑΙ
Η εναντίωση συνεχίστηκε. Κάποια ραδιοφωνική εκπομπή ανέφερε ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν είναι καλοί άνθρωποι και ότι είναι εξτρεμιστές. Μέχρι το Μάρτιο του 1986, οι συλλήψεις έδιναν και έπαιρναν σε όλη τη χώρα. Ένας από τους συλληφθέντες ήταν ο Ογκιστέν Μουράγι, ο οποίος λόγω της Χριστιανικής του ουδετερότητας έχασε τη θέση του γενικού διευθυντή στο Υπουργείο Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Ο αδελφός δέχτηκε επίθεση από τις εφημερίδες και ακόμη περισσότερο από το ραδιόφωνο.
Συνελήφθησαν και άλλοι αδελφοί και αδελφές, ακόμη και έγκυες με μικρά παιδιά. Προς το τέλος του 1986, μεταφέρθηκαν στις κεντρικές φυλακές του Κιγκάλι περιμένοντας να δικαστούν. Επειδή οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν έλεγαν πατριωτικά τραγούδια, δεν φορούσαν την κονκάρδα με τη φωτογραφία του προέδρου και δεν αγόραζαν την κάρτα του κόμματος, οι άνθρωποι συμπέραιναν εσφαλμένα ότι ήταν αντικαθεστωτικά και ανατρεπτικά στοιχεία.
Ο Φόκας Χακιζουμγουάμι λέει χαμογελώντας: «Μεταξύ των πρώτων που συνελήφθησαν ήταν και αδελφοί από την εκκλησία του Νιαμπισίντου. Εφόσον αργά ή γρήγορα θα ερχόταν και η δική μας σειρά, σκεφτήκαμε ότι ο τομέας μας δεν θα ήταν πια έξω από τη φυλακή αλλά μέσα. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να κάνουμε μια μεγάλη εκστρατεία κηρύγματος στον “έξω” τομέα μας. Πήγαμε στις αγορές και δώσαμε πολλά περιοδικά και βιβλία. Προσευχόμασταν στον Ιεχωβά να μας βοηθήσει να καλύψουμε ολόκληρο τον τομέα πριν μας βάλουν φυλακή. Ο Ιεχωβά πράγματι μας βοήθησε. Τον τελειώσαμε την 1η Οκτωβρίου 1985 και μπήκαμε φυλακή εφτά μέρες αργότερα».
Το επόμενο έτος, η Ασφάλεια συνέλαβε τον Παλατέν Ενσανζουργουίμο και τη σύζυγό του, τη Φατούμα. Αφού τους ανέκριναν επί οχτώ ώρες και έψαξαν εξονυχιστικά το σπίτι, τους οδήγησαν στη φυλακή μαζί με τα τρία παιδιά τους. Καθ’ οδόν, ο μικρός αδελφός του Παλατέν, ο οποίος τους ακολούθησε, ζήτησε να του δώσουν το πεντάχρονο αγοράκι και το τετράχρονο κοριτσάκι. Ο Παλατέν και η Φατούμα μπήκαν στη φυλακή με το μωρό, που ήταν 14 μηνών. Η Φατούμα μεταφέρθηκε αργότερα σε άλλη φυλακή, και πέρασαν εννιά μήνες μέχρι να αποφυλακιστεί.
Εκείνον τον καιρό, αποβλήθηκαν από το σχολείο τα τέσσερα παιδιά του Ζαν Τσιτέγια. Λίγες μέρες αργότερα, ο Ζαν μπήκε στο σπίτι του και το βρήκε άνω κάτω. Η αστυνομία είχε συλλάβει τη γυναίκα του αφήνοντας τα παιδιά μόνα τους στο σπίτι. Προτού περάσει καιρός, συνέλαβαν και τον ίδιο και τον φυλάκισαν στο Μπουτάρε, όπου βρίσκονταν η γυναίκα του και άλλοι αδελφοί. Αργότερα, όλοι οι κρατούμενοι μεταφέρθηκαν στις κεντρικές φυλακές του Κιγκάλι. Στο μεταξύ, τα παιδιά του αδελφού Τσιτέγια τα φρόντιζαν κάποιοι αδελφοί στο Κιγκάλι.
Ο αδελφός Τσιτέγια λέει: «Όταν στις κεντρικές φυλακές του Κιγκάλι έφταναν αδελφοί από τις άλλες φυλακές, χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον χαρούμενα λέγοντας “Κομέρα!” που σημαίνει “Δεν χάνουμε το ηθικό μας!” Ακούγοντάς το αυτό, κάποιος φύλακας είπε: “Δεν ξέρετε τι σας γίνεται! Μπορεί κάποιος στη φυλακή να έχει ψηλά το ηθικό;”»
Παρ’ όλα αυτά, οι ειλικρινείς άνθρωποι δεν αποθαρρύνονταν από τις συλλήψεις, και πολλές φορές ο διωγμός έφερνε θετικά αποτελέσματα. Ανάμεσα στα πολλά άτομα που συνελήφθησαν εκείνο το διάστημα ήταν και η Οντέτ Μουκαντεκέζι, μια πρόσχαρη και δραστήρια αδελφή. Η ίδια αφηγείται: «Την εποχή του διωγμού, οι συλλήψεις και οι ξυλοδαρμοί ήταν συχνό φαινόμενο. Μια μέρα συναντήσαμε στο δρόμο ένα κοριτσάκι, τη Ζοζεφίν, που έβοσκε αγελάδες. Είχε διαβάσει στη Γραφή ότι τους πρώτους Χριστιανούς τούς κακολογούσαν, τους δίωκαν, τους μαστίγωναν και τους έβαζαν φυλακή. Ξέροντας ότι οι Μάρτυρες διώκονταν, σκέφτηκε ότι αυτοί πρέπει να έχουν την αληθινή θρησκεία, και ζήτησε μελέτη. Σήμερα, είναι βαφτισμένη αδελφή».
Τον καιρό της απαγόρευσης, ο Γκασπάρ Νιγιονγκίρα ήταν οδηγός σε φορτηγό, και λόγω της δουλειάς του πήγαινε συχνά στο Ναϊρόμπι της Κένυας. Από εκεί έφερνε έντυπα κρυμμένα σε έναν ειδικό χώρο στον οποίο έμπαιναν μέχρι και έξι κιβώτια. Το ίδιο διάστημα, ο Ανρί Σενγιόνα, από τη δυτική Ουγκάντα, έφερνε περιοδικά στη Ρουάντα περνώντας τακτικά τα σύνορα με τη μηχανή.
Οι αδελφοί έπρεπε να συναθροίζονται λίγοι λίγοι, επειδή αν οι αρχές υποπτεύονταν ότι γινόταν κάπου συνάθροιση, έκαναν έρευνα. Ο αδελφός Νιγιονγκίρα λέει: «Είχα φτιάξει μια προέκταση στο σπίτι μου, όπου κάναμε τις συναθροίσεις κρυφά. Βάζαμε τα έντυπα σε σακούλες, τα θάβαμε στο έδαφος και ρίχναμε από πάνω κάρβουνα».
Όταν άρχισε το κύμα των συλλήψεων, ο Ζαν-Μαρί Μουτεζιντάρε—νεοβαφτισμένος τότε—κατάφερε να παρακολουθήσει την ειδική διεθνή συνέλευση «Διακράτηση Ακεραιότητας» στο Ναϊρόμπι, το Δεκέμβριο του 1985. Στο γυρισμό, αυτός και ο Ισαΐ Σιμπομάνα πήραν περιοδικά από τους αδελφούς στη δυτική Ουγκάντα, αλλά στα σύνορα οι τελωνειακοί τα βρήκαν. Τους πήραν λοιπόν με χειροπέδες για ανάκριση, και το βράδυ τούς έριξαν σε ένα κρύο κελί. Σύντομα βρέθηκαν στις κεντρικές φυλακές του Κιγκάλι, όπου συνάντησαν περίπου 140 φυλακισμένους αδελφούς και αδελφές. Πόσο χάρηκαν εκείνοι που άκουσαν από πρώτο χέρι όλα τα νέα της συνέλευσης! Πήραν θάρρος και ενισχύθηκαν πολύ.
Οι φυλακισμένοι αδελφοί συναθροίζονταν και έκαναν διευθετήσεις για οργανωμένη μαρτυρία. Εκτός από το κήρυγμα, μάθαιναν σε κάποιους συγκρατούμενούς τους ανάγνωση και γραφή και έκαναν μελέτες με ενδιαφερόμενα άτομα. Βοηθούσαν επίσης πολλούς καινούριους ευαγγελιζομένους να προετοιμαστούν για το βάφτισμα, μερικοί εκ των οποίων είχαν αρχίσει μελέτη πριν συλληφθούν ενώ άλλοι είχαν γνωρίσει την αλήθεια στη φυλακή.
«ΕΠΙΣΚΕΨΗ» ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ
Αναφερόμενος στις φυλακές του Κιγκάλι το 1986, ένας αδελφός λέει: «Ήμασταν πολλοί αδελφοί εκεί και κάναμε μια συνάθροιση για να συζητήσουμε πώς θα βοηθούσαμε τους αδελφούς που ήταν έξω. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να τους γράψουμε μια ενθαρρυντική επιστολή λέγοντάς τους ότι θα επιστρέφαμε όταν θα τελειώναμε τον τομέα μας στη φυλακή. Το έργο μας γινόταν “από κρεβάτι σε κρεβάτι”, και με ορισμένους μελετούσαμε κιόλας. Αργότερα, όταν ακούσαμε ότι τις εκκλησίες έξω τις επισκεπτόταν επίσκοπος περιοχής, θελήσαμε να επισκεφτεί και εμάς, και έτσι το θέσαμε ως ζήτημα προσευχής στον Ιεχωβά. Σε λίγο, ο αδελφός Ρουακαμπούμπου, ο επίσκοπος περιοχής, φυλακίστηκε δεύτερη φορά. Θεωρήσαμε ότι αυτό έγινε για να επισκεφτεί και εμάς».
Στη διάρκεια του διωγμού, μόνο ένας αδελφός συμβιβάστηκε. Βλέποντάς τον να φοράει την κονκάρδα του κόμματος, οι κρατούμενοι που δεν ήταν Μάρτυρες άρχισαν να τον χτυπάνε, να τον κλωτσάνε, και να τον βρίζουν φωνάζοντάς τον δειλό. Η γυναίκα του, η οποία έκανε μελέτη, τον ρωτούσε γιατί δεν έμεινε πιστός. Αργότερα, εκείνος έγραψε μια επιστολή στους δικαστές, στην οποία έλεγε ότι αυτό που είχε κάνει ήταν λάθος και ότι εξακολουθούσε να είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά. Μάλιστα έγραψε και στο γραφείο τμήματος στην Κένυα για να ζητήσει συγνώμη. Τώρα υπηρετεί τον Ιεχωβά πιστά.
ΤΟ ΕΡΓΟ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Όσοι δεν είχαν συλληφθεί συνέχισαν να κηρύττουν με αμείωτο ζήλο, κάνοντας κατά μέσο όρο 20 ώρες έργο το μήνα. Ένας από αυτούς, ο Αλφρέντ Σεμάλι, λέει: «Παρότι δεν φυλακίστηκα καθόλου, ήμουν προετοιμασμένος για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Επειδή είχαν σφραγίσει την Αίθουσα Βασιλείας, συναθροιζόμασταν λίγοι λίγοι και δεν πάψαμε να κηρύττουμε. Έβαζα περιοδικά σε έναν κίτρινο φάκελο και πήγαινα στην πόλη ψάχνοντας δήθεν για δουλειά. Εκεί αναζητούσα ευκαιρίες για να τα προσφέρω και να κάνω Γραφικές συζητήσεις.
»Το 1986, φυλακίστηκαν πολλοί αδελφοί και ενδιαφερόμενοι, μάλιστα και κάποιοι που είχαν μόλις αρχίσει μελέτη. Η ακλόνητη στάση τους, ακόμη και των καινούριων ατόμων, ήταν εντυπωσιακή. Στο μεταξύ, Μάρτυρες από πολλές χώρες έγραφαν στον πρόεδρο της Ρουάντας επιστολές διαμαρτυρίας για την άδικη μεταχείριση οι οποίες, όπως ακούγαμε από το ραδιόφωνο, κατέφθαναν κάθε μέρα κατά εκατοντάδες. Ως αποτέλεσμα, τον επόμενο χρόνο οι αδελφοί και οι ενδιαφερόμενοι αποφυλακίστηκαν με προεδρικό διάταγμα. Η χαρά μας ήταν απερίγραπτη». Μόλις οι αδελφοί αφέθηκαν ελεύθεροι, οι πρεσβύτεροι έκαναν διευθετήσεις να γίνει βάφτισμα στο Κιγκάλι, όπου και βαφτίστηκαν 36 άτομα. Οι 34 άρχισαν αμέσως βοηθητικό σκαπανικό!
Στη χειρότερη φάση του διωγμού το 1986, οι ευαγγελιζόμενοι ήταν κατά μέσο όρο 435—εκ των οποίων οι 140 περίπου βρίσκονταν στη φυλακή. Οι αδελφοί αυτοί σχημάτισαν τη ραχοκοκαλιά της οργάνωσης του Ιεχωβά στη Ρουάντα. Η πίστη τους ήταν “δοκιμασμένης ποιότητας”.—Ιακ. 1:3.
Τελικά, ύστερα από την ταραχώδη δεκαετία του 1980, οι εκκλησίες στη Ρουάντα μπήκαν σε περίοδο σχετικής ειρήνης και αύξησης. Αλλά τι επιφύλασσε το μέλλον; Και άλλα άτομα γνώρισαν την αλήθεια. Θα αποδείκνυαν και αυτοί επίσης ότι είχαν οικοδομηθεί με πυρίμαχα υλικά; (1 Κορ. 3:10-15) Θα άντεχε η πίστη τους στις δοκιμασίες που τους περίμεναν; Μονάχα ο χρόνος θα έδινε την απάντηση.
ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΣΤΑΘΕΙΑ
Το 1990, υπήρχαν ήδη στη Ρουάντα 1.000 περίπου δραστήριοι ευαγγελιζόμενοι. Η πολιτική κατάσταση όμως είχε αρχίσει να αποσταθεροποιείται. Τον Οκτώβριο εκείνου του έτους, δυνάμεις του Πατριωτικού Μετώπου της Ρουάντας εισέβαλαν στα βόρεια της χώρας από τη γειτονική Ουγκάντα.
Ο Φερντινάν Μουγκαρούρα, ένας θαρραλέος αδελφός που είχε φυλακιστεί για την πίστη του δύο φορές, έμενε στο Ρουχενγκέρι όταν άρχισε η εισβολή. Ο ίδιος λέει: «Το μίσος και ο φυλετισμός εξαπλώνονταν όλο και περισσότερο. Ωστόσο, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έμειναν ουδέτεροι—δεν είχαν καμία σχέση με τις πολιτικές παρατάξεις και δεν επηρεάστηκαν από τις εθνοτικές προκαταλήψεις. Εξαιτίας αυτού, μερικοί αδελφοί αναγκάστηκαν να φύγουν από τα σπίτια τους ενώ άλλοι έχασαν τη δουλειά τους».
Μια αδελφή, η οποία ήταν δασκάλα και χήρα με τρία παιδιά, αρνήθηκε να δώσει χρήματα για το στρατό, και ο διευθυντής του σχολείου την κατήγγειλε στις στρατιωτικές αρχές. Η αδελφή, που είχε φυλακιστεί και τη δεκαετία του 1980, ξαναμπήκε στη φυλακή. Όταν οι δυνάμεις εισβολής έφτασαν εκεί, άνοιξαν τη φυλακή και όλοι οι κρατούμενοι δραπέτευσαν. Η αδελφή όμως δεν έφυγε. Όταν αποχώρησαν οι δυνάμεις εισβολής, συνελήφθη και πάλι και μεταφέρθηκε στις κεντρικές φυλακές του Κιγκάλι. Ενώ βρισκόταν εκεί, προσευχήθηκε στον Ιεχωβά να τη βοηθήσει να μάθει την ημερομηνία της Ανάμνησης, επειδή δεν ήθελε με τίποτα να τη χάσει. Προς μεγάλη της έκπληξη, αφέθηκε ελεύθερη ακριβώς την ημέρα της Ανάμνησης! Λόγω της ουδέτερης στάσης της, έχασε το σπίτι και τη δουλειά της—έγινε όμως ζηλώτρια σκαπάνισσα.
Κατόπιν διεθνούς παρέμβασης, η εισβολή από την Ουγκάντα σταμάτησε προσωρινά. Το 1991, έγιναν κινήσεις για να εγκαθιδρυθεί στη χώρα πολυκομματικό σύστημα. Σχηματίστηκαν μερικά μεγάλα κόμματα και αρκετά μικρότερα, κάτι που δημιούργησε ένα πνεύμα τοπικισμού και φυλετισμού. Ορισμένα είχαν μετριοπαθείς απόψεις, κάποια άλλα όμως ήταν βίαια και εξτρεμιστικά. Για πρώτη φορά, η κυβέρνηση, αλλά και ο κόσμος γενικά, έβλεπε με καλό μάτι την ουδέτερη στάση των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Επειδή δεν έπαιρναν το μέρος κάποιας πολιτικής ή φυλετικής παράταξης, δεν τους θεωρούσαν πλέον εχθρούς.
Το Σεπτέμβριο του 1991, μια αντιπροσωπεία αδελφών από διάφορες χώρες συνοδευόμενη από δύο ντόπιους αδελφούς—τον Γκασπάρ Ρουακαμπούμπου και τον Ταρσίς Σεμινίγκα—επισκέφτηκε κάποιους σημαίνοντες υπουργούς στο Κιγκάλι. Οι αδελφοί μίλησαν με τον νέο Υπουργό Δικαιοσύνης, ο οποίος έδειξε καλή διάθεση απέναντί τους. Τον ευχαρίστησαν για τα θετικά βήματα που είχαν γίνει ως τότε και του ζήτησαν να κάνει περαιτέρω ενέργειες για να έχουμε πλήρη θρησκευτική ελευθερία.
Τον Ιανουάριο του 1992, προτού λάβουμε νομική αναγνώριση, διεξάχθηκε στο Κιγκάλι συνέλευση περιφερείας. Ο Γκόντφρι και η Τζένι Μπιντ θυμούνται: «Υπηρετούσαμε στην Ουγκάντα τότε και, προς έκπληξή μας, λάβαμε ένα γράμμα από το γραφείο τμήματος της Κένυας με το οποίο μας ζητήθηκε να πάμε για τρεις εβδομάδες στη Ρουάντα προκειμένου να βοηθήσουμε στη διοργάνωση της συνέλευσης και στην ηχογράφηση του δράματος. Οι αδελφοί ήταν εξαιρετικά φιλόξενοι—κάθε μέρα μάς καλούσε για φαγητό και διαφορετική οικογένεια. Για τη συνέλευση, είχε νοικιαστεί ένα ιδιωτικό γήπεδο ποδοσφαίρου, και όταν φτάσαμε οι ετοιμασίες είχαν προχωρήσει αρκετά. Επίσης, οι αδελφοί είχαν ήδη οργανώσει την ηχογράφηση, και όλα πήγαν πολύ καλά παρά τον περιορισμένο εξοπλισμό. Αν και πολλοί από τα βόρεια δεν κατάφεραν να πάρουν τα απαιτούμενα έγγραφα για να ταξιδέψουν και μολονότι τα σύνορα με το Μπουρούντι και την Ουγκάντα ήταν κλειστά, οι παρόντες την Κυριακή έφτασαν τους 2.079 και βαφτίστηκαν 75».
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ!
Λίγους μήνες αργότερα, στις 13 Απριλίου 1992, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά έλαβαν επιτέλους—και για πρώτη φορά—νομική αναγνώριση στη Ρουάντα! Ο μακρόχρονος αγώνας τους να κηρύξουν τα καλά νέα παρά τις απαγορεύσεις, τις διώξεις και τις φυλακίσεις αποτελούσε πλέον παρελθόν. Μπροστά τους ανοιγόταν μια νέα εποχή θεοκρατικής αύξησης και επέκτασης.
Χωρίς να χάσει χρόνο, το Κυβερνών Σώμα έστειλε στη χώρα ιεραποστόλους. Οι πρώτοι που πήραν άδεια παραμονής ήταν ο Χενκ φαν Μπούσελ, ο οποίος είχε υπηρετήσει στην Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία και στο Τσαντ, και ο Γκόντφρι Μπιντ με τη σύζυγό του την Τζένι, οι οποίοι είχαν υπηρετήσει στο Ζαΐρ (Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό) και στην Ουγκάντα. Για την επίβλεψη του έργου κηρύγματος, διορίστηκε μια Επιτροπή Χώρας.
Ο αδελφός Μπιντ αφηγείται τι έκαναν οι ιεραπόστολοι όταν πρωτοπήγαν εκεί: «Βρήκαμε ένα σπίτι, πολύ κοντά στην Αίθουσα Βασιλείας, το οποίο ήταν κατάλληλο για ιεραποστολικός οίκος, και αμέσως αρχίσαμε εντατικά μαθήματα στην κινιαρουάντα. Αλλά δυσκολευτήκαμε πολύ, όπως και οι πρώτοι ειδικοί σκαπανείς που είχαν έρθει εδώ το 1970. Ένα από τα λεξικά έγραφε: “Ο φθόγγος CW προφέρεται ΤΣΑ!” Θυμόμαστε επίσης ότι η αδελφή που μας μάθαινε τη γλώσσα έλεγε: “Για να λέτε σωστά το «τσα» στη φράση «ίσι εντσά» [η νέα γη], πρέπει οπωσδήποτε να χαμογελάτε!”»
