“Ο Λόγος ο Σος Αλήθεια Εστί”
‘Η Έρημος θα Ευφρανθή’
Η ΧΩΡΑ που ο Θεός έδωσε στο έθνος Ισραήλ δεν ήταν έρημος. Ο Μωυσής την περιέγραψε ως «γην αγαθήν, γην ποταμών υδάτων, πηγών και αβύσσων, αίτινες αναβλύζουσιν από κοιλάδων και ορέων· γην σίτου και κριθής, και αμπέλων, και συκών, και ροδιών· γην ελαίων και μέλιτος.»—Δευτ. 8:7, 8.
Εν τούτοις, μόνον αν οι Ισραηλίται εξακολουθούσαν να υπηρετούν πιστά τον Θεό των Ιεχωβά, θα συνέχιζε να είναι η χώρα ένας πραγματικός παράδεισος. Προελέχθη ότι ανυπακοή εκ μέρους των θα κατέληγε σε πλήρη ερήμωσι της θεόδοτης γης των, μεταμορφώνοντάς την από μια ωραία χώρα σε εγκαταλελειμμένη έρημο. Απεδείχθη αληθινή αυτή η προειδοποιητική προφητεία;—Λευιτ. 26:33-35.
Σ’ εκπλήρωσι του προφητικού λόγου, κάπου εννεακόσια χρόνια αφ’ ότου ο Μωυσής τον κατέγραψε, το έτος 607 π.Χ. οι Βαβυλώνιοι εκυρίευσαν τον Ιούδα και την Ιερουσαλήμ. Οι Ιουδαίοι που επέζησαν απήχθησαν αιχμάλωτοι στη Βαβυλώνα, εκτός των πολύ πτωχών. Σ’ αυτούς που αφέθηκαν στη χώρα ο Ναβουχοδονόσορ διώρισε ως κυβερνήτη τον Γεδαλία. Μετά τη δολοφονία του Γεδαλία, οι Ιουδαίοι που απέμεναν ακόμη στη χώρα, επειδή φοβήθηκαν ότι θα τιμωρηθούν από τους Χαλδαίους για τη δολοφονία, έφυγαν στην Αίγυπτο. Η προλεχθείσα ερήμωσις έγινε τότε πλήρης.—Ιερεμ. 39:8-10· 40:5· 41:2· 43:2-7.
Αλλά δεν ήταν σκοπός του Ιεχωβά να παραμείνη η χώρα ακατοίκητη έρημος. Πάνω από ένα αιώνα προτού καταστραφή η Ιερουσαλήμ, ο προφήτης Ησαΐας έγραψε: «Η έρημος και η άνυδρος θέλουσιν ευφρανθή.» (Ησ. 35:1· βλέπε επίσης Ησαΐας 51:3) Η εκπλήρωσις αυτής της προφητείας απαιτούσε απελευθέρωσι των εξορίστων Ιουδαίων ώστε να μπορέσουν να επιστρέψουν στην ερημωμένη πατρίδα τους. Όπως η χώρα πενθούσε με την ερήμωσί της, έτσι επρόκειτο να ευφρανθή όταν θα έπαυε να είναι ακατοίκητη έρημος.—Ησ. 24:1, 3, 4· 33:8, 9.
Από ανθρώπινη άποψι, όμως, η μεταμόρφωσις της ερήμου σε παράδεισο της Εδέμ μπορεί να φαινόταν απίθανη. Απελευθέρωσις από την εξορία ήταν αδύνατη όσον καιρό η Βαβυλών εξακολουθούσε να υπάρχη ως παγκόσμια δύναμις. Ακόμη και αφού είχαν περάσει σχεδόν εβδομήντα χρόνια της προειπωθείσης εβδομηκονταετούς ερημώσεως, η πρωτεύουσα πόλις της Βαβυλώνος παρέμενε φαινομενικά απόρθητη. (Ιερεμ. 29:10) Γι’ αυτό, πολλοί από τους Ιουδαίους αμφέβαλλαν σχετικά με μια μελλοντική αποκατάστασι. Αλλ’ οποιοσδήποτε με αδύνατα χέρια, παραλυμένα γόνατα και φοβισμένη καρδιά μπορούσε ν’ αντλήση παρηγοριά από τα περαιτέρω λόγια του Ησαΐα: «Ισχύσατε, μη φοβείσθε· ιδού, ο Θεός σας θέλει ελθεί μετ’ εκδικήσεως, ο Θεός μετά ανταποδόσεως· αυτός θέλει ελθεί και θέλει σας σώσει.»—Ησ. 35:3, 4.