Αργότερα εκείνο το έτος, σημειώθηκε νέος ανώτατος αριθμός 1.665 ευαγγελιζομένων, και τον Ιανουάριο του 1993 έγινε άλλη μια συνέλευση περιφερείας σε ένα στάδιο στο Κιγκάλι. Αυτή τη φορά οι παρόντες ήταν 4.498 και βαφτίστηκαν 182. Από το γραφείο τμήματος της Κένυας ήρθε ως εκπρόσωπος ο Κιάλα Μουάνγκο. Ούτε που φαντάζονταν τότε οι αδελφοί ότι στο οικόπεδο απέναντι από το στάδιο θα χτιζόταν το 2006 γραφείο τμήματος!
Παρότι έγινε μία ακόμη εισβολή στη χώρα από τα βόρεια, το έργο κηρύγματος δεν επιβραδύνθηκε. Το 1993, ο στρατός εισβολής είχε φτάσει λίγα χιλιόμετρα έξω από το Κιγκάλι. Τα σύνορα με την Ουγκάντα παρέμεναν κλειστά, και στην πρωτεύουσα ακούγονταν οι ήχοι από το βαρύ πυροβολικό που βρισκόταν ακριβώς πίσω από τους λόφους. Περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι έφυγαν από τα βόρεια της χώρας, μεταξύ αυτών και 381 αδελφοί και αδελφές οι οποίοι φιλοξενήθηκαν από αδελφούς στην περιοχή του Κιγκάλι. Ωστόσο, στην Αρούσα της Τανζανίας υπογράφηκε συνθήκη για κατάπαυση του πυρός, δημιουργήθηκε ουδέτερη ζώνη, και το καθεστώς της Ρουάντας συμφώνησε να σχηματιστεί κυβέρνηση συνεργασίας με τις δυνάμεις εισβολής και με αρκετά μεγάλα και μικρά κόμματα.
ΜΙΑ ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΗ ΗΜΕΡΑ ΕΙΔΙΚΗΣ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗΣ!
Εκείνη τη χρονιά προγραμματίστηκε μια ημέρα ειδικής συνέλευσης στο Περιφερειακό Στάδιο του Κιγκάλι. Ωστόσο, οι υπεύθυνοι του σταδίου είχαν κάνει διπλή συμφωνία—είχαν προγραμματίσει και έναν αγώνα ποδοσφαίρου για τις 3:00 μ.μ. Οι αδελφοί παρακολούθησαν το πρωινό πρόγραμμα, αλλά πριν ξεκινήσει το απογευματινό άρχισαν να έρχονται οι φίλαθλοι και η αστυνομία δεν μπορούσε να τους εμποδίσει να μπουν. Ο διευθυντής του σταδίου είπε ότι ο αγώνας θα τελείωνε γύρω στις 6:00 μ.μ. Οι αδελφοί, λοιπόν, έφυγαν και επέστρεψαν στις έξι για το υπόλοιπο πρόγραμμα.
Αυτή η αλλαγή προκάλεσε κάποια ανησυχία επειδή υπήρχε σε ισχύ απαγόρευση της κυκλοφορίας. Μετά τις έξι το απόγευμα δεν έπρεπε να κυκλοφορούν οχήματα και μετά τις εννιά δεν έπρεπε να βρίσκεται στους δρόμους κανείς. Γύρω στις εφτά, όμως, το ραδιόφωνο ανακοίνωσε παράταση της κυκλοφορίας μέχρι τις έντεκα το βράδυ. Επίσης, οι αδελφοί δεν ήταν σίγουροι ότι θα υπήρχε ρεύμα για το φωτισμό. Επειδή όμως δεν είχαν γίνει σεβαστοί οι όροι της ενοικίασης, ο δήμαρχος του Κιγκάλι τακτοποίησε προσωπικά το ζήτημα και μάλιστα φρόντισε να έχουν οι αδελφοί δωρεάν μεταφορά μετά το πρόγραμμα. Έτσι λοιπόν, οι αδελφοί, όχι μόνο παρακολούθησαν ολόκληρη τη συνέλευση, αλλά και, βγαίνοντας από το στάδιο, είδαν έκπληκτοι να τους περιμένουν τα λεωφορεία στη σειρά!
Ο Γκούντερ Ρέσκε, αναπολώντας την επίσκεψή του στη Ρουάντα στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1993, αφηγείται: «Το γραφείο τμήματος της Κένυας με έστειλε στο Κιγκάλι για να διδάξω στη Σχολή Διακονίας της Βασιλείας μαζί με τον αδελφό Ρουακαμπούμπου. Εκείνον τον καιρό, υπήρχαν μόνο 63 πρεσβύτεροι στη Ρουάντα, αν και ο αριθμός των ευαγγελιζομένων είχε φτάσει τους 1.881. Στη χώρα επικρατούσε ήδη αρκετή ένταση, και ακούγαμε φήμες ότι είχαν αρχίσει μάχες στα βόρεια. Βέβαια, κανείς δεν περίμενε τα φοβερά γεγονότα που θα ακολουθούσαν. Ωστόσο, η τροφή που προμήθευσε η σχολή ήρθε ακριβώς πάνω στην ώρα, ενισχύοντας την πίστη των πρεσβυτέρων και κάνοντάς τους πιο ικανούς ποιμένες. Αυτό ήταν πολύ απαραίτητο καθώς πύκνωναν τα απειλητικά σύννεφα του πολέμου».
ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΓΡΑΦΕΙΟΥ
Στα τέλη Μαρτίου του 1994, ο Λέναρντ Έλις και η σύζυγός του, η Νάνσι, ήρθαν από το Ναϊρόμπι για την ημέρα ειδικής συνέλευσης. Θα βοηθούσαν επίσης το μεταφραστικό γραφείο, για το οποίο είχε γίνει πρόταση από το τμήμα της Κένυας να συγχωνευτεί με τον ιεραποστολικό οίκο. Τη Δευτέρα 4 Απριλίου, την οικογενειακή Μελέτη Σκοπιάς την παρακολούθησε η μεταφραστική ομάδα—που είχε μεγαλώσει—η Επιτροπή της Χώρας, οι ιεραπόστολοι και ο αδελφός Έλις με τη σύζυγό του. Ο ενθουσιασμός ήταν μεγάλος—ξεκινούσε μια νέα εποχή επέκτασης.
Έχοντας ολοκληρώσει το διορισμό τους, ο αδελφός και η αδελφή Έλις πήραν το αεροπλάνο της επιστροφής. Όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, αυτή θα ήταν η τελευταία επιβατική πτήση από το Κιγκάλι—θα περνούσαν μήνες μέχρι την επόμενη. Την άλλη μέρα το απόγευμα, ο αδελφός Ρουακαμπούμπου τηλεφώνησε στον ιεραποστολικό οίκο και είπε ότι η ρωσική πρεσβεία είχε πάψει να διεκδικεί ένα οικόπεδο στο οποίο ελπίζαμε να χτίσουμε γραφείο χώρας. Εκείνος ο χώρος μπορούσε πλέον να δοθεί στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, οπότε έπρεπε να γίνει μια συνάντηση για αυτό το επόμενο πρωί, την Πέμπτη 7 Απριλίου. Εκείνη η συνάντηση δεν έγινε ποτέ.
ΑΡΧΙΖΕΙ Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ!
Το βράδυ της Τετάρτης 6 Απριλίου, το αεροπλάνο στο οποίο επέβαιναν οι πρόεδροι της Ρουάντας και του Μπουρούντι καταρρίφθηκε και τυλίχτηκε στις φλόγες κοντά στο Κιγκάλι. Δεν υπήρξαν επιζώντες. Εκείνο το βράδυ, ελάχιστοι έμαθαν το γεγονός—το κρατικό ραδιόφωνο δεν έκανε καμία ανακοίνωση.
Οι τρεις ιεραπόστολοι—το ζεύγος Μπιντ και ο αδελφός Χενκ—δεν θα ξεχάσουν ποτέ τις μέρες που ακολούθησαν. Ο αδελφός Μπιντ αφηγείται: «Στις 7 Απριλίου, νωρίς το πρωί, ξυπνήσαμε από πυροβολισμούς και εκρήξεις χειροβομβίδων. Αυτό δεν ήταν ασυνήθιστο, γιατί τους τελευταίους μήνες η πολιτική κατάσταση ήταν εξαιρετικά ασταθής. Ωστόσο, ενώ ετοιμάζαμε το πρωινό, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Εμανουέλ Ενγκιρέντε, από το μεταφραστικό γραφείο, ο οποίος μας είπε ότι ο τοπικός ραδιοσταθμός είχε ανακοινώσει τη συντριβή του αεροσκάφους και το θάνατο των δύο προέδρων. Το Υπουργείο Άμυνας είχε δώσει εντολή στους κατοίκους του Κιγκάλι να μείνουν στα σπίτια τους.
»Γύρω στις εννιά το πρωί, ακούσαμε φασαρία. Κάποιοι λεηλατούσαν το σπίτι του γείτονα. Έκλεψαν το αυτοκίνητο της οικογένειας και σκότωσαν τη γυναίκα του.
»Σύντομα ήρθαν και στο δικό μας σπίτι στρατιώτες και άλλοι που είχαν σκοπό να λεηλατήσουν. Άρχισαν να χτυπάνε με μανία τη μεταλλική πόρτα της αυλής και το κουδούνι. Κάναμε ησυχία και μείναμε μέσα. Για άγνωστο λόγο, δεν προσπάθησαν να σπάσουν την πόρτα αλλά προχώρησαν στα επόμενα σπίτια. Σε όλη την περιοχή ακούγονταν αλλεπάλληλες εκρήξεις και ριπές αυτόματων όπλων—ήταν αδύνατον να φύγουμε. Κάποια στιγμή, οι πυροβολισμοί ακούστηκαν δυνατότερα και, για να προστατευτούμε από τις αδέσποτες σφαίρες, πήγαμε στο διάδρομο, στο κέντρο του σπιτιού. Σύντομα καταλάβαμε ότι η κατάσταση δεν θα ομαλοποιούνταν γρήγορα. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να μαγειρεύουμε ένα γεύμα τη μέρα για να μας φτάσουν τα τρόφιμα. Την άλλη μέρα, πάνω που είχαμε τελειώσει το μεσημεριανό φαγητό και ακούγαμε τις ειδήσεις σε έναν διεθνή ραδιοφωνικό σταθμό, ο Χενκ φώναξε τρομαγμένος: “Πηδάνε το φράχτη!”
»Δεν υπήρχε χρόνος για σκέψη. Κλειδωθήκαμε στο μπάνιο και προσευχηθήκαμε στον Ιεχωβά να μας βοηθήσει να αντέξουμε ό,τι και αν ακολουθούσε. Προτού τελειώσουμε την προσευχή, τους ακούσαμε να μπαίνουν στο σπίτι σπάζοντας πόρτες και παράθυρα. Ήταν παραστρατιωτικοί και άλλα 40 περίπου άτομα—άντρες, γυναίκες και παιδιά—που είχαν έρθει να λεηλατήσουν. Φώναζαν σαν τρελοί, αναποδογύριζαν τα έπιπλα και πυροβολούσαν καθώς μάλωναν για το τι θα έπαιρνε ο καθένας.
»Έπειτα από 40 περίπου λεπτά—που μας φάνηκαν αιώνες—προσπάθησαν να μπουν στο μπάνιο και, επειδή είχαμε κλειδώσει την πόρτα, άρχισαν να τη σπάνε. Έπρεπε να βγούμε—δεν είχαμε άλλη επιλογή. Αντικρίσαμε άντρες μανιασμένους, που βρίσκονταν υπό την επήρεια ναρκωτικών, να μας απειλούν με μασέτες και άλλα μαχαίρια. Η Τζένι επικαλούνταν δυνατά τον Ιεχωβά. Κάποιος χτύπησε τον Χενκ στον αυχένα με τη λάμα της μασέτας και αυτός έπεσε στην μπανιέρα. Τους έδωσα κάποια χρήματα που κατάφερα να βρω, και άρχισαν να μαλώνουν ποιος θα τα πάρει.
»Ξαφνικά, αντιληφθήκαμε ότι ένας νεαρός μάς κοιτούσε επίμονα. Αν και εμείς δεν τον ξέραμε, εκείνος μας γνώριζε—ίσως μας είχε δει στο έργο. Μας άρπαξε και μας έσπρωξε στο μπάνιο λέγοντάς μας να κλείσουμε την πόρτα. Είπε ότι θα έβρισκε τρόπο να μας σώσει.
»Για μισή ώρα ακόμη ακούγαμε τους λεηλατητές να σπάνε και να ρημάζουν. Όταν τελικά σταμάτησε ο θόρυβος, ο νεαρός γύρισε και μας είπε ότι μπορούσαμε να βγούμε. Επέμεινε ότι έπρεπε να φύγουμε αμέσως και μας έβγαλε ο ίδιος από το σπίτι. Δεν σταματήσαμε ούτε λεπτό για να πάρουμε κάτι μαζί μας. Βγαίνοντας έξω, είδαμε έντρομοι πτώματα γειτόνων. Δύο μέλη της Προεδρικής Φρουράς μάς πήγαν στο σπίτι ενός αξιωματικού του στρατού εκεί κοντά, ο οποίος στη συνέχεια μας πήγε στο Ξενοδοχείο Μιλ Κολίν όπου είχαν καταφύγει και πολλοί άλλοι. Τελικά, έπειτα από πολλές ώρες αγωνίας και μια επικίνδυνη στρατιωτική επιχείρηση μεταφοράς μας μέσα από παρακαμπτήριες οδούς στην πίσω πύλη του αεροδρομίου, φτάσαμε στην Κένυα στις 11 Απριλίου. Όταν μπήκαμε στη ρεσεψιόν του Μπέθελ στο Ναϊρόμπι, τα ρούχα μας και τα μαλλιά μας ήταν σε κακό χάλι. Ο Χενκ, με τον οποίο είχαμε χωρίσει κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, έφτασε λίγες ώρες μετά. Η οικογένεια Μπέθελ μάς φρόντισε και μας στήριξε με πολλή αγάπη».
ΤΟΥΣ ΕΣΩΣΕ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΕΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ
Την επομένη της συντριβής του αεροπλάνου στην οποία σκοτώθηκαν οι δύο πρόεδροι, έξι κυβερνητικοί στρατιώτες πήγαν στο σπίτι του αδελφού Ρουακαμπούμπου. Τα μάτια τους ήταν κατακόκκινα, η αναπνοή τους βρωμούσε αλκοόλ και από τον τρόπο τους φαινόταν ότι είχαν πάρει ναρκωτικά. Ζήτησαν από τον αδελφό όπλα, αλλά εκείνος τους είπε ότι δεν είχε επειδή αυτός και η οικογένειά του ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά.
Οι στρατιώτες ήξεραν ότι οι Μάρτυρες, λόγω της ουδετερότητάς τους, δεν υποστήριζαν την κυβέρνηση και δεν έδιναν χρήματα για το στρατό. Αυτό τους εξόργιζε. Ο Γκασπάρ και η Μέλανι Ρουακαμπούμπου δεν είναι Τούτσι, αλλά η παραστρατιωτική οργάνωση Ιντεραχάμουε των Χούτου δεν σκότωνε μόνο τους Τούτσι. Σκότωνε και τους μετριοπαθείς Χούτου, ειδικά αν υποπτευόταν ότι υποστήριζαν τους Τούτσι ή το στρατό εισβολής.
Οι στρατιώτες χτύπησαν τον Γκασπάρ και τη Μέλανι με ραβδιά και τους πήγαν μαζί με τα πέντε παιδιά τους στην κρεβατοκάμαρα. Κατόπιν, έβγαλαν τα σεντόνια από το κρεβάτι και άρχισαν να τους τυλίγουν. Κάποιοι κρατούσαν χειροβομβίδες δείχνοντας καθαρά τις προθέσεις τους. Τότε ο Γκασπάρ τούς ρώτησε: «Μπορούμε, παρακαλώ, να προσευχηθούμε;»
Ένας στρατιώτης αρνήθηκε περιφρονητικά, αλλά ύστερα το συζήτησαν λίγο μεταξύ τους και απρόθυμα είπαν: «Εντάξει, έχετε δύο λεπτά».
Η οικογένεια άρχισε να προσεύχεται σιωπηλά, αλλά η μία κόρη, η Ντέμπορα, που ήταν έξι χρονών, προσευχήθηκε δυνατά: «Ιεχωβά, θέλουν να μας σκοτώσουν. Πώς θα κάνουμε τις επισκέψεις σε αυτούς που βρήκα με τον μπαμπά και τους έδωσα πέντε περιοδικά; Μας περιμένουν να ξαναπάμε και χρειάζονται την αλήθεια. Σου υπόσχομαι ότι, αν γλιτώσουμε, θα γίνω ευαγγελιζόμενη, θα βαφτιστώ και θα κάνω σκαπανικό! Ιεχωβά, σώσε μας!»
Οι στρατιώτες ξαφνιάστηκαν. Τελικά, ο ένας είπε: «Δεν θα σας σκοτώσουμε, λόγω της προσευχής αυτού του κοριτσιού. Αν έρθουν άλλοι, πείτε τους ότι έχουμε περάσει εμείς».b
Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΧΕΙΡΟΤΕΡΕΥΕΙ
Ο πόλεμος εντεινόταν καθώς ο στρατός εισβολής (το Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντας) πλησίαζε στην πρωτεύουσα, το Κιγκάλι. Αυτό έκανε τους αδίστακτους παραστρατιωτικούς της Ιντεραχάμουε να σφάζουν περισσότερο κόσμο.
Στρατιώτες και παραστρατιωτικοί έστησαν οδοφράγματα σε όλη την πόλη και στις διασταυρώσεις και επιστράτευσαν όλους τους γεροδεμένους κατοίκους της περιοχής για να ελέγχουν μαζί τους τα περάσματα μέρα νύχτα. Στόχος τους ήταν να αναγνωρίζουν και να σκοτώνουν Τούτσι.
Καθώς συνεχίζονταν οι σφαγές σε όλη τη χώρα, εκατοντάδες χιλιάδες κάτοικοι της Ρουάντας έφυγαν από τα σπίτια τους. Πολλοί, μεταξύ τους και Μάρτυρες του Ιεχωβά, πέρασαν τα σύνορα και μπήκαν στο Κονγκό και στην Τανζανία.
ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΟΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
Ακολουθούν αφηγήσεις από αδελφούς και αδελφές μας που είδαν τον κόσμο τους να γίνεται κομμάτια. Θυμηθείτε ότι στη δεκαετία του 1980 οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Ρουάντα αντιμετώπισαν πύρινες δοκιμασίες, οι οποίες καλλιέργησαν και ισχυροποίησαν την πίστη και το θάρρος τους. Η πίστη τούς βοήθησε να μη γίνουν «μέρος του κόσμου», καθώς αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στις εκλογές, στην άμυνα της χώρας και στις πολιτικές υποθέσεις. (Ιωάν. 15:19) Το θάρρος τούς έδωσε τη δύναμη να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες—χλευασμό, φυλακίσεις, διωγμό και θάνατο. Αυτές οι δοκιμασμένες ιδιότητες, μαζί με την αγάπη τους για τον Θεό και το συνάνθρωπο, τους βοήθησαν, όχι μόνο να μην έχουν καμιά συμμετοχή στη γενοκτονία, αλλά και να διακινδυνεύσουν την ίδια τους τη ζωή για να προστατέψουν ο ένας τον άλλον.
Υπάρχουν πολλές εμπειρίες που δεν έχουν συμπεριληφθεί σε αυτή την εξιστόρηση. Οι περισσότεροι αδελφοί προτιμούν να ξεχάσουν τις λεπτομέρειες των φρικτών καταστάσεων που έζησαν—άλλωστε κανένας Μάρτυρας δεν θέλει να πάρει εκδίκηση. Ελπίζουμε ότι οι πράξεις πίστης που αναφέρονται στις επόμενες σελίδες θα μας παροτρύνουν να δείχνουμε πληρέστερα την αγάπη που προσδιορίζει τους αληθινούς μαθητές του Ιησού Χριστού.—Ιωάν. 13:34, 35.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΖΑΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΑΝΤΑΛ
Ο Ζαν ντε Ντιε Μουγκάμπο, ένας πρόσχαρος και καλοσυνάτος αδελφός, άρχισε να κάνει Γραφική μελέτη το 1982. Βαφτίστηκε το 1984, έχοντας ήδη φυλακιστεί τρεις φορές για τη στάση του ως Μάρτυρας του Ιεχωβά. Το 1984 βαφτίστηκε και η Σαντάλ, με την οποία παντρεύτηκε το 1987. Όταν άρχισε η γενοκτονία, είχαν τρία κορίτσια. Τα μεγάλα ήταν με τους παππούδες τους έξω από την πόλη και ο Ζαν με τη Σαντάλ είχαν μαζί τους μόνο το έξι μηνών μωρό τους.
Στις 7 Απριλίου 1994, την πρώτη μέρα της γενοκτονίας, παραστρατιωτικοί της Ιντεραχάμουε και στρατιώτες άρχισαν να επιτίθενται στα σπίτια των Τούτσι. Έπιασαν τον Ζαν και τον χτύπησαν με ρόπαλα, αλλά κατάφερε να ξεφύγει και μαζί με έναν αδελφό κατέφυγε σε μια κοντινή Αίθουσα Βασιλείας. Στο μεταξύ η Σαντάλ, μη γνωρίζοντας τι είχε συμβεί στο σύζυγό της, έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες να φύγει από την πόλη με το μωρό για να σμίξει με τα άλλα δυο παιδιά τους.
Ο Ζαν αφηγείται τι του συνέβη: «Επί μία εβδομάδα κρυβόμασταν στην αίθουσα, η οποία ήταν παλιότερα φούρνος και είχε μια μεγάλη καμινάδα. Όποτε ήταν ασφαλές, μια Χούτου αδελφή μάς έφερνε φαγητό. Αργότερα, χρειάστηκε να κρυφτούμε στη στέγη, ανάμεσα στο ταβάνι και στις λαμαρίνες της σκεπής, όπου ο ήλιος κυριολεκτικά μας έψηνε όλη μέρα. Αναζητώντας απεγνωσμένα καλύτερη κρυψώνα, βγάλαμε μερικά τούβλα από το τοίχωμα της καμινάδας και μπήκαμε μέσα. Κρυβόμασταν εκεί διπλωμένοι στα δύο για περισσότερο από έναν μήνα.
»Κοντά στην αίθουσα υπήρχε ένα οδόφραγμα και οι παραστρατιωτικοί της Ιντεραχάμουε έρχονταν συχνά για να κουβεντιάσουν ή να προφυλαχτούν από τη βροχή. Τους ακούγαμε όταν μιλούσαν, μιας και ήμασταν ακριβώς από πάνω τους. Η αδελφή συνέχισε να μας φέρνει φαγητό όποτε οι συνθήκες το επέτρεπαν. Ορισμένες φορές πίστευα ότι δεν θα άντεχα άλλο, συνεχίσαμε όμως να προσευχόμαστε για υπομονή. Τελικά, στις 16 Μαΐου, η αδελφή μάς είπε ότι η περιοχή είχε περάσει στον έλεγχο του Πατριωτικού Μετώπου της Ρουάντας και ότι μπορούσαμε να βγούμε έξω».
Στο μεταξύ, τι είχε συμβεί στη Σαντάλ; Η ίδια αφηγείται: «Κατάφερα να φύγω από το σπίτι με το μωρό στις 8 Απριλίου. Βρήκα δύο αδελφές, την Ιμακιουλέ, της οποίας η ταυτότητα έγραφε ότι ήταν Χούτου, και τη Σουζάν η οποία ήταν Τούτσι, και αποφασίσαμε να πάμε στην Μπουγκεσέρα, περίπου 50 χιλιόμετρα μακριά, όπου ήταν τα άλλα δύο παιδιά μου και οι γονείς μου. Ωστόσο, ακούσαμε ότι σε όλες τις εξόδους του Κιγκάλι υπήρχαν οδοφράγματα, και έτσι πήγαμε σε έναν συγγενή της Ιμακιουλέ, τον Γκαχίζι, που ήταν επίσης Μάρτυρας του Ιεχωβά και έμενε στα περίχωρα. Ο Γκαχίζι, ο οποίος ήταν Χούτου, μας καλοδέχτηκε και παρά τις απειλές των γειτόνων έκανε το καλύτερο που μπορούσε για να μας βοηθήσει. Όταν οι κυβερνητικοί στρατιώτες και η Ιντεραχάμουε έμαθαν ότι προστάτευε Τούτσι, τον εκτέλεσαν.
»Έπειτα, οι στρατιώτες μάς πήγαν στο ποτάμι για να σκοτώσουν και εμάς. Με την καρδιά σφιγμένη, μετρούσαμε τις τελευταίες μας στιγμές. Ξαφνικά, όμως, οι στρατιώτες άρχισαν να μαλώνουν και ένας από αυτούς είπε: “Μη σκοτώνετε γυναίκες. Είναι γρουσουζιά. Τώρα σκοτώνουμε μόνο άντρες”. Κατόπιν, ένας από τους αδελφούς που μας είχαν ακολουθήσει, ο Αντρέ Τουαχίρα ο οποίος είχε βαφτιστεί μόλις την προηγούμενη εβδομάδα, μας πήρε στο σπίτι του παρά τις αντιδράσεις των γειτόνων. Την επομένη, μας πήγε πίσω στο Κιγκάλι, ελπίζοντας να βρει κάποιο ασφαλές μέρος για να μείνουμε και μας βοήθησε να περάσουμε μερικά άκρως επικίνδυνα οδοφράγματα. Η Ιμακιουλέ κρατούσε το μωρό μου, έτσι ώστε αν μας σταματούσαν να το γλίτωνε. Για να μην μπορούν να βρουν ποιες είμαστε, η Σουζάν και εγώ είχαμε σκίσει τις ταυτότητές μας.
»Στο τελευταίο οδόφραγμα, οι παραστρατιωτικοί χτύπησαν την Ιμακιουλέ λέγοντας: “Τι δουλειά έχεις εσύ με αυτές τις Τούτσι;” Εμένα και τη Σουζάν δεν μας άφηναν να περάσουμε και έτσι η Ιμακιουλέ και ο Αντρέ πήγαν στο σπίτι του αδελφού Ρουακαμπούμπου. Διατρέχοντας πολύ μεγάλο κίνδυνο, ο Αντρέ επέστρεψε με δύο άλλους αδελφούς, τον Σιμόν και τον Ματιάς, και μας βοήθησε να περάσουμε το οδόφραγμα και να πάμε, εγώ στο σπίτι του αδελφού Ρουακαμπούμπου και η Σουζάν σε κάποιον συγγενή της.
»Εντούτοις, ήταν πλέον πολύ επικίνδυνο να μείνω εκεί. Με μεγάλη δυσκολία, λοιπόν, οι αδελφοί με πήγαν στην Αίθουσα Βασιλείας, στην οποία είχαν ήδη καταφύγει δέκα Τούτσι αδελφοί και αδελφές καθώς και άλλα άτομα. Η Ιμακιουλέ δεν έφευγε από δίπλα μου. Έλεγε: “Αν σε σκοτώσουν και γλιτώσω εγώ, θα σώσω το μωρό σου”».c
Εν τω μεταξύ, ο αδελφός Βεντάστ Μπιμενιεμάνα, που ζούσε εκεί κοντά και η γυναίκα του ήταν Τούτσι, είχε μόλις καταφέρει να πάει την οικογένειά του σε ασφαλές μέρος. Κατόπιν, επέστρεψε στην Αίθουσα Βασιλείας για να βοηθήσει όσους είχαν απομείνει να πάνε κάπου που θα ήταν ασφαλείς. Ευτυχώς σώθηκαν όλοι.
Μετά τη γενοκτονία, ο Ζαν και η Σαντάλ έμαθαν τελικά ότι οι γονείς τους και οι δύο κόρες τους, δύο και πέντε χρονών, οι οποίες βρίσκονταν μαζί τους εκείνο το διάστημα, είχαν σκοτωθεί, όπως και άλλοι 100 περίπου συγγενείς. Πώς ένιωσαν για αυτή τη συνταρακτική απώλεια; «Στην αρχή, ο πόνος ήταν αβάσταχτος», παραδέχεται η Σαντάλ. «Ήμασταν σαν χαμένοι. Κανείς δεν φανταζόταν ότι θα χάνονταν τόσες ζωές. Το μόνο που μπορούσαμε να κάνουμε ήταν να αφήσουμε το ζήτημα στα χέρια του Ιεχωβά, με την ελπίδα να ξαναδούμε τα παιδιά μας στην ανάσταση».
ΚΡΥΒΟΝΤΑΝ ΕΠΙ 75 ΗΜΕΡΕΣ!
Τον καιρό της γενοκτονίας, ο Ταρσίς Σεμινίγκα, ο οποίος είχε βαφτιστεί το 1983 στο Κονγκό, έμενε στο Μπουτάρε της Ρουάντας, περίπου 120 χιλιόμετρα από το Κιγκάλι. «Μετά την πτώση του προεδρικού αεροσκάφους στο Κιγκάλι, μάθαμε ότι βγήκε διάταγμα να σκοτώσουν όλους τους Τούτσι», λέει ο ίδιος. «Δύο αδελφοί σχεδίαζαν να μας φυγαδεύσουν μέσω του Μπουρούντι, αλλά όλοι οι δρόμοι και τα μονοπάτια φυλάσσονταν από την Ιντεραχάμουε.
»Ήμασταν φυλακισμένοι μέσα στο ίδιο μας το σπίτι και δεν ξέραμε πού να πάμε. Το σπίτι μας το παρακολουθούσαν τέσσερις στρατιώτες και ο ένας από αυτούς είχε στήσει σχεδόν 200 μέτρα μακριά ένα πολυβόλο. Απελπισμένος, προσευχήθηκα ένθερμα στον Ιεχωβά: “Ιεχωβά, εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να σώσουμε τη ζωή μας. Μόνο εσύ μπορείς!” Λίγο πριν βραδιάσει, ήρθε τρέχοντας στο σπίτι μας ένας αδελφός, φοβούμενος ότι ήμασταν ήδη νεκροί. Οι στρατιώτες τον άφησαν να μείνει μερικά λεπτά. Χάρηκε που μας είδε ζωντανούς, και κατάφερε να πάρει με κάποιον τρόπο δύο από τα παιδιά μας στο σπίτι του. Στη συνέχεια είπε σε δύο αδελφούς, τον Ζιστέν Ρουαγκατόρε και τον Ζοζέφ Εντουαγέσου, ότι η οικογένειά μου έψαχνε να βρει κρυψώνα και ότι χρειαζόμασταν τη βοήθειά τους. Εκείνοι ήρθαν την ίδια κιόλας νύχτα και, παρά τις δυσκολίες και τον κίνδυνο, μας πήγαν στο σπίτι του Ζιστέν.
»Μείναμε πολύ λίγο εκεί επειδή την επομένη μαθεύτηκε ότι κρυβόμασταν στο σπίτι του. Τότε, ένας άντρας ονόματι Βενσάν, ο οποίος παλιά έκανε Γραφική μελέτη με τον Ζιστέν αλλά δεν είχε προχωρήσει στην αλήθεια, μας προειδοποίησε ότι η Ιντεραχάμουε ετοιμαζόταν να επιτεθεί και να μας σκοτώσει. Μας είπε να κρυφτούμε αρχικά σε κάτι θάμνους κοντά στο σπίτι του Ζιστέν, και τη νύχτα μας πήγε στο σπίτι του και μας έκρυψε σε μια πλινθόκτιστη, στρογγυλή καλύβα όπου έβαζαν κατσίκες. Η καλύβα είχε χωματένιο δάπεδο, αχυρένια σκεπή και καθόλου παράθυρα.
»Οι μέρες και οι νύχτες που περάσαμε εκεί μας φάνηκαν αιώνες. Επειδή βρισκόταν δίπλα σε ένα σταυροδρόμι κοντά στο πιο πολυσύχναστο παζάρι της περιοχής, ακούγαμε περαστικούς να περιγράφουν τι είχαν κάνει στη διάρκεια της μέρας—μεταξύ άλλων ανατριχιαστικούς φόνους—και όσα σκόπευαν να κάνουν στη συνέχεια. Αυτό μας τρόμαζε ακόμη πιο πολύ, και προσευχόμασταν συνεχώς για τη ζωή μας.
»Τον έναν μήνα που μείναμε εκεί, ο Βενσάν φρόντιζε για τις ανάγκες μας όσο καλύτερα μπορούσε. Στα τέλη Μαΐου όμως, άρχισαν να καταφθάνουν παραστρατιωτικοί της Ιντεραχάμουε που εγκατέλειπαν το Κιγκάλι, και το μέρος εκείνο δεν ήταν πλέον ασφαλές. Οι αδελφοί αποφάσισαν να μας μεταφέρουν σε έναν υπόγειο χώρο σαν κελάρι κάτω από το σπίτι ενός αδελφού όπου κρύβονταν ήδη τρεις άλλοι αδελφοί. Για να πάμε σε εκείνο το σπίτι, κάναμε μια επικίνδυνη πεζοπορία τεσσερισήμισι ωρών μέσα στη νύχτα υπό καταρρακτώδη βροχή, η οποία όμως αποδείχτηκε ευλογία επειδή μας έκρυψε από τα μάτια των φονιάδων.
»Η νέα μας κρυψώνα βρισκόταν περίπου ενάμισι μέτρο κάτω από τη γη. Μπαίνοντας από μια ξύλινη καταπακτή, κατεβήκαμε μια σκάλα και, αφού συρθήκαμε σε μια σήραγγα, φτάσαμε σε έναν χώρο τεσσάρων τετραγωνικών μέτρων, ο οποίος μύριζε μούχλα και είχε ελάχιστο φως που έμπαινε από κάποια ρωγμή. Η Σαντάλ, τα πέντε παιδιά μας, εγώ και άλλοι τρεις—συνολικά δέκα άτομα—μείναμε σε εκείνο το κλειστοφοβικό μέρος έξι εβδομάδες. Φοβόμασταν να ανάψουμε κερί, για να μην προδώσουμε την παρουσία μας. Ωστόσο, σε όλες αυτές τις δυσκολίες και τα βάσανα που περάσαμε ο Ιεχωβά μάς στήριξε. Οι αδελφοί έρχονταν με κίνδυνο της ζωής τους για να μας φέρουν φαγητό και φάρμακα και να μας ενθαρρύνουν. Κάποιες φορές, ανάβαμε ένα κερί στη διάρκεια της μέρας για να μπορέσουμε να διαβάσουμε τη Γραφή, τη Σκοπιά, ή το εδάφιο της ημέρας.
»Κάθε ιστορία έχει ένα τέλος», λέει ο Ταρσίς. «Η δική μας τελείωσε στις 5 Ιουλίου 1994. Ο Βενσάν μάς είπε ότι οι δυνάμεις εισβολής είχαν πλέον καταλάβει το Μπουτάρε. Επειδή δεν μας έβλεπε ο ήλιος, είχαμε ασπρίσει τόσο πολύ, ώστε όταν βγήκαμε από την κρυψώνα μερικοί δεν πίστευαν ότι είμαστε Ρουαντανοί. Επιπλέον, για μερικές εβδομάδες ψιθυρίζαμε, δεν μπορούσαμε να μιλήσουμε δυνατά.
»Όλα εκείνα τα γεγονότα επηρέασαν βαθιά τη γυναίκα μου, η οποία άρχισε να μελετάει τη Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, παρότι επί δέκα χρόνια αρνούνταν να το κάνει αυτό. Όταν οι άλλοι τη ρωτούσαν γιατί, εκείνη έλεγε: “Με συγκίνησε η αγάπη των αδελφών και οι θυσίες που έκαναν για να μας σώσουν. Επίσης ένιωσα το δυνατό χέρι του Ιεχωβά, ο οποίος μας γλίτωσε από τις μασέτες των φονιάδων”. Αφιέρωσε τη ζωή της στον Ιεχωβά και βαφτίστηκε στην πρώτη συνέλευση που έγινε μετά τον πόλεμο.
»Αισθανόμαστε καταϋποχρεωμένοι σε όλους τους αδελφούς και τις αδελφές που με τις πράξεις και τις εγκάρδιες προσευχές τους μας βοήθησαν να σωθούμε. Νιώσαμε τη βαθιά και ειλικρινή τους αγάπη, η οποία ξεπέρασε κάθε εθνοτικό φραγμό».
ΒΟΗΘΕΙΑ ΣΕ ΚΑΠΟΙΟΝ ΠΟΥ ΒΟΗΘΗΣΕ
Ο Ζιστέν Ρουαγκατόρε, ένας από εκείνους που βοήθησαν να σωθεί η οικογένεια του αδελφού Σεμινίγκα, χρειάστηκε αργότερα βοήθεια και ο ίδιος. Το 1986, είχε φυλακιστεί επειδή αρνήθηκε να υποστηρίξει την κυβέρνηση. Μερικά χρόνια αφότου προστάτεψε την οικογένεια του αδελφού Σεμινίγκα, συνελήφθη και πάλι μαζί με άλλους αδελφούς λόγω της ουδέτερης στάσης του. Τότε, ο αδελφός Σεμινίγκα πήγε με μια αντιπροσωπεία αδελφών στις τοπικές αρχές για να εξηγήσει τη θέση των Μαρτύρων σε σχέση με την πολιτική. Τους είπε ότι ο Ζιστέν είχε παίξει καθοριστικό ρόλο στη διάσωση της οικογένειάς του. Το αποτέλεσμα ήταν να αποφυλακιστούν όλοι οι αδελφοί.
Το παράδειγμα των αδελφών τον καιρό της γενοκτονίας υποκίνησε άλλους να γνωρίσουν την αλήθεια. Η Σουζάν Λιζίντε, μια Καθολική περίπου 65 ετών, είχε δει το ρόλο που έπαιξε η εκκλησία της στη γενοκτονία. Η συμπεριφορά των Μαρτύρων του Ιεχωβά και η αγάπη που επικρατεί ανάμεσά τους την υποκίνησαν να κάνει γοργή πρόοδο. Βαφτίστηκε τον Ιανουάριο του 1998 και παρότι, για να πάει στη συνάθροιση, χρειαζόταν να περπατάει πέντε χιλιόμετρα σε λοφώδη περιοχή, δεν έχανε καμία. Η Σουζάν βοήθησε επίσης την οικογένειά της να γνωρίσει την αλήθεια. Σήμερα, ένας από τους γιους της είναι πρεσβύτερος και ένας εγγονός της είναι διακονικός υπηρέτης.
ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΥΝ ΤΗ ΧΩΡΑ
Ο Χενκ φαν Μπούσελ, ο ιεραπόστολος που είχε διοριστεί στη Ρουάντα το 1992 και αναγκάστηκε να διαφύγει στην Κένυα τον Απρίλιο του 1994, πήγαινε συχνά στην Γκόμα, στο ανατολικό Κονγκό, για να συμμετάσχει στο πρόγραμμα παροχής βοήθειας στους πρόσφυγες. Στα σύνορα του Κονγκό με τη Ρουάντα υπήρχαν αδελφοί που κρατούσαν έντυπά μας και έψαλλαν ή σφύριζαν ύμνους για να τους αναγνωρίζουν οι Μάρτυρες που έρχονταν από τη Ρουάντα.
Καθώς μαινόταν ο πόλεμος ανάμεσα στις κυβερνητικές δυνάμεις και στο Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντας, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι διέφευγαν στο Κονγκό και στην Τανζανία. Επικρατούσε πανικός. Σημείο συνάντησης για τους αδελφούς που πήγαιναν στην Γκόμα ήταν η Αίθουσα Βασιλείας. Αργότερα, στήθηκε λίγο έξω από την πόλη ένας καταυλισμός αποκλειστικά για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, τα παιδιά τους και τους ενδιαφερομένους, στον οποίο μπορούσαν να μείνουν πάνω από 2.000 άτομα. Οι αδελφοί έστησαν παρόμοιους καταυλισμούς και σε άλλα μέρη του ανατολικού Κονγκό.
Παρ’ όλο που οι πρόσφυγες ήταν κυρίως Χούτου οι οποίοι φοβούνταν αντίποινα, οι αδελφοί που εγκατέλειπαν τη Ρουάντα ήταν άτομα και των δύο εθνοτήτων. Εφόσον η γενοκτονία συνεχιζόταν, ήταν πολύ επικίνδυνο να περάσει κάποιος Τούτσι τα σύνορα προς την Γκόμα. Κάποιο διάστημα, το κόστος για να φυγαδευτεί Τούτσι αδελφός από τη χώρα ήταν 70 ευρώ.
Φτάνοντας στο Κονγκό, οι αδελφοί ήθελαν να μείνουν μαζί. Δεν ήθελαν να έχουν καμιά επαφή με την Ιντεραχάμουε, η οποία δραστηριοποιούνταν στους καταυλισμούς των Ηνωμένων Εθνών. Επιπλέον, οι περισσότεροι από τους πρόσφυγες που δεν ήταν Μάρτυρες ήταν φιλικά διακείμενοι προς την απερχόμενη κυβέρνηση και δεν μας συμπαθούσαν—ιδίως η Ιντεραχάμουε—επειδή δεν είχαμε ταχθεί στο πλευρό τους. Οι αδελφοί ήθελαν επίσης να είναι χωριστά από τους άλλους για να προστατέψουν τους Τούτσι αδελφούς τους.
Όσοι εγκατέλειψαν τη Ρουάντα χρειάζονταν βοήθεια επειδή άφησαν πίσω όλα τους τα υπάρχοντα. Γι’ αυτό, οι αδελφοί από το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ελβετία, την Κένυα και το Κονγκό έστειλαν χρήματα, φάρμακα, τρόφιμα, ρουχισμό, γιατρούς και νοσηλευτές. Σε μια από τις πρώτες αποστολές βοήθειας, έφτασαν αεροπορικώς από το γραφείο τμήματος της Γαλλίας πολλά αντίσκηνα, και αργότερα, από το τμήμα του Βελγίου, μεγαλύτερες σκηνές που μπορούσαν να στεγάσουν ολόκληρες οικογένειες. Στάλθηκαν επίσης ράντζα και αεροστρώματα, και από το τμήμα της Κένυας ήρθαν πάνω από δύο τόνοι ρούχα και 2.000 κουβέρτες.