Πιστός στον Λόγο του, το 539 π.Χ. ήλθε με εκδίκησι εναντίον της Βαβυλώνος μέσω ενός πλήθους εθνών, περιλαμβανομένων των Μήδων και Περσών. Αρχηγός των στρατευμάτων ήταν ο Κύρος, ο άνθρωπος του οποίου ο Ιεχωβά, μέσω του Ησαΐα, ανέφερε ονομαστικά ως τον κατακτητή της Βαβυλώνος περίπου δύο αιώνες ενωρίτερα. Επίσης ο Κύρος, εκπληρώνοντας την προφητεία, άλλαξε τον ρουν του Ευφράτου από το να ρέη δια μέσου της Βαβυλώνος, ξηραίνοντάς τον, με άλλα λόγια, κι έτσι μπόρεσαν τα κατακτητικά στρατεύματα να βαδίσουν δια μέσου της κοίτης του ποταμού και να μπουν από τις πύλες της πόλεως, που παραδόξως είχαν αφεθή ανοιχτές.—Ησ. 13:17· 21:2· 44:27–45:6.
Λίγο αργότερα, το 537 π.Χ., ετέθη σε εφαρμογή το διάταγμα του Κύρου που επέτρεπε στους εξορίστους Ιουδαίους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και ν’ ανοικοδομήσουν τον ναό στην Ιερουσαλήμ. Ένα πιστό υπόλοιπο ανταποκρίθηκε αμέσως. Δεν ήσαν πια πνευματικώς τυφλοί, κωφοί, χωλοί και βωβοί. (Ησ. 35:5, 6) Με τα μάτια των γρήγορα ανεγνώρισαν τον Θεό των Ιεχωβά και την απελευθέρωσι που τους έφερε. (Ησ. 52:6) Τ’ αυτιά των άκουσαν και πρόσεξαν την προφητική του προσταγή να εγκαταλείψουν τη Βαβυλώνα. (Ησ. 52:11· Ιερεμ. 50:8· 51:6) Περπατώντας σύμφωνα με το θέλημα του Ιεχωβά δεν εχώλαιναν πια, πράγμα που ωφείλετο στην απομάκρυνσί τους από τον δρόμο της δικαιοσύνης. (Ησ. 42:24· Εβρ. 12:13) Αν και ήσαν κάποτε βωβοί, άρχισαν να διηγούνται το τι ο Ιεχωβά είχε κάμει γι’ αυτούς.—-Ησ. 43:20, 21· 48:20.
Ιδιαίτερα, αφού είχαν αποκατασταθή στη θεόδοτη χώρα των, μπορούσαν οι πιστοί Ιουδαίοι να μιλούν για τη θαυμαστή απελευθέρωσι του Ιεχωβά και την επάνοδό τους από τη Βαβυλώνα. Αν και ο Ιεχωβά τούς είχε επαναφέρει προφανώς από έναν τελείως έρημο δρόμο, το Ιουδαϊκό υπόλοιπο δεν υπέφερε από δίψα. Θαυματουργικά ο Ιεχωβά έκαμε να τρέξη νερό από την πέτρα. Σ’ όλο τον δρόμο τούς προστάτευσε επίσης από άγρια θηρία. Ο δρόμος από τον οποίον τους ωδήγησε ο Ιεχωβά απεδείχθη ότι ήταν «Οδός Αγία,» διότι μόνον οι καθαροί και μετανοημένοι δούλοι του πέρασαν απ’ αυτήν.—Ησ. 35:6-9· 43:19· 48:21.