ΞΕΣΠΑΕΙ ΕΠΙΔΗΜΙΑ ΧΟΛΕΡΑΣ
Πάνω από 1.000 Μάρτυρες και ενδιαφερόμενοι που είχαν φύγει από τη Ρουάντα εγκαταστάθηκαν στην Αίθουσα Βασιλείας της Γκόμα και σε ένα διπλανό οικόπεδο. Δυστυχώς, εξαιτίας της μεγάλης συγκέντρωσης προσφύγων, ξέσπασε στην Γκόμα επιδημία χολέρας. Το τμήμα του Κονγκό έστειλε γρήγορα φαρμακευτικό υλικό, και ο αδελφός Φαν Μπούσελ έφερε αεροπορικώς από το Ναϊρόμπι 60 κούτες φάρμακα. Η Αίθουσα Βασιλείας χρησιμοποιήθηκε προσωρινά ως νοσοκομείο και έγιναν προσπάθειες να απομονωθούν όσοι είχαν προσβληθεί. Δύο γιατροί, ο Λοΐκ Ντομαλέν και ένας άλλος αδελφός, μαζί με τον Εμάμπλ Χαμπιμάνα, έναν αδελφό από τη Ρουάντα που ήταν βοηθός γιατρού, εργάστηκαν με αυτοθυσία. Επίσης, πολύ μεγάλη βοήθεια εκείνη τη δύσκολη περίοδο πρόσφερε ο αδελφός Αμέλ από τη Γαλλία, καθώς και πολλοί αδελφοί και αδελφές που είχαν ιατρική πείρα και ήρθαν ως εθελοντές να φροντίσουν τους αρρώστους.
Μέχρι να τεθεί υπό έλεγχο εκείνη η θανατηφόρα ασθένεια και παρά τα αυστηρά μέτρα, προσβλήθηκαν πάνω από 150 αδελφοί και ενδιαφερόμενοι, εκ των οποίων γύρω στους 40 πέθαναν. Αργότερα, νοικιάστηκε μια μεγάλη έκταση για να γίνει εκεί ένας καταυλισμός για τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Στήθηκαν εκατοντάδες αντίσκηνα και μια μεγαλύτερη σκηνή, η οποία είχε σταλεί από την Κένυα και χρησιμοποιήθηκε ως νοσοκομείο. Αμερικανοί γιατροί και νοσηλευτές που επισκέφτηκαν τον καταυλισμό εντυπωσιάστηκαν από την καθαριότητα και την τάξη που επικρατούσε.
Στις αρχές Αυγούστου του 1994, η επιτροπή παροχής βοήθειας στην Γκόμα φρόντιζε 2.274 πρόσφυγες—Μάρτυρες, παιδιά και ενδιαφερομένους. Το ίδιο διάστημα, υπήρχαν επίσης πολλοί πρόσφυγες αδελφοί στο Μπουκάβου, στην Ουβίρα του ανατολικού Κονγκό, στο Μπουρούντι, καθώς και άλλα 230 άτομα σε έναν καταυλισμό προσφύγων στην Τανζανία.
Όταν οι αδελφοί από το μεταφραστικό γραφείο στο Κιγκάλι αναγκάστηκαν να διαφύγουν στην Γκόμα, κατάφεραν και πήραν μαζί τους ένα κομπιούτερ και μια γεννήτρια. Νοίκιασαν εκεί ένα σπίτι για να συνεχίσουν τη μεταφραστική εργασία.
Οι τηλεφωνικές και οι ταχυδρομικές υπηρεσίες εκεί ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Ωστόσο, υπήρχε μια εβδομαδιαία πτήση για το Ναϊρόμπι και, με τη βοήθεια Μαρτύρων που εργάζονταν στο αεροδρόμιο, οι αδελφοί έστελναν τα μεταφρασμένα κείμενα και την αλληλογραφία στο τμήμα της Κένυας. Η αλληλογραφία επέστρεφε με τον ίδιο τρόπο.
Ο Εμανουέλ Ενγκιρέντε και δύο άλλοι μεταφραστές συνέχισαν την υπηρεσία τους όσο καλύτερα μπορούσαν, αν και οι περιστάσεις ήταν δύσκολες. Λόγω του πολέμου, μερικά άρθρα της Σκοπιάς παραλείφθηκαν. Μεταφράστηκαν, όμως, αργότερα και εκδόθηκαν σε μορφή ειδικών βιβλιαρίων που εξετάστηκαν στη Μελέτη Βιβλίου Εκκλησίας.
Η ΖΩΗ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΑΥΛΙΣΜΟΥΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ
Τον καιρό που οι κάτοικοι του Κιγκάλι εγκατέλειπαν την πόλη τους, η Φρανσίν, μια αδελφή η οποία είχε χάσει τον άντρα της τον Ανανί στη γενοκτονία, κατέφυγε στην Γκόμα και έμεινε σε έναν από τους καταυλισμούς που είχαν στήσει οι Μάρτυρες. Η ίδια περιγράφει τη ζωή εκεί: «Κάθε μέρα υπήρχε πρόγραμμα για το ποιοι θα μαγείρευαν. Για πρωινό, φτιάχναμε χυλό από κεχρί ή από καλαμπόκι, και μετά ετοιμάζαμε το μεσημεριανό. Όταν τελειώναμε, πηγαίναμε για έργο κυρίως σε μη ομόπιστους συγγενείς στον καταυλισμό και σε άτομα εκτός καταυλισμού. Εντούτοις, έπειτα από λίγο καιρό, οι παραστρατιωτικοί της Ιντεραχάμουε που έμεναν σε άλλους καταυλισμούς άρχισαν να εξοργίζονται που οι Μάρτυρες ζούσαν χωριστά από τους υπόλοιπους πρόσφυγες, και τα πράγματα έγιναν επικίνδυνα».
Το Νοέμβριο του 1994, ήταν πλέον ασφαλές να επιστρέψουν οι αδελφοί στη Ρουάντα. Μάλιστα, κρίθηκε ότι θα ήταν καλό να φύγουν από το Κονγκό επειδή η κατάσταση στους καταυλισμούς των κοσμικών δεν ήταν ομαλή. Η επιστροφή όμως δεν θα ήταν εύκολη. Η Ιντεραχάμουε έλπιζε να ανασυνταχθεί και να επιτεθεί στη Ρουάντα και θεωρούσε λιποτάκτη όποιον έφευγε από το Κονγκό για να γυρίσει πίσω.
Οι αδελφοί ενημέρωσαν την κυβέρνηση της Ρουάντας ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, οι οποίοι είχαν τηρήσει ουδέτερη στάση στον πόλεμο και δεν είχαν καμία ανάμειξη στη γενοκτονία, ήθελαν να επαναπατριστούν. Η κυβέρνηση τους πρότεινε να συζητήσουν το θέμα με την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR), η οποία διέθετε οχήματα για τη μεταφορά. Ωστόσο, επειδή οι παραστρατιωτικοί θα τους εμπόδιζαν να επιστρέψουν, οι αδελφοί έπρεπε να κινηθούν βάσει σχεδίου.
Ανακοίνωσαν λοιπόν ότι θα γινόταν μια ημέρα ειδικής συνέλευσης στην Γκόμα και έφτιαξαν διαφημιστικά πανό. Έπειτα, ενημέρωσαν κρυφά τους υπόλοιπους αδελφούς για τον επαναπατρισμό. Για να μην εγείρουν υποψίες, τους είπαν ότι έπρεπε να αφήσουν όλα τα πράγματά τους στους καταυλισμούς και να φύγουν μόνο με τη Γραφή και το υμνολόγιό τους—όπως θα πήγαιναν σε συνέλευση.
Η Φρανσίν θυμάται ότι περπάτησαν αρκετές ώρες μέχρι να φτάσουν στα φορτηγά που θα τους πήγαιναν στα σύνορα με τη Ρουάντα. Στην άλλη πλευρά των συνόρων, είχαν γίνει ετοιμασίες από την Ύπατη Αρμοστεία ώστε οι αδελφοί να μεταφερθούν στο Κιγκάλι και έπειτα στις περιοχές που έμεναν. Έτσι λοιπόν, το Δεκέμβριο του 1994, επαναπατρίστηκαν οι περισσότεροι από τους αδελφούς και τις οικογένειές τους καθώς και τους ενδιαφερομένους. Η βελγική εφημερίδα Λε Σουάρ (Le Soir) στο φύλλο της 3ης Δεκεμβρίου 1994 έγραψε: «1.500 πρόσφυγες της Ρουάντας αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το Ζαΐρ [Κονγκό] λόγω φόβων για την ασφάλειά τους. Είναι Μάρτυρες του Ιεχωβά και είχαν στήσει δικό τους καταυλισμό βόρεια του ήδη υπάρχοντος στο Κατάλε. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά υπέστησαν σφοδρό διωγμό από την προηγούμενη κυβέρνηση επειδή αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στον πόλεμο και στα πολιτικά δρώμενα».
Η Φρανσίν, μετά την επιστροφή της στη Ρουάντα, παρακολούθησε μια συνέλευση περιφερείας στο Ναϊρόμπι και αναζωογονήθηκε από τη συναναστροφή με τους αδελφούς και τις αδελφές. Αφού συνήλθε κάπως μετά το θάνατο του συζύγου της, επέστρεψε στο μεταφραστικό γραφείο, το οποίο είχε αρχίσει να ξαναλειτουργεί στο Κιγκάλι. Αργότερα, παντρεύτηκε τον Εμανουέλ Ενγκιρέντε και υπηρετούν μαζί στο Μπέθελ.
Πώς κατάφερνε η Φρανσίν να διαχειρίζεται τα αισθήματά της κατά τη διάρκεια του πολέμου; Η ίδια λέει: «Η μόνη σκέψη που κυριαρχούσε στο μυαλό μας ήταν ότι πρέπει να υπομείνουμε ως το τέλος. Αποφασίσαμε να μη σκεφτόμαστε τα φρικτά πράγματα που συνέβαιναν γύρω μας. Θυμάμαι ότι με παρηγορούσαν τα λόγια των εδαφίων Αββακούμ 3:17-19 που λένε ότι, ακόμα και σε δύσκολες καταστάσεις, μπορούμε να έχουμε χαρά. Οι αδελφοί και οι αδελφές με ενθάρρυναν πολύ. Μερικοί μου έστειλαν επιστολές. Αυτό με βοήθησε να διατηρήσω θετική, πνευματική στάση. Δεν ξεχνούσα ότι ο Σατανάς χρησιμοποιεί πολλά τεχνάσματα. Αν το μυαλό μας είναι συνεχώς σε ένα πρόβλημα, κινδυνεύουμε να νικηθούμε από κάποιο άλλο. Αν δεν είμαστε άγρυπνοι, μπορεί να εξασθενήσουμε με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο».
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗ ΡΟΥΑΝΤΑ
Ο αδελφός Φαν Μπούσελ βοήθησε πολύ τους αδελφούς που επέστρεψαν. Όπως λέει ο ίδιος: «Σχεδιάστηκε ένα πρόγραμμα “επανεκκίνησης” για να βοηθήσει τους αδελφούς να σταθούν και πάλι στα πόδια τους μετά τον πόλεμο, περιλαμβανομένων και όσων είχαν μείνει στη Ρουάντα και είχαν χάσει σχεδόν τα πάντα. Διορισμένοι αδελφοί επισκέπτονταν κάθε εκκλησία για να αξιολογήσουν τις ελλείψεις. Οι οικογένειες και τα μεμονωμένα άτομα λάβαιναν ένα πακέτο με προμήθειες ανάλογα με τις περιστάσεις τους. Ωστόσο, είχαν υπόψη τους ότι ύστερα από τρεις μήνες θα έπρεπε να φροντίζουν μόνοι τους τις ανάγκες τους».
Φυσικά, δόθηκε προσοχή και στις πνευματικές ανάγκες των αδελφών. Η μεταφραστική ομάδα επέστρεψε στο Κιγκάλι, στο σπίτι όπου στεγαζόταν αρχικά. Ο αδελφός Φαν Μπούσελ θυμάται ότι, αν και οι τοίχοι είχαν γίνει «κόσκινο» από τις σφαίρες, τα περισσότερα βιβλία στην αποθήκη ήταν άθικτα. Επί μήνες έβρισκαν σφαίρες σε κούτες με έντυπα. Ένας μεταφραστής μάλιστα βρήκε στον κήπο μια χειροβομβίδα! Γύρω στον Οκτώβριο του επόμενου έτους, του 1995, η μεταφραστική ομάδα μεταφέρθηκε σε ένα πολύ πιο μεγάλο και άνετο ενοικιαζόμενο κτίριο στην άλλη πλευρά της πόλης. Εκεί εργάζονταν και έμεναν οι μεταφραστές μέχρι την ανέγερση ενός νέου γραφείου τμήματος το 2006.
«ΗΤΑΝ ΣΑΝ ΝΑ ΒΛΕΠΑΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ!»
Το Δεκέμβριο του 1994, οι περισσότεροι αδελφοί είχαν πια επιστρέψει από το Κονγκό—πάνω στην ώρα για τη συνέλευση περιφερείας, η οποία ήταν προγραμματισμένη να γίνει στο Κιγκάλι, στο χώρο μιας Αίθουσας Βασιλείας. Το θέμα της συνέλευσης, «Θεοσεβής Φόβος», ήταν ό,τι έπρεπε. Είχαν έρθει να την παρακολουθήσουν και Μάρτυρες από τη Γαλλία, την Κένυα και την Ουγκάντα. Την Παρασκευή το πρωί ο χώρος της αίθουσας ήταν κατάμεστος από αδελφούς. Μια αδελφή θυμάται: «Ήταν συγκινητικό να τους βλέπεις όλους να αγκαλιάζονται με δάκρυα στα μάτια. Πρώτη φορά έσμιγαν από τότε που είχε αρχίσει ο πόλεμος. Συναντούσαν φίλους που τους είχαν για νεκρούς!» Κάποια άλλη αδελφή είπε: «Ήταν σαν να βλέπαμε την ανάσταση!»
Ανάμεσα στους επισκέπτες από την Κένυα ήταν και ο Γκούντερ Ρέσκε, ο οποίος είπε: «Η χαρά μας δεν περιγραφόταν που, ύστερα από όλα αυτά, ξαναβρισκόμασταν με όσους είχαν γλιτώσει! Υπήρχε, ωστόσο, ένα πρόβλημα. Το μέγεθος του πλήθους ανησύχησε τις αρχές. Νωρίς το απόγευμα, ήρθαν οπλισμένοι στρατιώτες και μας είπαν ότι για λόγους ασφαλείας η συνέλευση ακυρώνεται και ότι έπρεπε να φύγουμε αμέσως. Αφιερώσαμε λίγο χρόνο για να δούμε τους αδελφούς και να τους ενθαρρύνουμε, αλλά τελικά έπρεπε να επιστρέψουμε στο Ναϊρόμπι. Αν και στενοχωρηθήκαμε που δεν μπόρεσαν να απολαύσουν το πρόγραμμα, είχαμε κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι μας για να τους ενθαρρύνουμε να παραμείνουν πιστοί, και φύγαμε με τη βεβαιότητα ότι αυτό ακριβώς θα έκαναν».
Τώρα που η τάξη στη χώρα είχε αποκατασταθεί σε κάποιον βαθμό, πολλά άτομα που κατάγονταν από τη Ρουάντα αλλά ζούσαν στο εξωτερικό αποφάσισαν να επιστρέψουν. Το ίδιο έκαναν και ορισμένοι οι οποίοι είχαν γεννηθεί σε ξένη χώρα από γονείς που εγκατέλειψαν τη Ρουάντα λόγω εθνοτικών και πολιτικών αναταραχών στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και τη δεκαετία του 1960. Μεταξύ αυτών που επέστρεψαν ήταν και άτομα που είχαν γίνει Μάρτυρες του Ιεχωβά στο εξωτερικό. Λόγου χάρη, ο Τζέιμς Μινιαμπουράνα και η οικογένειά του γνώρισαν την αλήθεια στην Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία. Καθώς η νέα κυβέρνηση της Ρουάντας ήθελε να τοποθετήσει σε κρατικές θέσεις επαναπατρισμένους εξορίστους, πρόσφερε στον αδελφό Μινιαμπουράνα εργασία. Εντούτοις, όταν αυτός επέστρεψε στη Ρουάντα, αντιμετώπισε εναντίωση και χλευασμό από συγγενείς και συνεργάτες επειδή ζούσε σύμφωνα με τις Χριστιανικές αρχές. Τελικά ζήτησε πρόωρη σύνταξη και έγινε τακτικός σκαπανέας. Τώρα είναι νομικός σύμβουλος της οργάνωσης των Μαρτύρων του Ιεχωβά στη Ρουάντα.
Ο Ενγκιραμπακούνζι Μασαρίκι γνώρισε την αλήθεια στο ανατολικό Κονγκό. Ο ίδιος λέει: «Επειδή είμαι Τούτσι, υπέφερα χρόνια από το ρατσισμό. Όταν ήρθα σε επαφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, ένιωσα ότι βρέθηκα σε άλλον πλανήτη! Μου φαινόταν σαν θαύμα που είχα γνωρίσει ειλικρινείς ανθρώπους οι οποίοι ζούσαν σε αρμονία με όσα δίδασκαν. Η αγάπη τους φάνηκε ακόμη περισσότερο τον καιρό της γενοκτονίας των Τούτσι το 1994. Οι αδελφοί έκρυψαν ολόκληρη την οικογένειά μου για να μας προστατέψουν. Το 1998, προσκλήθηκα να υπηρετήσω στο Μπέθελ, όπου βρίσκομαι ακόμη με τη σύζυγό μου την Εμεράνς. Ανυπομονώ να έρθει ο νέος κόσμος, όταν όλες οι προκαταλήψεις και οι διακρίσεις θα ανήκουν στο παρελθόν και η γη θα γεμίσει ανθρώπους που θα επικαλούνται το όνομα του Ιεχωβά και θα ζουν με ενότητα».
ΤΟ ΕΡΓΟ «ΑΠΟΓΕΙΩΝΕΤΑΙ» ΚΑΙ ΠΑΛΙ
Το Μάρτιο του 1994, πριν αρχίσει ο πόλεμος, υπήρχαν στη Ρουάντα 2.500 ευαγγελιζόμενοι. Ωστόσο, το Μάιο του 1995, παρότι είχαν σκοτωθεί πολλοί στη γενοκτονία, σημειώθηκε νέος ανώτατος αριθμός 2.807 ευαγγελιζομένων. Τα ειλικρινή άτομα συνέρρεαν στην οργάνωση του Ιεχωβά. Μια ειδική σκαπάνισσα, για παράδειγμα, είχε πάνω από 20 Γραφικές μελέτες, καθώς και άλλα άτομα σε λίστα αναμονής! Κάποιος επίσκοπος περιοχής σχολίασε: «Ο πόλεμος βοήθησε τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν ότι η επιδίωξη υλικών πραγμάτων δεν έχει κανένα νόημα».
Τον Ιανουάριο του 1996, διεξάχθηκε η Συνέλευση Περιφερείας «Χαρούμενοι Υμνητές». Ήταν όντως μια χαρούμενη περίσταση! Εφόσον το προηγούμενο έτος η συνέλευση είχε ακυρωθεί, αυτή ήταν η πρώτη μετά τον πόλεμο. Κάποιος από τους παρόντες ανέφερε: «Παντού γύρω μας οι αδελφοί και οι αδελφές αγκαλιάζονταν και έκλαιγαν—ήταν δε ιδιαίτερα συγκινητικό να βλέπεις Χούτου και Τούτσι να πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου». Ο αριθμός των παρευρισκομένων έφτασε τους 4.424 και βαφτίστηκαν 285. Ο αδελφός Ρέσκε θυμάται: «Συγκινηθήκαμε πολύ ακούγοντας τους υποψηφίους για βάφτισμα να απαντούν δυνατά “Γιέγκο!” (ναι) στις δύο ερωτήσεις. Καθώς περίμεναν στον αγωνιστικό χώρο να έρθει η σειρά τους να βαφτιστούν, έγιναν μούσκεμα μέχρι το κόκαλο από μια νεροποντή, αλλά δεν τους πείραξε καθόλου. “Έτσι και αλλιώς θα βρεχόμασταν!” είπαν».
Ο Χενκ φαν Μπούσελ επέστρεψε στη Ρουάντα και ο Γκούντερ Ρέσκε, ο οποίος είχε έρθει για να βοηθήσει στην αναδιοργάνωση του έργου, διορίστηκε πλέον μόνιμα εκεί. Πριν περάσει καιρός, επέστρεψαν επίσης ο Γκόντφρι και η Τζένι Μπιντ.
ΒΡΗΚΑΝ ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΤΟΥΣ ΓΙΟ!
Τα χρόνια μετά τον πόλεμο, οικογένειες που είχαν χωριστεί ξανάσμιξαν. Για παράδειγμα, το 1994, καθώς εντείνονταν οι μάχες στο Κιγκάλι και ο κόσμος αποχωρούσε μαζικά, ο Ορέστε Μουρίντα έχασε πάνω στον πανικό τη γυναίκα του και διέφυγε στην Γκιταράμα με το αγοράκι του που ήταν δυόμισι χρονών. Κάποια στιγμή που πήγε να βρει τρόφιμα, ξέσπασε μάχη, και μέσα στο χάος που ακολούθησε έχασε το γιο του.
Μετά τον πόλεμο, ο Ορέστε ξανάσμιξε με τη γυναίκα του, αλλά επειδή ο γιος τους δεν είχε βρεθεί, έβγαλαν το συμπέρασμα ότι είχε σκοτωθεί. Ωστόσο, έπειτα από δύο και πλέον χρόνια, ήρθε να εργαστεί στο Κιγκάλι κάποιος από την επαρχία ο οποίος δεν ήταν Μάρτυρας. Συνάντησε μερικούς αδελφούς και ανέφερε τυχαία ότι κάποιοι γείτονές του στην Γκιζένιε είχαν χάσει τα παιδιά τους στον πόλεμο αλλά είχαν αναλάβει ένα ορφανό, το οποίο θυμόταν το όνομα του πατέρα του και έλεγε ότι οι γονείς του ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά. Οι αδελφοί αναγνώρισαν το όνομα και ειδοποίησαν τους γονείς. Αυτοί έδειξαν στον άνθρωπο φωτογραφίες του γιου τους, και πράγματι εκείνο το παιδί ήταν το δικό τους! Ο Ορέστε πήγε αμέσως να το πάρει, και έτσι οι γονείς ξανάσμιξαν με το παιδί τους έπειτα από δυόμισι χρόνια! Το αγόρι αυτό είναι τώρα βαφτισμένος ευαγγελιζόμενος.
Αξίζει να πούμε ότι οι αδελφοί φρόντισαν όλα τα ορφανά παιδιά των Μαρτύρων. Κανένα δεν μπήκε σε ορφανοτροφείο. Κάποιοι μάλιστα φρόντισαν τα ορφανά γειτόνων ή συγγενών. Ένα αντρόγυνο, που είχε δέκα παιδιά, ανέλαβε τη φροντίδα άλλων δέκα ορφανών.
ΤΑΡΑΧΕΣ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΟ ΒΟΡΡΑ
Στα τέλη του 1996, πάνω από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες από τη Ρουάντα εξακολουθούσαν να ζουν σε καταυλισμούς στο Κονγκό. Ωστόσο, εξαιτίας ενός εμφύλιου πολέμου σε αυτή τη χώρα, είχε γίνει πολύ επικίνδυνο να μένει κανείς εκεί. Έτσι λοιπόν, το Νοέμβριο, οι πρόσφυγες υποχρεώθηκαν είτε να επιστρέψουν στη Ρουάντα είτε να μπουν ακόμη πιο βαθιά στα βροχερά δάση του Κονγκό. Οι περισσότεροι επέστρεψαν—μεταξύ αυτών και όσοι αδελφοί δεν είχαν γυρίσει πίσω το Δεκέμβριο του 1994. Πλήθη ανθρώπων, νέων και ηλικιωμένων, με μπόγους στο κεφάλι και με ρούχα σκονισμένα από το χώμα της αφρικανικής γης πλημμύρισαν τους δρόμους της πρωτεύουσας—ήταν ένα θέαμα που δεν ξεχνιέται εύκολα. Όλοι αυτοί οι πρόσφυγες έπρεπε να επιστρέψουν στον τόπο τους και να δώσουν τα στοιχεία τους στις αρχές. Για κάποιο διάστημα, υπήρχαν δρακόντεια μέτρα ασφαλείας.
Δυστυχώς, μαζί με τους πρόσφυγες επέστρεψαν στη Ρουάντα και πολλά κακοποιά στοιχεία, μεταξύ αυτών και παραστρατιωτικοί της Ιντεραχάμουε, οι οποίοι προσπάθησαν να συνεχίσουν τη δράση τους στα βορειοδυτικά της χώρας. Για την αποκατάσταση της τάξης, η κυβέρνηση έστειλε εκεί στρατό. Στην περιοχή αυτή ζούσαν πολλοί αδελφοί, και ήταν τρομερά δύσκολο να διατηρήσουν την ουδετερότητά τους. Το 1997 και το 1998, σκοτώθηκαν πάνω από 100 αδελφοί—οι περισσότεροι επειδή αρνήθηκαν να συμβιβάσουν τη Χριστιανική τους ουδετερότητα. Μερικές φορές η κατάσταση εκεί ήταν τόσο επικίνδυνη ώστε οι επίσκοποι περιοχής δεν μπορούσαν να επισκεφτούν τις εκκλησίες.
ΕΝΑ ΘΑΡΡΑΛΕΟ ΑΝΤΡΟΓΥΝΟ
Ο Τέομπαλντ Μινιαμπούντου, με τη γυναίκα του την Μπερανσίλ, ήταν ένας από τους λίγους επισκόπους περιοχής που κατάφερε να επισκεφτεί τις εκκλησίες στην περιοχή των ταραχών. Το αντρόγυνο αυτό ήξερε τι θα πει κίνδυνος. Ο Τέομπαλντ είχε βαφτιστεί το 1984, και έπειτα από δύο χρόνια φυλακίστηκε όπως και πολλοί άλλοι αδελφοί και υπέστη άγριο ξυλοδαρμό. Είχε επίσης διακινδυνεύσει τη ζωή του μαζί με τη γυναίκα του για να κρύψουν άτομα τον καιρό της γενοκτονίας. Αφού έσωσαν ένα έφηβο αγόρι του οποίου η μητέρα είχε σκοτωθεί, κατάφεραν να διαφύγουν στην Τανζανία. Εκεί ο Τέομπαλντ επισκεπτόταν τους δύο καταυλισμούς προσφύγων στο Μπενάκο και στο Καράγκουε για να ενθαρρύνει τους αδελφούς, παρότι ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο να πηγαίνει από τον έναν καταυλισμό στον άλλον επειδή στο δρόμο καραδοκούσαν ληστές.
Επιστρέφοντας στη Ρουάντα, ο Τέομπαλντ και η γυναίκα του διακινδύνευσαν και πάλι τη ζωή τους για να επισκέπτονται τους αδελφούς στην περιοχή των ταραχών, στα βορειοδυτικά της χώρας. Ο Τέομπαλντ αφηγείται: «Μερικές εκκλησίες που επισκεπτόμασταν βρίσκονταν σε απομακρυσμένες περιοχές. Λόγω της κατάστασης, δεν ήταν ασφαλές να διανυκτερεύουμε εκεί. Σε κάποια περίπτωση, θυμάμαι ότι περπατούσαμε μέσα στην καταιγίδα, επειδή ήταν η εποχή των βροχών, τέσσερις ώρες για να φτάσουμε στους αδελφούς και άλλες τέσσερις για να γυρίσουμε το βράδυ στο σπίτι που μέναμε».
Ο Τέομπαλντ θυμάται κάποιον αδελφό που συνάντησε σε έναν απομονωμένο όμιλο εκείνης της περιοχής: «Έμεινα έκπληκτος με τον Ζαν-Πιερ, έναν τυφλό αδελφό. Έκανε από μνήμης την ανάγνωση στη Σχολή Θεοκρατικής Διακονίας, όχι μόνο χωρίς λάθη, αλλά και με τη σωστή στίξη! Είχε ζητήσει από κάποιον αδελφό που είναι καλός αναγνώστης να του διαβάσει τα εδάφια για να τα μάθει απέξω. Η αποφασιστικότητά του με ενθάρρυνε πραγματικά».
Αναπολώντας τη γεμάτη ζωή του—από την οποία δεν έλειψε ο κίνδυνος—ο Τέομπαλντ λέει: «Όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια εμπιστευόμασταν στον Ιεχωβά και συχνά σκεφτόμασταν τα λόγια του εδαφίου Εβραίους 13:6: “Ο Ιεχωβά είναι βοηθός μου· δεν θα φοβηθώ. Τι μπορεί να μου κάνει άνθρωπος;”» Ο Τέομπαλντ και η γυναίκα του υπηρέτησαν πιστά στο έργο περιοχής και περιφερείας. Σήμερα, παρά τα προβλήματα υγείας, συνεχίζουν να υπηρετούν ως ειδικοί σκαπανείς.
ΑΙΘΟΥΣΑ ΣΥΝΕΛΕΥΣΕΩΝ
Καθώς ο αριθμός των Μαρτύρων αυξανόταν, γινόταν όλο και πιο δύσκολο να βρεθούν στο Κιγκάλι κατάλληλοι χώροι για τις συνελεύσεις. Το Δεκέμβριο του 1996, λόγου χάρη, δημιουργήθηκαν πολλά προβλήματα στη συνέλευση «Αγγελιοφόροι Θεϊκής Ειρήνης», επειδή κοντά στο στάδιο όπου διεξάχθηκε η συνέλευση κατέληγε ένα κανάλι από το οποίο έβγαιναν τα λύματα μιας φυλακής. Οι αδελφοί έκαναν παράπονα για την άσχημη μυρωδιά και οι γονείς ανησύχησαν για την υγεία των παιδιών τους. Οι άθλιες αυτές συνθήκες έκαναν την Επιτροπή της Χώρας να αποφασίσει ομόφωνα ότι εκείνη η συνέλευση θα ήταν η τελευταία σε αυτό το στάδιο. Πού θα έκαναν όμως τις συνελεύσεις;
Το Υπουργείο Χωροταξίας είχε δώσει σε μια εκκλησία του Κιγκάλι κάποια έκταση για την ανέγερση Αίθουσας Βασιλείας. Η έκταση ήταν πολύ μεγαλύτερη από όση χρειαζόμασταν, και αν υποβάλλονταν σχέδια μόνο για Αίθουσα Βασιλείας, το υπουργείο θα έδινε σε άλλους το κομμάτι που θα έμενε αχρησιμοποίητο. Οι αδελφοί λοιπόν, εμπιστευόμενοι στον Ιεχωβά, υπέβαλαν σχέδια για μια Αίθουσα Βασιλείας και έναν χώρο συνελεύσεων, με την προοπτική να χτιστεί μια δεύτερη Αίθουσα Βασιλείας αργότερα. Τα σχέδια εγκρίθηκαν από τις τοπικές αρχές.
Οι αδελφοί περιέφραξαν το οικόπεδο και εξομάλυναν το έδαφος. Εκατοντάδες εθελοντές το ξεχορτάριασαν και έσκαψαν λάκκους για τα αποχωρητήρια. Δημιουργήθηκε λοιπόν ένας όμορφος επικλινής χώρος, ιδανικός για συνελεύσεις.
Τους επόμενους μήνες, οι αδελφοί έκαναν εκεί δύο συνελεύσεις και μια ειδική συνάθροιση, αλλά ο δυνατός αέρας και η βροχή τούς ανάγκασαν να προφυλαχτούν όπως όπως με μουσαμάδες και ομπρέλες. Ζήτησαν λοιπόν από το Κυβερνών Σώμα την άδεια να κατασκευάσουν ένα στέγαστρο έτσι ώστε να διαμορφωθεί μια απλή Αίθουσα Συνελεύσεων.
Το Μάρτιο του 1998, το Κυβερνών Σώμα έδωσε την άδεια και σύντομα άρχισαν οι προκαταρκτικές εργασίες. Ολόκληρες οικογένειες έσκαβαν μαζί το έδαφος για να μπουν τα στηρίγματα της σκεπής. Όλοι δούλευαν πλάι πλάι με ενότητα. Την ομιλία αφιέρωσης για αυτές τις θαυμάσιες νέες εγκαταστάσεις εκφώνησε στις 6 Μαρτίου 1999 ο Ζαν Ζουλ Γκιγιού από το γραφείο τμήματος της Ελβετίας.
Εκείνη τη χρονιά, αποκαταστάθηκε η τάξη σε ολόκληρη τη χώρα. Το Φεβρουάριο, διορίστηκε στο γραφείο χώρας της Ρουάντας ένα ακόμη αντρόγυνο ιεραποστόλων, ο Ραλφ και η Τζένιφερ Τζόουνς, και έτσι η οικογένεια Μπέθελ είχε πλέον 21 μέλη.
Δύο αδελφοί από τη Ρουάντα είχαν αποφοιτήσει από τη Σχολή Διακονικής Εκπαίδευσης (τώρα λέγεται Βιβλική Σχολή για Άγαμους Αδελφούς) στην Κινσάσα του Κονγκό, περίπου 1.600 χιλιόμετρα μακριά. Τώρα όμως που γινόταν πόλεμος στο Κονγκό, ήταν ακόμη πιο δύσκολο να ταξιδέψει κανείς από τη Ρουάντα στην Κινσάσα. Γι’ αυτό, το Κυβερνών Σώμα ενέκρινε τη διεξαγωγή αυτής της σχολής στο Κιγκάλι. Οι 28 σπουδαστές της πρώτης τάξης, οι οποίοι ήταν από το Μπουρούντι, το Κονγκό και τη Ρουάντα, αποφοίτησαν το Δεκέμβριο του 2000.
Το Μάιο του 2000, η Ρουάντα έγινε γραφείο τμήματος. Λίγο αργότερα, οι αδελφοί βρήκαν μια έκταση 20 στρεμμάτων για την ανέγερση ενός Μπέθελ που θα φρόντιζε για τις γοργά αυξανόμενες ανάγκες του τομέα, και τον Απρίλιο του 2001 την αγόρασαν. Πολλοί αδελφοί στο Κιγκάλι δεν θα ξεχάσουν ποτέ πόσο σκληρά εργάστηκαν για να ξεριζώσουν τους θάμνους από εκείνον τον εγκαταλειμμένο χώρο.
ΕΚΡΗΞΗ ΗΦΑΙΣΤΕΙΟΥ ΣΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΚΟΝΓΚΟ
Στις 17 Ιανουαρίου 2002, άρχισαν να γίνονται εκρήξεις στο ηφαίστειο Νιιραγκόνγκο, στο ανατολικό Κονγκό, 16 χιλιόμετρα από την Γκόμα, και οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής χρειάστηκε να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Πολλοί από τους 1.600 ευαγγελιζομένους που έμεναν εκεί πέρασαν, μαζί με τα παιδιά τους και τους ενδιαφερομένους, τα σύνορα της Ρουάντας και κατέφυγαν στην Γκιζένιε, όπου οι αδελφοί τούς οδήγησαν σε κοντινές Αίθουσες Βασιλείας.
Την επομένη, οι αδελφοί του γραφείου τμήματος της Ρουάντας γέμισαν ένα φορτηγό τριών τόνων με βασικά είδη ανάγκης, όπως τρόφιμα, κουβέρτες και φάρμακα, και τα έστειλαν αμέσως στις έξι Αίθουσες Βασιλείας κοντά στα σύνορα με το Κονγκό.
Για λόγους ασφαλείας, η κυβέρνηση της Ρουάντας φοβήθηκε να επιτρέψει σε τόσους πολίτες του Κονγκό να μείνουν σε Αίθουσες Βασιλείας και επέμεινε να μεταφερθούν σε καταυλισμούς προσφύγων. Για να ληφθεί μια απόφαση σχετικά με το τι έπρεπε να γίνει, εκπρόσωποι της Επιτροπής του Τμήματος της Ρουάντας συναντήθηκαν στην Γκόμα με δύο μέλη της Επιτροπής του Τμήματος του Κονγκό και πρεσβυτέρους των εκκλησιών της Γκόμα. Οι αδελφοί από το Κονγκό δεν ήθελαν να μεταφερθούν οι πληγέντες σε καταυλισμούς προσφύγων στη Ρουάντα. Όπως είπαν: «Το 1994 φροντίσαμε πάνω από 2.000 αδελφούς και ενδιαφερομένους από τη Ρουάντα. Αντί να πάνε στους καταυλισμούς, ας γυρίσουν στην Γκόμα και θα τους φροντίσουμε εμείς, όπως τότε που είχαν έρθει οι αδελφοί από τη Ρουάντα».
Το ότι οι Κονγκολέζοι αδελφοί φρόντισαν οι ίδιοι τους πληγέντες αντί να τους αφήσουν να πάνε σε καταυλισμούς κοσμικών οργανώσεων ήταν μια στοργική πράξη φιλοξενίας. Έτσι λοιπόν, οι αδελφοί και οι οικογένειές τους επέστρεψαν στην Γκόμα. Στη συνέχεια, στάλθηκαν από το Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ελβετία και άλλα είδη πρώτης ανάγκης, μεταξύ των οποίων και μουσαμάδες. Οι αδελφοί έμειναν στην Γκόμα μέχρι που χτίστηκαν τα καινούρια τους σπίτια.
ΘΕΟΚΡΑΤΙΚΑ ΟΡΟΣΗΜΑ
Όσον αφορά το νέο γραφείο τμήματος, το σχεδιασμό ανέλαβε το Περιφερειακό Τεχνικό Γραφείο της Νότιας Αφρικής, και για την οικοδόμηση μισθώθηκε κάποιος ντόπιος εργολάβος. Στο έργο βοήθησαν επίσης διεθνείς υπηρέτες, καθώς και πολλοί ντόπιοι αδελφοί που συμμετείχαν στη διαμόρφωση των εξωτερικών χώρων και σε άλλες τελικές εργασίες. Παρότι υπήρξαν εμπόδια και δυσκολίες, η οικογένεια Μπέθελ μετακόμισε στο όμορφο νέο κτίριο το Μάρτιο του 2006. Στα τέλη του έτους, ο Γκάι Πιρς, μέλος του Κυβερνώντος Σώματος, ήρθε με τη σύζυγό του για την αφιέρωση, η οποία έγινε στις 2 Δεκεμβρίου. Το πρόγραμμα παρακολούθησαν 553 αδελφοί, μεταξύ των οποίων και 112 εκπρόσωποι από 15 χώρες.
Ο Τζιμ και η Ρέιτσελ Χολμς από τον Καναδά, οι οποίοι εργάστηκαν στην οικοδόμηση, ήξεραν την αμερικανική νοηματική και προσφέρθηκαν να κάνουν μαθήματα σε όσους Μπεθελίτες ενδιαφέρονταν. Τα μαθήματα που γίνονταν κάθε Δευτέρα μετά την οικογενειακή Μελέτη Σκοπιάς τα παρακολούθησαν έξι άτομα, τα οποία έμαθαν τη γλώσσα τόσο καλά ώστε πολύ σύντομα ιδρύθηκε όμιλος νοηματικής.
Τον Ιούνιο του 2007, ήρθε ως ιεραπόστολος στη Ρουάντα για να βοηθήσει στον τομέα της νοηματικής ο Κέβιν Ραπ, απόφοιτος της Σχολής Διακονικής Εκπαίδευσης στην Ελβετία. Σε λίγο ήρθε και ένα αντρόγυνο ιεραποστόλων από τον Καναδά, οι οποίοι είχαν πείρα στο έργο σε κωφούς. Τον Ιούλιο του 2008, σχηματίστηκε εκκλησία νοηματικής και λίγο αργότερα μερικοί όμιλοι.
Στη συνέλευση περιφερείας του 2007, ανακοινώθηκε προς μεγάλη χαρά των αδελφών ότι είχε ολοκληρωθεί η Μετάφραση Νέου Κόσμου των Χριστιανικών Ελληνικών Γραφών στη γλώσσα κινιαρουάντα. Οι Ενωμένες Βιβλικές Εταιρίες είχαν μεταφράσει ολόκληρη τη Γραφή στην κινιαρουάντα το 1956. Παρότι επρόκειτο για μια ειλικρινή προσπάθεια απόδοσης της Γραφής στην τοπική γλώσσα—μάλιστα στις Εβραϊκές Γραφές αναφέρεται εφτά φορές το όνομα Γιεχοβά—η Μετάφραση Νέου Κόσμου είναι πιο προσιτή στο ευρύ κοινό, ειδικά στους φτωχούς. Χάρη στις σκληρές προσπάθειες ντόπιων μεταφραστών που συνεργάστηκαν με τις Μεταφραστικές Υπηρεσίες στη Νέα Υόρκη, είναι ακριβής και ευανάγνωστη. Τι συγκινητικό είναι να βλέπει κανείς τα περισσότερα παιδιά στην Αίθουσα Βασιλείας να κρατάνε τη δική τους Γραφή και να σηκώνουν με ενθουσιασμό το χέρι τους για να διαβάσουν ένα εδάφιο!
ΝΕΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΤΗΣ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑΣ
Παρότι οι αδελφοί απολαμβάνουν θρησκευτική ελευθερία από το 1992 οπότε έλαβαν νομική αναγνώριση, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν λόγω της Χριστιανικής τους ουδετερότητας δεν έχουν πάψει. Τα περασμένα 15 χρόνια, εκατοντάδες αδελφοί συνελήφθησαν επειδή δεν συμμετείχαν σε ομάδες νυχτερινής περιπολίας υπό την επίβλεψη του στρατού. Εντούτοις, ύστερα από συναντήσεις εκπροσώπων μας με υπουργούς της κυβέρνησης, οι αρχές συμφώνησαν να προσφέρουν οι αδελφοί εναλλακτική υπηρεσία.
Τα πρόσφατα χρόνια, 215 δάσκαλοι έχασαν τη δουλειά τους επειδή αρνήθηκαν να παρακολουθήσουν ένα σεμινάριο πολιτικού χαρακτήρα. Επίσης, 118 παιδιά αποβλήθηκαν από το σχολείο επειδή δεν έψαλλαν τον εθνικό ύμνο. Εκπρόσωποι του γραφείου τμήματος πήγαν στις αρχές για να εξηγήσουν την ουδέτερη στάση μας, και έπειτα από πολλούς μήνες επιτράπηκε στα περισσότερα παιδιά να επιστρέψουν στο σχολείο. Αναφερόμενοι στην ιστορία του έργου μας στη Ρουάντα, επισήμαναν ότι το 1986 οι Μάρτυρες του Ιεχωβά φυλακίζονταν λόγω της ουδετερότητάς τους. Ωστόσο, αυτή η ουδετερότητα ήταν ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στη γενοκτονία το 1994.—Ιωάν. 17:16.
Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά υπακούν στους νόμους του κράτους και παραμένουν πολιτικά ουδέτεροι ανεξάρτητα με το ποια κυβέρνηση είναι στην εξουσία. Το 1986, για παράδειγμα, ο Φρανσουά-Ξαβιέ Χακιζιμάνα έμεινε στη φυλακή 18 μήνες λόγω της ουδέτερης στάσης του. Όταν άλλαξε η κυβέρνηση μετά τη γενοκτονία, ξαναφυλακίστηκε το 1997 και το 1998 για τον ίδιο λόγο. Τέτοια παραδείγματα δείχνουν ότι η ουδέτερη στάση των Μαρτύρων του Ιεχωβά παραμένει σταθερή και ότι δεν υποδηλώνει εναντίωση προς κάποια συγκεκριμένη κυβέρνηση. Η Χριστιανική ουδετερότητα βασίζεται αποκλειστικά και μόνο σε Γραφικές αρχές.