Τι άφθονους λόγους για ευφροσύνη και χαρά είχε συνεπώς ο απολυτρωμένος λαός του Ιεχωβά! Ως απελευθερωμένος λαός δεν δοκίμασαν πια λύπη και στεναγμό ως αιχμάλωτοι της Βαβυλώνος. Ο Ιεχωβά απεδείχθη πιστός στην υπόσχεσί του. Είχε κάμει πραγματικά την έρημο να ευφραίνεται με το να την ζωογονήση με τους χαρούμενους επαναπατρισμένους Ισραηλίτες και τα οικιακά των ζώα.—Ησ. 35:10.
Αυτή η μεγάλη μεταμόρφωσις της χώρας του Ιούδα από μια ερημική κατάστασι εσήμαινε επίσης ότι μια «νέα γη» είχε έλθει σε ύπαρξι. Αυτό συμβαίνει επειδή στη Βιβλική χρήσι «γη» συχνά σημαίνει το τμήμα της υδρογείου που κατοικούσαν οι Ισραηλίτες. (Ησ. 24:1, 3-6) Όταν λοιπόν ο Ιεχωβά τούς εγκατέστησε και πάλι στη χώρα των, στην πραγματικότητα, ‘εθεμελίωσε την γην.’ Επάνω σ’ αυτή τη «γη» των επαναπατρισμένων Ισραηλιτών κυβερνούσαν «νέοι ουρανοί,» διότι ο Ιεχωβά, μέσω του Κυβερνήτου Ζοροβάβελ και του Αρχιερέως Ιησού, διηύθυνε και επέβλεπε τον λαό του που ήσαν υπήκοοί του.—Ησ. 51:16· 65:17· 66:22· Αγγ. 1:1, 14.
Το τι ο Ιεχωβά Θεός έκαμε για τους Ισραηλίτας που επανήλθαν εκεί τον έκτο αιώνα π.Χ. δεν είναι απλώς μια νεκρή ιστορία. Επρόκειτο ακόμα να γίνη μια μελλοντική εκπλήρωσις αυτών των προφητειών αποκαταστάσεως. Ο απόστολος Πέτρος έγραψε: «Κατά δε την υπόσχεσιν αυτού νέους ουρανούς και νέαν γην προσμένομεν, εν οις δικαιοσύνη κατοικεί.» (2 Πέτρ. 3:13) Ασφαλώς η γη σήμερα δεν είναι λιγώτερο μια έρημος από όσο ήταν η ερημωμένη γη του Ιούδα. Είναι γεμάτη από ανθρώπους που είναι άγριοι και επιβλαβείς στον συνάνθρωπό τους και αφθονούν σε κακούς καρπούς. Υπάρχει πραγματική ανάγκη για μια δικαία διοίκησι που ν’ αναλάβη τις υποθέσεις της γης και να ξερριζώση τελείως όλη την πονηρία.
Είναι επομένως παρήγορο να σημειώσωμε ότι σκοπός του Θεού είναι να εγκαινιάση «νέους ουρανούς και νέαν γην.» Αυτό σημαίνει ότι η δικαία κυβέρνησις του Θεού, η βασιλεία του, θα κυβερνήση ως ‘νέοι ουρανοί’ επάνω στη ‘νέα γη’, στην κοινωνία των πιστών υπηκόων της διοικήσεως της. Τότε ο πλανήτης αυτός, για να μιλήσωμε μεταφορικά, δεν θα πενθή πια επειδή πονηροί άνθρωποι τον έχουν φέρει σε μια ερημωμένη κατάστασι. Αντί να ερημώνεται, θα μεταμορφωθή σε παράδεισο. Τα δάκρυα και η λύπη θα δώσουν θέσι στη χαρά και την ευφροσύνη. Γεμάτη από ευτυχείς και πιστούς υπηκόους της βασιλείας του Θεού, η άλλοτε έρημος θα ευφρανθή.—Αποκάλ. 11:18· 21:1, 4, 5.