Πέρα από αυτές τις συνεχιζόμενες δυσκολίες, οι αδελφοί έχουν την ελευθερία να διεξάγουν συναθροίσεις και συνελεύσεις. Επίσης, έχουν πάρει άδεια να κηρύττουν και να κάνουν συναθροίσεις σε πολλές φυλακές, όπου αρκετοί κρατούμενοι έχουν γνωρίσει την αλήθεια. Επιπλέον, το υπηρεσιακό έτος 2009, εκδόθηκαν έξι δικαστικές αποφάσεις υπέρ του λαού του Ιεχωβά στη Ρουάντα.
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΔΙΑΓΡΑΦΕΤΑΙ ΛΑΜΠΡΟ
Θα ήταν παράλειψη να μην πούμε δυο λόγια για την εξαιρετική επιτυχία του προγράμματος οικοδόμησης Αιθουσών Βασιλείας. Από το 1999 που ξεκίνησε η διευθέτηση για την οικοδόμηση Αιθουσών Βασιλείας σε χώρες με περιορισμένους πόρους, έχουν χτιστεί γύρω στις 290 απλές αλλά όμορφες αίθουσες από πρόθυμους εθελοντές.
Με την ενθουσιώδη υποστήριξη των ντόπιων ευαγγελιζομένων, οι αδελφοί ολοκληρώνουν τις περισσότερες από αυτές τις αίθουσες μέσα σε τρεις μήνες. Οι Αίθουσες Βασιλείας ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια σε ολόκληρη τη χώρα κινώντας έτσι την περιέργεια των ανθρώπων και δίνοντας ευκαιρίες για μαρτυρία. Εκτός από την Αίθουσα Συνελεύσεων στο Κιγκάλι, έχουν κατασκευαστεί δέκα μικρότερες και πιο απλές Αίθουσες Συνελεύσεων, ώστε οι αδελφοί να μπορούν να παρακολουθούν τις συνελεύσεις χωρίς να χρειάζεται να περπατούν μακρινές αποστάσεις διασχίζοντας βουνά. Επιπρόσθετα, έχουν ολοκληρωθεί τέσσερις Αίθουσες Βασιλείας με δυνατότητα προέκτασης, όπου επίσης μπορούν να γίνονται συνελεύσεις.
Τους πρώτους μήνες κάθε χρόνου, όλες οι εκκλησίες συμμετέχουν με ζήλο στην καλλιέργεια μη ανατεθειμένων τομέων ή τομέων που καλύπτονται σπάνια. Μερικές φορές, για να κηρύξουν σε τέτοιους τομείς, οι ευαγγελιζόμενοι ταξιδεύουν αρκετά μακριά με δικά τους έξοδα. Σε πιο μακρινές περιοχές στέλνονται για τρεις μήνες προσωρινοί ειδικοί σκαπανείς. Οι όμιλοι που ιδρύονται χάρη σε αυτές τις προσπάθειες αποτελούν το θεμέλιο μελλοντικών εκκλησιών. Για παράδειγμα, στην εκστρατεία που έλαβε χώρα από τον Ιανουάριο ως το Μάρτιο του 2010, ξεκίνησαν εκατοντάδες Γραφικές μελέτες και σχηματίστηκαν εννιά καινούριοι όμιλοι. Επιπρόσθετα, την ίδια περίοδο, 30 προσωρινοί ειδικοί σκαπανείς ίδρυσαν 15 καινούριους ομίλους.
ΕΝΑ ΑΚΟΜΗ ΟΡΟΣΗΜΟ ΓΙΑ ΤΗ ΡΟΥΑΝΤΑ
Στη συνέλευση περιφερείας του 2009, με θέμα «Να Είστε σε Εγρήγορση!», οι αδελφοί στη Ρουάντα χάρηκαν πάρα πολύ όταν έμαθαν για την έκδοση ενός καινούριου υμνολογίου και άκουσαν ένα ποτπουρί από τους καινούριους ύμνους στη γλώσσα τους. Το καινούριο υμνολόγιο, όχι μόνο μεταφράστηκε γρήγορα στην κινιαρουάντα, αλλά και δόθηκε στις εκκλησίες αρκετά νωρίς ώστε οι αδελφοί να αρχίσουν από τον Ιανουάριο του 2010 να ψάλλουν τους καινούριους ύμνους στις συναθροίσεις ταυτόχρονα με την υπόλοιπη παγκόσμια αδελφότητα.
Όταν εκδόθηκαν οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές—Μετάφραση Νέου Κόσμου στην κινιαρουάντα το 2007, όλοι αναρωτήθηκαν εύλογα πότε θα μεταφραζόταν ολόκληρη η Γραφή. Καθώς πλησίαζε ο καιρός για τις συνελεύσεις περιφερείας του 2010, ανακοινώθηκε ότι στη συνέλευση που θα γινόταν τον Αύγουστο στο Κιγκάλι θα ερχόταν και ο Γκάι Πιρς, μέλος του Κυβερνώντος Σώματος. Η συνέλευση έγινε στο στάδιο απέναντι από το γραφείο τμήματος σε ατμόσφαιρα ενθουσιασμού, ο οποίος κορυφώθηκε όταν ο αδελφός Πιρς ανακοίνωσε ότι ολόκληρη η Αγία Γραφή—Μετάφραση Νέου Κόσμου ήταν πλέον διαθέσιμη στην κινιαρουάντα! Την Παρασκευή το πρωί, οι 7.149 παρόντες έλαβαν από ένα αντίτυπο. Την Κυριακή ήρθαν στη συνέλευση και αδελφοί από άλλες περιφέρειες, εκτοξεύοντας τον αριθμό των παρόντων στους 11.355. Στρατιώτες που εκείνες τις μέρες περπατούσαν σε σχηματισμό έξω από το στάδιο ζήτησαν την καινούρια Γραφή και έλαβαν 180 αντίτυπα. Επίσης, ο δήμαρχος του Κιγκάλι, ο αρχηγός της αστυνομίας και παράγοντες του Υπουργείου Αθλητισμού δέχτηκαν ευχαρίστως αντίτυπα.
Το έργο κηρύγματος των καλών νέων στη Ρουάντα άρχισε το 1970 με τρεις ευαγγελιζομένους. Τώρα υπάρχουν στη χώρα σχεδόν 20.000 ευαγγελιζόμενοι οι οποίοι διεξάγουν γύρω στις 50.000 Γραφικές μελέτες κάθε μήνα. Τον Απρίλιο του 2011 παρακολούθησαν την Ανάμνηση 87.010 άτομα. Οι αδελφοί στη Ρουάντα έχουν δημιουργήσει υπόμνημα ζήλου. Το 25 περίπου τοις εκατό των ευαγγελιζομένων βρίσκεται σε κάποια μορφή ολοχρόνιας υπηρεσίας και οι υπόλοιποι κάνουν κατά μέσο όρο 20 ώρες έργο το μήνα. Οι αδελφοί μας σε αυτόν τον παραγωγικό αγρό είναι πολυάσχολοι στο πλευρό του “Κυρίου του θερισμού” και δεν σκοπεύουν να επιβραδύνουν. Καθώς ο Ιεχωβά συνεχίζει να ευλογεί το έργο, ανυπομονούμε να δούμε πόσοι ακόμη θα συρρεύσουν στο βουνό της αληθινής λατρείας Του σε αυτή τη «Χώρα των Χιλίων Λόφων».—Ματθ. 9:38· Μιχ. 4:1, 2.
[Υποσημειώσεις]
a Συνήθως ονομάζεται Κονγκό ή Κονγκό (Κινσάσα) για να ξεχωρίζει από το γειτονικό Κονγκό (Μπραζαβίλ). Στην αφήγηση αυτή χρησιμοποιούμε την ονομασία Κονγκό.
b Η Ντέμπορα έγινε ευαγγελιζόμενη, βαφτίστηκε σε ηλικία δέκα χρονών, και τώρα υπηρετεί με τη μητέρα της ως τακτική σκαπάνισσα.
c Εκείνο το μωρό είναι τώρα βαφτισμένη αδελφή.
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 178]
Είπε σε όσους παρακολούθησαν τη Λειτουργία να αποφεύγουν τους Μάρτυρες του Ιεχωβά
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 181]
Χαιρετούσαν ο ένας τον άλλον λέγοντας «Κομέρα!» που σημαίνει «Δεν χάνουμε το ηθικό μας!»
[Πρόταση που τονίζεται στη σελίδα 218]
«Ιεχωβά, εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα για να σώσουμε τη ζωή μας. Μόνο εσύ μπορείς!»
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 166]
Γενική Εικόνα της Ρουάντας
Χώρα
Η Ρουάντα έχει μήκος μόλις 177 χιλιόμετρα και πλάτος 233. Πρωτεύουσά της είναι το Κιγκάλι.
Κάτοικοι
Έχει πάνω από 11.000.000 κατοίκους και είναι η πιο πυκνοκατοικημένη χώρα στην Αφρική. Ο πληθυσμός αποτελείται από Χούτου, Τούτσι και Τούα, καθώς και από κάποιους Ασιάτες και Ευρωπαίους. Οι μισοί και πλέον κάτοικοι είναι Ρωμαιοκαθολικοί, και πάνω από το 25% είναι Προτεστάντες, περιλαμβανομένων και πολλών Αντβεντιστών. Οι υπόλοιποι είναι Μουσουλμάνοι ή ανήκουν σε άλλα τοπικά θρησκεύματα.
Γλώσσα
Οι επίσημες γλώσσες είναι η κινιαρουάντα, η αγγλική και η γαλλική. Για τις εμπορικές συναλλαγές με τις γειτονικές χώρες χρησιμοποιείται η σουαχίλι.
Πόροι διαβίωσης
Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι γεωργοί. Επειδή γενικά το έδαφος είναι φτωχό, οι καλλιέργειες πολλών οικογενειών αρκούν μόνο για τις δικές τους ανάγκες. Εξάγεται τσάι, πύρεθρα (φυτό που χρησιμοποιείται για την παρασκευή εντομοκτόνων) και καφές, ο οποίος είναι το κύριο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας.
Διατροφή
Βασικά είδη στη διατροφή των κατοίκων είναι οι πατάτες, οι μπανάνες και τα φασόλια.
Κλίμα
Παρότι η Ρουάντα βρίσκεται κοντά στον ισημερινό, έχει γενικά εύκρατο κλίμα. Στα κεντρικά υψίπεδα, η μέση θερμοκρασία είναι 21 βαθμοί Κελσίου και η μέση ετήσια βροχόπτωση 114 εκατοστά.
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 185]
«Θα μας Κυνηγήσει ο Ιεχωβά!»
ΕΜΑΝΟΥΕΛ ΕΝΓΚΙΡΕΝΤΕ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ 1955
ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ 1982
ΥΠΗΡΕΤΕΙ ΩΣ Μέλος της Επιτροπής του Τμήματος της Ρουάντας και επίσκοπος του Μεταφραστικού.
◼ ΤΟ 1989, έκανα σκαπανικό στην ανατολική Ρουάντα και στα τέλη του έτους διορίστηκα να υπηρετήσω στο μεταφραστικό γραφείο. Επειδή δεν είχα ξανασχοληθεί με τη μετάφραση, ομολογώ ότι τρομοκρατήθηκα. Αν και μέσα μου πίστευα ότι δεν θα τα κατάφερνα, άρχισα να μεταφράζω τρία έντυπα. Νοικιάσαμε ένα σπίτι και πήραμε μερικά λεξικά. Κάποιες φορές δούλευα όλη νύχτα πίνοντας καφέ για να μείνω ξύπνιος.
Όταν επιτέθηκαν οι δυνάμεις εισβολής τον Οκτώβριο του 1990, υπήρξαν υποψίες ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά συνεργάζονταν μαζί τους. Έτσι λοιπόν, οι πράκτορες ασφαλείας άρχισαν τις έρευνες. Επειδή έκανα όλη τη μεταφραστική εργασία στο σπίτι, νόμιζαν ότι ήμουν άνεργος και ήθελαν να μάθουν με τι ασχολούμαι. Μια μέρα, ήρθαν απροειδοποίητα να ψάξουν το σπίτι. Την προηγούμενη νύχτα είχα μείνει ξάγρυπνος δακτυλογραφώντας, και στις πέντε το πρωί προσπαθούσα να κοιμηθώ όταν ξαφνικά με κάλεσαν για εργασία σε ένα κοινοτικό έργο.
Ενώ έλειπα, οι τοπικές αρχές έκαναν το σπίτι μου φύλλο και φτερό. Όταν γύρισα, οι γείτονες μου είπαν ότι ένας αστυνομικός και ένας εκπρόσωπος του δήμου διάβαζαν επί μία ώρα τα κείμενα που είχα μεταφράσει, τα οποία αναφέρονταν επανειλημμένα στον Ιεχωβά. Τελικά είπαν: «Πάμε να φύγουμε από ’δώ γιατί θα μας κυνηγήσει ο Ιεχωβά!»
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 194]
100 Μέρες, 1.000.000 Νεκροί
«Η γενοκτονία του 1994 στη Ρουάντα είναι από τις πιο αδιαμφισβήτητες περιπτώσεις γενοκτονίας στη σύγχρονη ιστορία. Από τις αρχές Απριλίου ως τα μέσα Ιουλίου του 1994, μέλη της εθνότητας Χούτου, η οποία αποτελεί την πλειονότητα αυτής της μικρής κεντροαφρικανικής χώρας, προέβησαν σε συστηματικές σφαγές της εθνικής μειονότητας Τούτσι. Ένα εξτρεμιστικό καθεστώς Χούτου, φοβούμενο ότι η εξουσία του απειλούνταν από το δημοκρατικό κίνημα και από τον εμφύλιο πόλεμο, σχεδίασε την εξόντωση όλων όσων θεωρούσε εχθρούς—είτε ήταν Τούτσι είτε μετριοπαθείς Χούτου. Οι σφαγές τερματίστηκαν μόνο όταν ο αποτελούμενος κυρίως από Τούτσι επαναστατικός στρατός κατέλαβε τη χώρα αναγκάζοντας την κυβέρνηση που ήταν υπεύθυνη για τη γενοκτονία να την εγκαταλείψει. Σε 100 μόλις μέρες, η γενοκτονία και ο πόλεμος αφαίρεσαν 1.000.000 ζωές. Το μακελειό στη Ρουάντα ήταν ένα από τα πιο σαρωτικά κύματα σφαγών στην καταγραμμένη ιστορία».—Εγκυκλοπαίδεια Γενοκτονιών και Εγκλημάτων Κατά της Ανθρωπότητας (Encyclopedia of Genocide and Crimes Against Humanity).
Περίπου 400 Μάρτυρες σκοτώθηκαν στη γενοκτονία, περιλαμβανομένων και Χούτου που προστάτεψαν Τούτσι αδελφούς τους. Κανένας όμως δεν σκοτώθηκε από ομόπιστο.
[Εικόνα]
Πρόσφυγες που εγκαταλείπουν τη Ρουάντα
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 197]
«Αίθουσες Θανάτου»
«Οι ενορχηστρωτές της γενοκτονίας εκμεταλλεύτηκαν την ιστορική έννοια της ασυλίας των ιερών χώρων για να παγιδέψουν δεκάδες χιλιάδες Τούτσι σε εκκλησίες δίνοντάς τους ψεύτικες υποσχέσεις για προστασία. Παραστρατιωτικοί και στρατιώτες Χούτου εξολόθρευαν συστηματικά πλήθη άτυχων ανθρώπων που κατέφευγαν σε εκκλησίες και σχολεία, πυροβολώντας τους και ρίχνοντάς τους χειροβομβίδες. Ύστερα, αποτελείωναν μεθοδικά τους επιζώντες με μασέτες, δρεπάνια και μαχαίρια. . . . Οι εκκλησίες όμως δεν δέχτηκαν απλώς να χρησιμοποιηθούν οι ναοί τους ως αίθουσες θανάτου—προχώρησαν ακόμη περισσότερο. Σε μερικά μέρη, κληρικοί, κατηχητές και υπάλληλοι των ενοριών που γνώριζαν καλά τους ντόπιους βοήθησαν στην αναγνώριση των Τούτσι με σκοπό την εξόντωσή τους. Σε άλλες περιπτώσεις, συμμετείχαν και οι ίδιοι στις σφαγές».—Χριστιανοσύνη και Γενοκτονία στη Ρουάντα (Christianity and Genocide in Rwanda).
«Η κυριότερη κατηγορία εναντίον της [Καθολικής] Εκκλησίας είναι ότι απέσυρε την υποστήριξή της από μια ελίτ Τούτσι, τασσόμενη υπέρ της δημιουργίας ενός επαναστατικού κινήματος των Χούτου. Με αυτόν τον τρόπο συνέβαλε στην άνοδο του Χαμπιαριμάνα στην εξουσία, σε ένα κράτος που αποτελούνταν κυρίως από Χούτου. Όσο δε για αυτή καθαυτή τη γενοκτονία, οι αναλυτές θεωρούν και πάλι ότι η Εκκλησία ευθύνεται άμεσα για την υποδαύλιση μίσους, την κάλυψη των αυτουργών και την αποτυχία της να προστατέψει όσους ζήτησαν καταφύγιο εντός των πυλών της. Κάποιοι επίσης πιστεύουν ότι, ως ο πνευματικός καθοδηγητής της πλειονότητας των κατοίκων της Ρουάντας, είναι ηθικά υπεύθυνη επειδή δεν έλαβε όλα τα διαθέσιμα μέτρα για τον τερματισμό της σφαγής».—Εγκυκλοπαίδεια Γενοκτονιών και Εγκλημάτων Κατά της Ανθρωπότητας.
[Πλαίσιο/Εικόνες στις σελίδες 201-203]
«Πώς να Σκοτώσεις Κάποιον Όταν Όλοι Παρακαλάνε να Ζήσει;»
ΖΑΝ-ΜΑΡΙ ΜΟΥΤΕΖΙΝΤΑΡΕ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ 1959
ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ 1985
ΙΣΤΟΡΙΚΟ Πιστός αδελφός με καλοσυνάτο χαμόγελο, ο οποίος το 1986 λίγο μετά το βάφτισμά του, έμεινε οχτώ μήνες στη φυλακή. Το επάγγελμά του είναι χτίστης. Το 1993 παντρεύτηκε τη Ζαν. Τώρα υπηρετεί ως εισηγητής της Επιτροπής Αίθουσας Συνελεύσεων του Κιγκάλι.
◼ ΣΤΙΣ 7 Απριλίου, η γυναίκα μου, η κόρη μας η Ζαμίμα, που τότε ήταν ενός μηνός, και εγώ ξυπνήσαμε απότομα από πυροβολισμούς. Στην αρχή, σκεφτήκαμε ότι θα ήταν κάποια πολιτική διαμάχη, αλλά σύντομα μάθαμε ότι η παραστρατιωτική οργάνωση Ιντεραχάμουε είχε αρχίσει να σκοτώνει συστηματικά όλους τους Τούτσι. Επειδή είμαστε και εμείς Τούτσι, δεν τολμούσαμε να βγούμε από το σπίτι. Προσευχόμασταν ένθερμα στον Ιεχωβά για κατεύθυνση. Εκείνο το διάστημα, τρεις θαρραλέοι Χούτου αδελφοί—ο Ατανάζ, ο Σαρλ και ο Εμανουέλ—διακινδύνευαν τη ζωή τους για να μας φέρνουν τρόφιμα.
Σχεδόν επί έναν μήνα, η γυναίκα μου και εγώ ήμασταν αναγκασμένοι να κρυβόμαστε σε σπίτια διαφορετικών αδελφών. Μια μέρα, όταν οι έρευνες για τον εντοπισμό των Τούτσι κορυφώθηκαν, παραστρατιωτικοί με μαχαίρια, λόγχες και μασέτες ήρθαν στο μέρος που κρυβόμουν. Μόλις τους είδα, έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και κρύφτηκα σε κάτι θάμνους, αλλά με βρήκαν. Με περικύκλωσαν και ενώ τους παρακαλούσα να μη μου κάνουν κακό, επειδή είμαι Μάρτυρας του Ιεχωβά, εκείνοι επέμεναν: «Είσαι αντάρτης!» Με έριξαν κάτω με κλωτσιές, και με χτυπούσαν με ρόπαλα και με τους υποκόπανους των όπλων τους. Μαζεύτηκε κόσμος—ανάμεσά τους και κάποιος στον οποίο είχα δώσει μαρτυρία. Εκείνος φώναξε θαρραλέα: «Μη! Αφήστε τον να ζήσει!» Μετά ήρθε και ο Σαρλ, ένας από τους αδελφούς που ήταν Χούτου. Όταν η γυναίκα του και τα παιδιά του με είδαν αιμόφυρτο, άρχισαν να κλαίνε. Οι φονιάδες σάστισαν και με άφησαν, λέγοντας: «Πώς να σκοτώσεις κάποιον όταν όλοι παρακαλάνε να ζήσει;» Ο Σαρλ με πήρε στο σπίτι του για να περιποιηθεί τα τραύματά μου, και οι παραστρατιωτικοί μάς προειδοποίησαν ότι, αν έφευγα από εκεί, αντί για εμένα θα σκότωναν εκείνον.
Στο μεταξύ, είχα χάσει την επαφή με τη Ζαν και το μωρό. Σε μια άγρια επίθεση, την είχαν χτυπήσει και εκείνη, και μόλις που γλίτωσε τη ζωή της. Αργότερα, κάποιοι της είπαν ότι είχα σκοτωθεί, μάλιστα της είπαν να πάρει και σεντόνια για να τυλίξει το σώμα μου.
Όταν ξανασμίξαμε με τη Ζαν στο σπίτι του Ατανάζ, κλάψαμε από χαρά. Ωστόσο, πιστεύαμε ότι η επόμενη μέρα θα ήταν η τελευταία μας. Μας περίμενε άλλη μια μέρα τρόμου, ένας πραγματικός εφιάλτης, καθώς έπρεπε να αλλάζουμε συνεχώς κρυψώνες. Θυμάμαι ότι ικέτευα τον Ιεχωβά: «Χθες μας βοήθησες. Σε παρακαλούμε, βοήθησέ μας και πάλι. Θέλουμε να μεγαλώσουμε το παιδί μας και να συνεχίσουμε να σε υπηρετούμε!» Πριν νυχτώσει, τρεις Χούτου αδελφοί κατάφεραν με τεράστιο κίνδυνο να οδηγήσουν εμάς και κάποιους άλλους Τούτσι—σχεδόν 30 άτομα—σε ένα ασφαλές μέρος, περνώντας επικίνδυνα οδοφράγματα. Έξι από εκείνα τα άτομα γνώρισαν την αλήθεια.
Αργότερα μάθαμε ότι ο Σαρλ και η ομάδα του συνέχισαν να βοηθάνε ανθρώπους να γλιτώσουν. Όταν οι παραστρατιωτικοί της Ιντεραχάμουε ανακάλυψαν ότι οι αδελφοί αυτοί είχαν σώσει δεκάδες Τούτσι, εξοργίστηκαν. Τελικά έπιασαν τον Σαρλ και έναν άλλον Χούτου ευαγγελιζόμενο, ονόματι Λεονάρ. Η γυναίκα του Σαρλ τούς άκουσε να λένε: «Θα πεθάνετε επειδή σώσατε Τούτσι». Μετά σκότωσαν και τους δύο. Αυτό μας φέρνει στο νου τα λόγια του Ιησού: «Κανείς δεν έχει αγάπη μεγαλύτερη από αυτήν, από το να παραδώσει την ψυχή του για χάρη των φίλων του».—Ιωάν. 15:13.
Πριν από τον πόλεμο, όταν η Ζαν και εγώ κάναμε σχέδια για το γάμο μας, είχαμε αποφασίσει ο ένας από τους δυο μας να γίνει σκαπανέας. Μετά τον πόλεμο, όμως, επειδή πολλοί συγγενείς μας είχαν σκοτωθεί, αναλάβαμε να μεγαλώσουμε έξι ορφανά, παρότι είχαμε ήδη δύο παιδιά. Ωστόσο, η Ζαν όντως κατάφερε να αρχίσει το σκαπανικό, το οποίο συνεχίζει εδώ και 12 χρόνια. Επίσης, και τα έξι ορφανά—των οποίων οι γονείς δεν ήταν Μάρτυρες του Ιεχωβά—έχουν βαφτιστεί. Τα τρία αγόρια είναι διακονικοί υπηρέτες, και ένα από τα κορίτσια υπηρετεί με το σύζυγό της στο Μπέθελ. Τώρα έχουμε τέσσερα δικά μας παιδιά, και οι δύο μεγαλύτερες κόρες μας έχουν βαφτιστεί.
[Εικόνα]
Ο αδελφός και η αδελφή Μουτεζιντάρε με δύο παιδιά τους και πέντε από τα ορφανά
[Πλαίσιο/Εικόνα στις σελίδες 204, 205]
«Μόνο Χάρη στην Αλήθεια Διατηρήσαμε την Ισορροπία Μας»
Η Βαλερί Μουσαμπιμάνα και η Ανζελίν Μουσάμπουε είναι σαρκικές αδελφές. Προέρχονται από οικογένεια πιστών Καθολικών και ο πατέρας τους ήταν πρόεδρος σε μια ενοριακή επιτροπή. Η Βαλερί σπούδαζε τέσσερα χρόνια για να γίνει καλόγρια, αλλά το 1974 εγκατέλειψε τις σπουδές της απογοητευμένη από τη συμπεριφορά ενός ιερέα. Αργότερα, έκανε μελέτη με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, βαφτίστηκε, και το 1979 άρχισε το σκαπανικό. Η αδελφή της, η Ανζελίν, έκανε και αυτή μελέτη και βαφτίστηκε. Οι δυο τους έχουν υπηρετήσει μαζί ως ειδικές σκαπάνισσες και έχουν βοηθήσει πολλά άτομα να γνωρίσουν την αλήθεια.
Η Ανζελίν και η Βαλερί έμεναν στο Κιγκάλι τον καιρό της γενοκτονίας. Έκρυψαν στο σπίτι τους εννιά άτομα, μεταξύ αυτών και δύο έγκυες γυναίκες—ο σύζυγος της μιας είχε μόλις σκοτωθεί. Ύστερα από λίγο, η γυναίκα εκείνη γέννησε. Επειδή ήταν πολύ επικίνδυνο να βγει από το σπίτι, τη βοήθησαν στον τοκετό οι δύο αδελφές. Όταν το έμαθαν οι γείτονες, τους έφεραν τρόφιμα και νερό.
Η Ιντεραχάμουε, όμως, έμαθε ότι η Ανζελίν και η Βαλερί έκρυβαν Τούτσι. Πήγαν λοιπόν στο σπίτι τους και τους είπαν: «Ήρθαμε να σκοτώσουμε τους Μάρτυρες του Ιεχωβά που είναι Τούτσι». Ωστόσο, επειδή το σπίτι που νοίκιαζαν οι αδελφές ανήκε σε έναν αξιωματικό του στρατού, οι φονιάδες φοβήθηκαν να μπουν.d Όλοι όσοι ήταν στο σπίτι γλίτωσαν.
Τελικά, καθώς ο πόλεμος εντεινόταν και οι σφαίρες έπεφταν βροχή, η Ανζελίν και η Βαλερί αναγκάστηκαν να καταφύγουν μαζί με άλλους Μάρτυρες στην Γκόμα, όπου οι Κονγκολέζοι αδελφοί τούς υποδέχτηκαν θερμά. Συνέχισαν να κηρύττουν εκεί και διεξήγαν πολλές Γραφικές μελέτες.
Πώς διαχειρίστηκαν τα συναισθήματα που τους δημιούργησε η γενοκτονία; Η Βαλερί λέει με θλίψη: «Έχασα πολλά πνευματικά μου παιδιά, μεταξύ αυτών και ολόκληρη την οικογένεια του Οζέν Νταμπάνα. Μόνο χάρη στην αλήθεια διατηρήσαμε την ισορροπία μας. Ξέρουμε ότι όσους έκαναν κακό θα τους κρίνει ο Ιεχωβά».
[Υποσημείωση]
d Μετά τον πόλεμο, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού άρχισε Γραφική μελέτη. Αν και ο ίδιος πέθανε, έγιναν Μάρτυρες η σύζυγός του και τα δυο τους παιδιά.
[Πλαίσιο/Εικόνα στις σελίδες 206, 207]
Ήταν Διατεθειμένοι να Πεθάνουν για Εμάς
ΑΛΦΡΕΝΤ ΣΕΜΑΛΙ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ 1964
ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ 1981
ΙΣΤΟΡΙΚΟ Ζούσε σε προάστιο του Κιγκάλι με τη σύζυγό του, τη Ζορζέτ. Ο Αλφρέντ, ένας στοργικός σύζυγος και πατέρας, είναι μέλος της Επιτροπής Προσέγγισης Νοσοκομείων στο Κιγκάλι.
◼ ΟΤΑΝ άρχισε η γενοκτονία, ο Ατανάζ, ένας Χούτου αδελφός που έμενε κοντά μας, έστειλε κάποιον να μας πει: «Σκοτώνουν όλους τους Τούτσι και θα σκοτώσουν και εσάς». Επέμεινε να πάμε στο σπίτι του. Πριν από τον πόλεμο, είχε φτιάξει ένα υπόγειο δωμάτιο, σκάβοντας σε βάθος τριάμισι μέτρων, και πρότεινε να μας κρύψει εκεί. Κατέβηκα πρώτος τη σκάλα. Ο Ατανάζ μάς έστειλε τρόφιμα και στρώματα. Στο μεταξύ, οι σφαγές συνεχίζονταν παντού γύρω μας.
Παρ’ όλο που οι γείτονες υποψιάζονταν ότι βρισκόμασταν εκεί και απειλούσαν να του κάψουν το σπίτι, εκείνος και η οικογένειά του συνέχισαν να μας κρύβουν. Ήταν όντως διατεθειμένοι να πεθάνουν για εμάς.
Ύστερα από τρεις μέρες, ξέσπασαν τρομερές μάχες στην περιοχή και έτσι η οικογένεια του Ατανάζ κατέβηκε και αυτή στην κρυψώνα, στην οποία ήμασταν τώρα 16 άτομα. Επειδή δεν τολμούσαμε να χρησιμοποιήσουμε κανένα φως, βρισκόμασταν σε απόλυτο σκοτάδι. Κάθε μέρα, το φαγητό μας ήταν μία κουταλιά ωμό ρύζι μουσκεμένο σε ζαχαρόνερο. Έπειτα από δέκα μέρες τελείωσε και αυτό. Τη 13η μέρα δεν αντέχαμε άλλο την πείνα. Τι θα κάναμε; Από την κορυφή της σκάλας, μόλις και μετά βίας βλέπαμε τι γινόταν έξω. Καταλάβαμε όμως ότι η κατάσταση είχε αλλάξει, καθώς είδαμε στρατιώτες με διαφορετική στολή. Εφόσον η οικογένεια του Ατανάζ με είχε προστατέψει, ένιωσα ότι ήταν η δική μου σειρά να κάνω μια θυσία και αποφάσισα να βγω έξω με έναν έφηβο γιο του Ατανάζ για να βρούμε τρόφιμα. Πρώτα, όμως, προσευχηθήκαμε όλοι μαζί.
Έπειτα από μισή ώρα περίπου, επιστρέψαμε λέγοντας στους υπόλοιπους ότι τον έλεγχο της περιοχής τον είχε πλέον το Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντας. Μαζί μας ήρθαν και μερικοί στρατιώτες. Όταν τους έδειξα πού κρυβόμασταν, δεν το πίστευαν, μέχρι που όλοι οι αδελφοί και οι αδελφές άρχισαν να βγαίνουν ένας ένας. Η Ζορζέτ λέει ότι δεν θα ξεχάσει ποτέ εκείνη τη στιγμή: «Όταν βγήκαμε, ήμασταν μες στη βρωμιά. Σχεδόν τρεις εβδομάδες που μείναμε εκεί δεν μπορούσαμε ούτε να πλυθούμε ούτε να πλύνουμε τα ρούχα μας».
Οι στρατιώτες δεν πίστευαν στα μάτια τους όταν είδαν ότι άνθρωποι και από τις δύο φυλές είχαν μείνει μαζί σε εκείνη την κρυψώνα. «Είμαστε Μάρτυρες του Ιεχωβά», τους εξήγησα. «Εμείς δεν κάνουμε φυλετικές διακρίσεις». Έκπληκτοι είπαν: «Δώστε φαγητό και ζάχαρη σε αυτούς που ήταν στην κρυψώνα!» Μετά, μας πήγαν σε ένα σπίτι όπου έμεναν προσωρινά περίπου 100 άτομα. Στη συνέχεια, μια αδελφή επέμεινε να πάμε και οι 16 στο σπίτι της και να μείνουμε με την οικογένειά της.
Είμαστε ευγνώμονες που επιζήσαμε. Ωστόσο, ο αδελφός μου, η αδελφή μου και οι οικογένειές τους—όλοι τους Μάρτυρες του Ιεχωβά—σκοτώθηκαν, όπως και πολλοί άλλοι γύρω μας. Μας λείπουν πολύ οι δικοί μας άνθρωποι, αλλά δεν ξεχνάμε ότι «καιρός και απρόβλεπτη περίσταση [μας] βρίσκουν όλους». Η Ζορζέτ περιγράφει τα αισθήματά μας ως εξής: «Χάσαμε πολλούς αδελφούς και αδελφές, και άλλοι έζησαν φρικτές εμπειρίες στην προσπάθειά τους να διαφύγουν και να κρυφτούν. Εντούτοις, ενισχύσαμε τη σχέση μας με τον Ιεχωβά μέσω προσευχής και είδαμε πόσο δυνατό είναι το χέρι του. Εκείνος μας παρηγόρησε βοηθώντας μας στην κατάλληλη στιγμή μέσω της οργάνωσής του, και είμαστε πολύ ευγνώμονες για αυτό. Ο Ιεχωβά μάς ευλόγησε πλούσια».—Εκκλ. 9:11.
[Πλαίσιο/Εικόνες στις σελίδες 208, 209]
Ο Ιεχωβά μάς Βοήθησε Εκείνες τις Τρομερές Μέρες
ΑΛΜΠΕΡ ΜΠΑΧΑΤΙ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ 1958
ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ 1980
ΙΣΤΟΡΙΚΟ Πρεσβύτερος με τρία παιδιά. Η σύζυγός του και η μεγαλύτερη κόρη του κάνουν τακτικό σκαπανικό και ο γιος του είναι διακονικός υπηρέτης. Όταν αυτός ο πράος Χούτου αδελφός άρχισε να συναθροίζεται το 1977, οι ευαγγελιζόμενοι στη χώρα ήταν περίπου 70 όλοι και όλοι. Το 1988, φυλακίστηκε και έφαγε πολύ ξύλο. Όταν αρνήθηκε να φορέσει την κονκάρδα του κόμματος, ένας γείτονας, που παλιά ήταν στρατιώτης, του κάρφωσε τη βελόνα της κονκάρδας στο στήθος λέγοντας σαρκαστικά: «Να λοιπόν που τη φόρεσες!»
◼ ΜΕΤΑ το θάνατο των προέδρων, μερικοί αδελφοί, συγγενείς και γείτονες κατέφυγαν στο σπίτι μου. Δύο Τούτσι αδελφές, όμως, η Γκορετί και η Σουζάν δεν είχαν έρθει και ανησύχησα. Αν και ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο, πήγα να τις βρω. Εντόπισα την Γκορετί με τα παιδιά της ανάμεσα στον κόσμο που έφευγε και τους πήρα στο σπίτι μου, γνωρίζοντας ότι υπήρχε ένα μπλόκο εκεί που πήγαιναν και σίγουρα θα τους σκότωναν.
Λίγες μέρες αργότερα, κατάφερε να έρθει στο σπίτι και η Σουζάν με άλλα πέντε άτομα. Είχαμε πλέον ξεπεράσει τους 20, και βρισκόμασταν όλοι σε μεγάλο κίνδυνο.
Η Ιντεραχάμουε ήρθε στο σπίτι μας τουλάχιστον τρεις φορές. Σε μια περίπτωση, είδαν από το παράθυρο τη γυναίκα μου τη Βεστίν, η οποία είναι Τούτσι, και τη φώναξαν να βγει έξω. Στάθηκα μπροστά της και τους είπα: «Αν θέλετε να τη σκοτώσετε, πρώτα θα σκοτώσετε εμένα!» Αφού συζήτησαν λίγο μεταξύ τους, της είπαν να μπει μέσα. Κάποιος από αυτούς είπε: «Δεν θέλω να σκοτώσω γυναίκα. Θέλω να σκοτώσω άντρα». Η προσοχή τους στράφηκε τότε στον κουνιάδο μου. Καθώς τον έβγαζαν έξω, μπήκα μπροστά στον νεαρό και τους ικέτευσα: «Για όνομα του Θεού, αφήστε τον!»
«Δεν έχω καμιά δουλειά εγώ με τον Θεό», απάντησε ένας από αυτούς, χτυπώντας με δυνατά με τον αγκώνα του. Ωστόσο, υποχώρησε και μου είπε: «Άντε, πάρ’ τον από ’δώ!» Έτσι λοιπόν, ο κουνιάδος μου γλίτωσε.
Περίπου έναν μήνα αργότερα, ήρθαν στο σπίτι μου δύο αδελφοί που ήθελαν τρόφιμα. Είχα αρκετά φασόλια και τους έδωσα αλλά, καθώς πήγαινα να τους δείξω ένα ασφαλές μονοπάτι για να φύγουν, άκουσα έναν πυροβολισμό και έχασα τις αισθήσεις μου. Είχα χτυπηθεί στο μάτι από αδέσποτα σκάγια. Πήγα στο νοσοκομείο με τη βοήθεια ενός γείτονα, αλλά τελικά έχασα την όρασή μου από εκείνο το μάτι. Ακόμη χειρότερα, δεν μπορούσα να γυρίσω στο σπίτι. Στο μεταξύ, καθώς οι μάχες γίνονταν πιο σκληρές, δεν ήταν πλέον καθόλου ασφαλές να μένει κάποιος στο σπίτι μου και έτσι όλοι πήγαν σε σπίτια άλλων αδελφών οι οποίοι διακινδύνευσαν τη ζωή τους για να τους προστατέψουν, μέχρι τον Ιούνιο του 1994. Κατάφερα να σμίξω με τη γυναίκα μου και την οικογένειά μου τον Οκτώβριο. Ευχαριστώ τον Ιεχωβά που μας βοήθησε εκείνες τις τρομερές μέρες.
[Εικόνα]
Ο Αλμπέρ Μπαχάτι με την οικογένειά του και άτομα που έκρυψε
[Πλαίσιο/Εικόνα στις σελίδες 210-212]
«Αυτή Είναι η Οδός»
ΓΚΑΣΠΑΡ ΝΙΓΙΟΝΓΚΙΡΑ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ 1954
ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ 1978
ΙΣΤΟΡΙΚΟ Άφοβος υπερασπιστής της αλήθειας, πάντα χαμογελαστός και με θετική διάθεση. Είναι παντρεμένος, έχει τρεις κόρες, και είναι μέλος της Επιτροπής του Τμήματος της Ρουάντας.
◼ ΟΤΑΝ άρχισαν οι πυροβολισμοί νωρίς το πρωί στις 7 Απριλίου, είδα να καίγονται καμιά δεκαπενταριά σπίτια που ανήκαν σε Τούτσι, μεταξύ αυτών και 2 σπίτια αδελφών μας. Θα ήταν το δικό μας σπίτι το επόμενο; Τρελάθηκα όταν σκέφτηκα τι θα μπορούσε να συμβεί στη γυναίκα μου, η οποία είναι Τούτσι, και στα δυο μου παιδιά.
Δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνουμε. Επικρατούσε σύγχυση και πανικός ενώ κυκλοφορούσαν κάθε είδους φήμες και ψεύτικες ειδήσεις. Σκέφτηκα ότι θα ήταν ασφαλέστερο για τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου να πάνε στο σπίτι ενός αδελφού εκεί κοντά, και εγώ θα πήγαινα αργότερα. Όταν τελικά ήταν ασφαλές να πάω, έμαθα ότι η γυναίκα μου είχε αναγκαστεί να καταφύγει σε ένα μεγάλο σχολικό συγκρότημα. Το ίδιο απόγευμα, ήρθε ένας γείτονας και μου είπε: «Θα σφάξουν όλους τους Τούτσι που είναι στο σχολείο!» Έτρεξα αμέσως εκεί, βρήκα τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, μάζεψα γύρω στα 20 άτομα—μεταξύ αυτών αδελφούς και αδελφές—και τους είπα να γυρίσουν στα σπίτια τους. Καθώς φεύγαμε, είδαμε παραστρατιωτικούς να πηγαίνουν ανθρώπους σε ένα μέρος έξω από την πόλη, όπου τελικά σκότωσαν πάνω από 2.000 Τούτσι.
Στο μεταξύ, η γυναίκα ενός γείτονα γέννησε σε εκείνο το σχολικό συγκρότημα. Όταν η Ιντεραχάμουε πέταξε μια χειροβομβίδα μέσα στο σχολείο, αυτός διέφυγε παίρνοντας μαζί του το νεογέννητο. Πάνω στον πανικό, η μητέρα έφυγε προς άλλη κατεύθυνση. Παρότι ήταν Τούτσι, ο πατέρας κατάφερε να περάσει από τα οδοφράγματα επειδή είχε το μωρό στην αγκαλιά, και ήρθε τρέχοντας στο σπίτι μας. Με παρακάλεσε να πάω να του βρω γάλα. Όταν το αποτόλμησα, βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω σε ένα οδόφραγμα το οποίο φύλαγαν παραστρατιωτικοί. Νομίζοντας ότι υποστήριζα τους Τούτσι, εφόσον πήγαινα να βρω γάλα για ένα μωρό Τούτσι, είπαν: «Να τον σκοτώσουμε!» Ένας στρατιώτης με χτύπησε με τον υποκόπανο, και έχασα τις αισθήσεις μου. Αιμορραγούσα από τη μύτη, και το πρόσωπό μου γέμισε αίματα. Πιστεύοντας ότι είμαι νεκρός, με έσυραν πίσω από ένα κοντινό σπίτι.
Κάποιος γείτονας που με αναγνώρισε μου είπε: «Πρέπει να φύγεις, γιατί θα γυρίσουν να σε αποτελειώσουν», και με βοήθησε να επιστρέψω στο σπίτι μου.
Παρότι αυτό που μου συνέβη ήταν πολύ οδυνηρό, τελικά αποδείχτηκε προστασία. Επειδή ήταν γνωστό ότι ήμουν οδηγός, ήρθαν πέντε άντρες την άλλη μέρα για να με βάλουν στην υπηρεσία ενός στρατιωτικού διοικητή. Βλέποντας τα τραύματά μου όμως δεν επέμειναν, ούτε με πίεσαν να κάνω περιπολίες με την Ιντεραχάμουε.
Ακολούθησαν μέρες φόβου, αβεβαιότητας και πείνας. Εκείνο το διάστημα ήρθε τρέχοντας στο σπίτι μου μια γυναίκα Τούτσι με τα δυο παιδάκια της. Την κρύψαμε σε ένα ντουλάπι στην κουζίνα και βάλαμε τα παιδιά μαζί με τα δικά μου σε ένα άλλο δωμάτιο. Καθώς πλησίαζε το Πατριωτικό Μέτωπο της Ρουάντας (ο στρατός εισβολής) και διαδόθηκε ότι η Ιντεραχάμουε είχε αρχίσει εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των Χούτου που είχαν γυναίκες Τούτσι, η οικογένειά μας ετοιμάστηκε να φύγει και πάλι. Αλλά το Πατριωτικό Μέτωπο είχε ήδη αποκτήσει τον έλεγχο της περιοχής, και έτσι οι Τούτσι δεν κινδύνευαν πια. Τώρα όμως κινδύνευε η δική μου ζωή.
Πήγα μαζί με γείτονες στο οδόφραγμα, το οποίο φύλαγε τώρα το Πατριωτικό Μέτωπο. Όταν οι στρατιώτες είδαν εμένα—έναν Χούτου με επιδέσμους στο κεφάλι—νόμισαν ότι ήμουν παραστρατιωτικός και φώναξαν: «Μαζί σας έχετε φονιάδες και κλέφτες και τολμάτε να ζητάτε βοήθεια; Ποιος από εσάς έχει κρύψει ή προστατέψει Τούτσι;» Όταν τους έδειξα τη γυναίκα και τα παιδιά που είχα κρύψει, πήραν τα παιδιά παράμερα και τα ρώτησαν: «Ποιος είναι αυτός με το δεμένο κεφάλι;» Εκείνα είπαν: «Δεν είναι με την Ιντεραχάμουε. Είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά και είναι καλός άνθρωπος». Είχα σώσει εκείνους τους Τούτσι και τώρα εκείνοι έσωζαν εμένα!
Ικανοποιημένοι με αυτές τις απαντήσεις, οι στρατιώτες μάς πήγαν σε ένα στρατόπεδο σχεδόν 20 χιλιόμετρα έξω από το Κιγκάλι, όπου υπήρχαν γύρω στους 16.000 επιζώντες. Εκεί συναντήσαμε περίπου 60 αδελφούς από 14 εκκλησίες και οργανώσαμε συναθροίσεις, την πρώτη από τις οποίες παρακολούθησαν 96 άτομα! Εκείνες όμως οι μέρες ήταν πολύ δύσκολες, γιατί άρχισαν να καταφθάνουν νέα για πολλά άτομα που είχαν χάσει τη ζωή τους καθώς και για αδελφές που είχαν πέσει θύματα βιασμού. Ήμουν ο μοναδικός πρεσβύτερος, και πολλοί αδελφοί και αδελφές χρειάζονταν παρηγοριά και βοήθεια από τις Γραφές. Άκουσα με προσοχή τις σπαρακτικές ιστορίες τους και τους διαβεβαίωσα ότι ο Ιεχωβά τούς αγαπάει και καταλαβαίνει τον πόνο τους.
Τελικά, στις 10 Ιουλίου, μπορέσαμε να επιστρέψουμε στα σπίτια μας, έπειτα από πολλές εβδομάδες τρόμου. Θυμάμαι πως, όταν φοβόμουν και κινδύνευα, σκεφτόμουν τον ύμνο που είχε τον τίτλο “Αυτή Είναι η Οδός”. Τα εξής λόγια του με ενθάρρυναν πάρα πολύ: «Δεν λοξοδρομούμε, αλλά σταθερά εμείς προχωρούμε προοδευτικά».
[Πλαίσιο/Εικόνες στις σελίδες 223, 224]
Άκουσα Κάποιον να με Φωνάζει
ΧΕΝΚ ΦΑΝ ΜΠΟΥΣΕΛ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ 1957
ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ 1976
ΙΣΤΟΡΙΚΟ Ήταν μέλος της οικογένειας Μπέθελ της Ολλανδίας και το 1984 παρακολούθησε τη Σχολή Γαλαάδ. Υπηρέτησε στην Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία, στο Τσαντ και, το Σεπτέμβριο του 1992, διορίστηκε στη Ρουάντα. Τώρα υπηρετεί στο γραφείο τμήματος εκεί μαζί με τη σύζυγό του, την Μπερτ.
◼ Η ΠΡΩΤΗ μου εκκλησία στη Ρουάντα ήταν η Κιγκάλι Νοτία, μια εκκλησία με θερμούς και φιλόξενους αδελφούς και πολλά παιδιά. Το 1992 δεν υπήρχαν πολλές εκκλησίες στη χώρα και οι ευαγγελιζόμενοι ήταν λίγο πάνω από 1.500. Οι αρχές εξακολουθούσαν να μη μας εμπιστεύονται, και μερικές φορές η αστυνομία μάς σταματούσε την ώρα που κάναμε έργο για να ελέγξει τα στοιχεία μας.
Όταν άρχισε η γενοκτονία, αναγκάστηκα να εγκαταλείψω τη χώρα. Σύντομα, όμως, μου ζητήθηκε να βοηθήσω τους πρόσφυγες που είχαν πάει στο ανατολικό Κονγκό, και έτσι ταξίδεψα από το Ναϊρόμπι στην Γκόμα, μια πόλη στα σύνορα με τη Ρουάντα. Δεν είχα ξαναπάει ποτέ εκεί και το μόνο που γνώριζα ήταν το όνομα ενός πρεσβυτέρου. Αναρωτιόμουν, λοιπόν, πώς θα τον έβρισκα. Ωστόσο, όταν έφτασα στην Γκόμα, πήρα ένα ταξί και ζήτησα πληροφορίες από τον οδηγό. Εκείνος μίλησε με άλλους ταξιτζήδες και μέσα σε μισή ώρα βρισκόμουν μπροστά στο σπίτι του αδελφού. Το γραφείο τμήματος της Κένυας μου είχε δώσει κάποια χρήματα για τους αδελφούς της Ρουάντας, τα οποία παρέδωσα σε δύο αδελφούς από την Επιτροπή Χώρας της Ρουάντας που κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα και να έρθουν στην Γκόμα.
Τη δεύτερη φορά που πήγα στην Γκόμα, θυμάμαι ότι περπάτησα ώρες ολόκληρες για να φτάσω στα σύνορα της Ρουάντας επειδή, αν και η απόσταση ήταν μικρή, προχωρούσα κόντρα στην ανθρωποθάλασσα των προσφύγων που έβγαιναν από τη χώρα.
Ξαφνικά, άκουσα κάποιον να φωνάζει: «Εντούγκου (αδελφέ) Χενκ! Εντούγκου Χενκ!» Κοιτάζοντας γύρω μου, αντίκρισα την Αλφονσίν, ένα κορίτσι γύρω στα 14 από την παλιά μου εκκλησία στο Κιγκάλι. Ήταν μόνη της στο πλήθος χωρίς τη μητέρα της. Την πήρα από το χέρι για να μη χαθούμε μέσα σε εκείνη την κοσμοπλημμύρα, και την πήγα στην Αίθουσα Βασιλείας που ήταν σημείο συνάντησης για πολλούς πρόσφυγες αδελφούς. Αρχικά ανέλαβε να τη φροντίζει μια οικογένεια από το Κονγκό, και κατόπιν μια αδελφή από την εκκλησία της, η οποία επίσης ήταν πρόσφυγας. Αργότερα, η Αλφονσίν ξανάσμιξε με τη μητέρα της στο Κιγκάλι.
[Εικόνα]
Ο Χενκ με τη σύζυγό του, την Μπερτ
[Πλαίσιο/Εικόνα στις σελίδες 235, 236]
Ο Ιεχωβά Έχει Κάνει Θαυμαστά, Μεγάλα Πράγματα!
ΓΚΟΥΝΤΕΡ ΡΕΣΚΕ
ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ 1937
ΒΑΦΤΙΣΤΗΚΕ 1953
ΙΣΤΟΡΙΚΟ Άρχισε το σκαπανικό το 1958 και παρακολούθησε την 43η τάξη της Γαλαάδ. Από το 1967 έχει υπηρετήσει στην Γκαμπόν, στην Κεντρική Αφρικανική Δημοκρατία και στην Κένυα, και έχει επισκεφτεί αρκετές άλλες χώρες ως περιοδεύων επίσκοπος. Τώρα είναι μέλος της Επιτροπής του Τμήματος της Ρουάντας.
◼ Η ΠΡΩΤΗ μου επίσκεψη στη Ρουάντα ήταν το 1980. Με έστειλαν από την Κένυα ως επίσκοπο περιφερείας. Εκείνον τον καιρό υπήρχαν μόνο εφτά εκκλησίες και 127 ευαγγελιζόμενοι. Ήμουν επίσης ένας από τους δύο εκπαιδευτές στην πρώτη τάξη της Σχολής Υπηρεσίας Σκαπανέα. Πολλοί από τους 22 σκαπανείς εκείνης της τάξης εξακολουθούν να είναι στην ολοχρόνια υπηρεσία. Επέστρεψα στην Κένυα με όμορφες αναμνήσεις από το ζήλο των αδελφών για το έργο και την εκτίμησή τους για την αλήθεια.
Το 1996, έλαβα από το γραφείο τμήματος της Κένυας μια επιστολή με την οποία μου ζητούσαν να υπηρετήσω στη Ρουάντα. Ήμουν 18 χρόνια στην Κένυα, και μου άρεσε πολύ εκεί. Όταν έφτασα στη Ρουάντα, η κατάσταση ήταν ακόμη ασταθής και συχνά ακούγαμε πυροβολισμούς μέσα στη νύχτα. Σύντομα όμως άρχισα να απολαμβάνω το διορισμό μου, ιδιαίτερα καθώς έβλεπα την ευλογία του Ιεχωβά στο έργο.
Οι συνελεύσεις γίνονταν σε χώρους από τους οποίους έλειπαν τα στοιχειώδη. Εντούτοις, οι αδελφοί δεν παραπονιούνταν. Συνήθως κάθονταν καταγής ή σε πέτρες, και το βάφτισμα γινόταν σε λάκκους στρωμένους με μουσαμά. Τέτοιες συνελεύσεις γίνονται ακόμη σε πολλές απομακρυσμένες περιοχές, αλλά με το πέρασμα του χρόνου, σε κάποιους χώρους έχει κατασκευαστεί στέγαστρο, ενώ σε μερικά μέρη έχουν χτιστεί Αίθουσες Βασιλείας με δυνατότητα προέκτασης.
Οι αδελφοί κήρυτταν τα καλά νέα με ζήλο. Τα σαββατοκύριακα, οι εκκλησίες στο Κιγκάλι έκαναν τις συναθροίσεις πολύ πρωί και έπειτα οι ευαγγελιζόμενοι έβγαιναν στο έργο μέχρι που βράδιαζε.
Πάντα έβρισκα χρόνο για τα παιδιά στις εκκλησίες—τους μελλοντικούς ευαγγελιζομένους που θα αναλάμβαναν αργότερα περισσότερες ευθύνες. Πόσο ωραίο ήταν να βλέπει κανείς πολλά από αυτά να παίρνουν άφοβα στάση υπέρ της αλήθειας, αποδεικνύοντας ότι είχαν προσωπική σχέση με τον Ιεχωβά παρά τη μικρή τους ηλικία!
Ένα παράδειγμα ήταν ο εντεκάχρονος Λουκ που ζούσε στα νότια της χώρας. Ο δάσκαλος του ζήτησε να ψάλει στην τάξη τον εθνικό ύμνο. Εκείνος ρώτησε με σεβασμό αν θα μπορούσε αντί για αυτό να πει έναν ύμνο της Βασιλείας. Ο δάσκαλος συμφώνησε και, όταν ο Λουκ τελείωσε, τον χειροκρότησαν όλοι. Το γεγονός ότι ήξερε όχι μόνο τη μελωδία αλλά και τους στίχους του ύμνου δείχνει πόσο του άρεσε να αινεί τον Δημιουργό του. Τέτοιες εμπειρίες με ενθάρρυναν πολύ. Γνώρισα επίσης μια αδελφή η οποία είχε φυλακιστεί παλιότερα επειδή κήρυττε τα καλά νέα. Στη φυλακή γέννησε ένα αγοράκι και το ονόμασε «Σικάμα Χοντάρι», που στη σουαχίλι σημαίνει «μένω σταθερός». Ο Σικάμα ζει σύμφωνα με το όνομά του. Πρόσφατα παρακολούθησε τη Βιβλική Σχολή για Άγαμους Αδελφούς και τώρα υπηρετεί ως διακονικός υπηρέτης και ειδικός σκαπανέας.
Όλα αυτά τα χρόνια, κατά τα οποία οι αδελφοί μας στη Ρουάντα αντιμετώπισαν ακραίες δυσκολίες—απαγορεύσεις, εμφύλιο πόλεμο και γενοκτονία—με συγκινούσε ο ζήλος τους για το έργο και η οσιότητά τους, και το θεωρώ μεγάλο μου προνόμιο να υπηρετώ μαζί τους. Επίσης, πάντα ένιωθα την ευλογία του Ιεχωβά, καθώς και την προστασία και την υποστήριξή του, και αυτό με έκανε να τον πλησιάσω πιο πολύ. Πραγματικά, ο Ιεχωβά έχει κάνει θαυμαστά, μεγάλα πράγματα!—Ψαλμ. 136:4.
[Πίνακας/Εικόνες στις σελίδες 254, 255]
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ—Ρουάντα
1970
1970 Πρώτες εκθέσεις έργου.
1975 Επιστρέφει από το Κονγκό η πρώτη οικογένεια Ρουαντανών.
1976 Εκδίδεται στην κινιαρουάντα το βιβλιάριο «Τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας».
1978 Τυπώνεται στην κινιαρουάντα μηνιαία έκδοση της Σκοπιάς.
1980
1982 Το έργο τίθεται υπό απαγόρευση και οι υπεύθυνοι αδελφοί φυλακίζονται.
1986 Το ένα τρίτο όλων των ευαγγελιζομένων βρίσκεται στη φυλακή.
1990
1990 Ξεσπάει πόλεμος στα βόρεια της χώρας.
1992 Γίνεται η πρώτη συνέλευση περιφερείας στη χώρα.
Το έργο λαβαίνει νομική αναγνώριση.
Φτάνουν στη χώρα ιεραπόστολοι.
1994 Γενοκτονία των Τούτσι.
1996 Οι ιεραπόστολοι επιστρέφουν.
Συγκροτείται Τμήμα Υπηρεσίας.
1998 Η Σκοπιά στην κινιαρουάντα εκδίδεται ταυτόχρονα με την αγγλική.
1999 Αφιέρωση της Αίθουσας Συνελεύσεων στο Κιγκάλι.
2000
2000 Ιδρύεται γραφείο τμήματος.
Αρχίζει να λειτουργεί Γραφείο Οικοδόμησης Αιθουσών Βασιλείας.
2001 Αγορά έκτασης για το νέο γραφείο τμήματος.
2006 Αφιέρωση των εγκαταστάσεων του νέου γραφείου τμήματος.
2007 Εκδίδονται στην κινιαρουάντα οι Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές—Μετάφραση Νέου Κόσμου.
2010
2010 Εκδίδεται στην κινιαρουάντα ολόκληρη η Αγία Γραφή—Μετάφραση Νέου Κόσμου.
[Γράφημα/Εικόνα στη σελίδα 234]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
Σύνολο Ευαγγελιζομένων
Σύνολο Σκαπανέων
20.000
15.000
10.000
5.000
1985 1990 1995 2000 2005 2010
[Χάρτες στη σελίδα 167]
(Για το πλήρως μορφοποιημένο κείμενο, βλέπε έντυπο)
ΟΥΓΚΑΝΤΑ
ΛΑΪΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟΥ ΚΟΝΓΚΟ
Ηφαίστειο Νιιραγκόνγκο
Γκόμα
Μπουκάβου
ΜΠΟΥΡΟΥΝΤΙ
ΤΑΝΖΑΝΙΑ
ΡΟΥΑΝΤΑ
ΚΙΓΚΑΛΙ
ΟΡΗ ΒΙΡΟΥΝΓΚΑ
Ηφαίστειο Καρισίμπι
Ρουχενγκέρι (τώρα Μουσάνζε)
Γκιζένιε (τώρα Ρουμπάβου)
Λίμνη Κίβου
Κανόμπε
Μασάκα
Γκιταράμα (τώρα Μουχάνγκα)
Μπουγκεσέρα
Νιαμπισίντου (τώρα Νιάνζα)
Σάβε
Μπουτάρε (τώρα Χούγε)
Ισημερινός
[Εικόνα στις σελίδες 164, 165]
Ψάρεμα στη λίμνη Κίβου
[Εικόνες στη σελίδα 169]
Όντεν και Άνια Μογουαϊσόουμπα
[Εικόνα στη σελίδα 170]
Ο Γκασπάρ Ρουακαμπούμπου με την κόρη του την Ντέμπορα και τη σύζυγό του τη Μέλανι
[Εικόνα στη σελίδα 171]
Το βιβλιάριο «Τούτο το Ευαγγέλιον της Βασιλείας» στην κινιαρουάντα
[Εικόνα στη σελίδα 172]
Ζιστέν Ρουαγκατόρε
[Εικόνα στη σελίδα 172]
Φερντινάν Μουγκαρούρα
[Εικόνα στη σελίδα 173]
Τα τρία άτομα που βαφτίστηκαν το 1976: Λεοπόλ Χαρεριμάνα, Πιερ Τουαγκιραγέζου και Εμανουέλ Μπαζατσίντα
[Εικόνα στη σελίδα 174]
Έντυπα στην κινιαρουάντα
[Εικόνα στη σελίδα 179]
Φόκας Χακιζουμγουάμι
[Εικόνα στη σελίδα 180]
Ο Παλατέν Ενσανζουργουίμο με τη γυναίκα του (δεξιά) και τα παιδιά του
[Εικόνα στη σελίδα 181]
Οντέτ Μουκαντεκέζι
[Εικόνα στη σελίδα 182]
Ο Ανρί Σενγιόνα με τη μηχανή του
[Εικόνα στη σελίδα 188]
Το πιστοποιητικό της καταχώρισης, 13 Απριλίου 1992
[Εικόνα στη σελίδα 190]
Οι αδελφοί μεταφέρουν το βήμα για να γίνει ο ποδοσφαιρικός αγώνας
[Εικόνα στη σελίδα 192]
Ο Λέναρντ και η Νάνσι Έλις (κέντρο) με τις οικογένειες Ρουακαμπούμπου και Σόμπε
[Εικόνα στη σελίδα 193]
Συντρίμμια του αεροσκάφους που έπεσε κοντά στο Κιγκάλι
[Εικόνες στη σελίδα 199]
«Δεν φερθήκαμε σαν αδέλφια», επιγραφή σε Καθολική εκκλησία στο Κιμπούγε (τώρα Καρόνγκι)
[Εικόνα στη σελίδα 214]
Από αριστερά προς τα δεξιά: (πίσω) Αντρέ Τουαχίρα, Ζαν ντε Ντιε, Ιμακιουλέ, Σαντάλ (με το αγοράκι στην αγκαλιά), Σουζάν· (μπροστά) Ζαν-Λουκ και Αγκαπί Μουγκάμπο
[Εικόνα στη σελίδα 216]
Ο Βεντάστ Μπιμενιεμάνα ενώ διεξάγει μια Γραφική μελέτη
[Εικόνα στη σελίδα 217]
Ο Ταρσίς Σεμινίγκα με τη σύζυγό του, τη Σαντάλ
[Εικόνα στη σελίδα 218]
Ο Ταρσίς και ο Ζιστέν δίπλα στην καλύβα όπου ο Ταρσίς και η οικογένειά του κρύβονταν επί έναν μήνα
[Εικόνες στη σελίδα 226]
Πάνω: Καταυλισμός προσφύγων για τους Μάρτυρες της Ρουάντας· κάτω: καταυλισμός προσφύγων για Μάρτυρες και άλλους
Γκόμα, Κονγκό
Μπενάκο, Τανζανία
[Εικόνες στη σελίδα 229]
Η Αίθουσα Βασιλείας χρησιμοποιήθηκε ως νοσοκομείο
[Εικόνα στη σελίδα 238]
Ο Ορέστε με την οικογένειά του, 1996
[Εικόνα στη σελίδα 240]
Τέομπαλντ και Μπερανσίλ Μινιαμπούντου
[Εικόνες στη σελίδα 241]
Τούτσι και Χούτου αδελφοί καθαρίζουν το χώρο για τη νέα Αίθουσα Συνελεύσεων
[Εικόνα στη σελίδα 242]
Αίθουσα Συνελεύσεων στο Κιγκάλι, 2006
[Εικόνα στη σελίδα 243]
Σχολή Διακονικής Εκπαίδευσης, Κιγκάλι, 2008
[Εικόνα στη σελίδα 246]
Το τμήμα νοηματικής σε ημέρα ειδικής συνέλευσης, Γκιζένιε, 2011
[Εικόνα στη σελίδα 248]
Φρανσουά-Ξαβιέ Χακιζιμάνα
[Εικόνες στις σελίδες 252, 253]
Οι αδελφοί συνεργάζονται με τον «Κύριο του θερισμού» σε αυτόν τον παραγωγικό αγρό και δεν σκοπεύουν να επιβραδύνουν το ρυθμό τους