Γιατί Πολλοί Δεν Επιθυμούν πια το Ιερατείον;
ΣΤΗ ΜΙΑ χώρα μετά την άλλη η ιστορία επαναλαμβάνεται. Μεγάλοι αριθμοί Ρωμαιοκαθολικών ιερέων εγκαταλείπουν το επάγγελμά τους, και οι εγγραφές στις ιερατικές σχολές εξακολουθούν να μειώνωνται. Τα τελευταία επτά χρόνια 25.000 περίπου άνδρες εγκατέλειψαν τις τάξεις των ιερέων. Και δεν υπάρχει προοπτική να σταματήση η μείωσις. Ο Ευγένιος Κ. Μπιάνκι, πρόεδρος της Εταιρίας των Ιερέων για μια Ελευθέρα Διακονία, παρετήρησε: «Οι κοινωνιολόγοι δεν προβλέπουν αύξησι στη στρατολογία ιερέων ούτε σταμάτημα στη διαρροή από τις τάξεις των κληρικών.» Αλλά γιατί ανεπτύχθη αυτή η κατάστασις;
Πολλοί έχουν τη γνώμη ότι ένας παράγων είναι η άκαμπτη προσκόλλησις της ιεραρχίας στην υποχρεωτική αγαμία των ιερέων. Ένας αυξανόμενος αριθμός ιερέων, ειδικά των νεωτέρων, ευνοούν την κατάργησι της υποχρεωτικής αγαμίας. Σε μια συνέλευσι της Εθνικής Ομοσπονδίας των Συμβουλίων των ιερέων στην Βαλτιμόρη, της πολιτείας Μαίρυλαντ, από τις 14 έως τις 18 Μαρτίου 1971, οι αντιπρόσωποι απεδέχθησαν δια πλειοψηφίας την ακόλουθη διακήρυξι: «Ζητούμε όπως επιτραπή η εκλογή μεταξύ αγαμίας και γάμου από τους ήδη εν ενεργεία στη διακονία ιερείς και όπως η αλλαγή αρχίση αμέσως.»
Περίπου 90 τοις εκατό των συγκεντρωθέντων ιερέων έλαβαν έτσι μια στάσι αντίθετη προς την εγκύκλιο Σασερντοτάλις Σελιμπάτους (Ιερατική Αγαμία) που εξεδόθη από τον Πάπα Παύλο Στ΄ το 1967. Ενεργώντας έτσι οι ιερείς αυτοί σχεδόν κατέστρεψαν τις ευκαιρίες των να λάβουν μεγαλύτερα αξιώματα στην Καθολική Εκκλησία. Η στάσις των επομένως αντανακλά ένα ισχυρό αίσθημα και είναι μια καλή ένδειξις των αισθημάτων ενός μεγάλου ποσοστού ιερέων. Υπολογίζεται ότι αυτοί οι ιερείς, που έχουν κατά μέσον όρον ηλικίαν 39 ετών, αντιπροσωπεύουν περισσότερο από το 60 τοις εκατό των ιερέων στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αν και η θέσις της ιεραρχίας σχετικά με την αγαμία των ιερέων είναι οριστικά ένα φλέγον ζήτημα, δεν παρέχει όλες τις απαντήσεις στο γιατί οι ιερείς εγκαταλείπουν το επάγγελμά τους και λιγώτεροι άνδρες γίνονται ιερείς. Η υποχρεωτική αγαμία των ιερέων εφηρμόζετο από πολλούς αιώνας. Εν τούτοις ποτέ προηγουμένως τόσο πολλοί ιερείς δεν ύψωσαν τη φωνή τους εναντίον της. Ακόμη και ιερείς που μόλις πριν από δυο χρόνια αντετίθεντο στην ιδέα της προαιρετικής αγαμίας, τώρα έχουν αλλάξει γνώμη.
Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτοί οι ιερείς δεν αντιτίθενται σε κάτι που παραγγέλλει η Γραφή. Πραγματικά, Η Καθολική Εγκυκλοπαιδεία (Τόμ. III, σελ. 481, έκδοσις 1908) παραδέχεται:
«Δεν βρίσκομε καμμιά ένδειξι στην Καινή Διαθήκη ότι η αγαμία ήταν υποχρεωτική είτε για τους Αποστόλους είτε για κείνους που χειροτονούσαν.»
Σχολιάζοντας τις οδηγίες του αποστόλου Παύλου στην 1 Τιμόθεον 3:2, 12 και Τίτον 1:6 ότι ο ‘επίσκοπος’ ή ο ‘διάκονος’ θα πρέπει να είναι «μιας γυναικός ανήρ,» το έργο αυτό (Τόμος III σελίς 483) δηλώνει:
«Τα εδάφια αυτά φαίνεται να είναι μοιραία για οποιονδήποτε ισχυρισμό ότι η αγαμία είχε γίνει από την αρχή υποχρεωτική για τον κλήρο, αλλ’ εξ άλλου, η επιθυμία του Αποστόλου να είναι και οι άλλοι όπως αυτός (1 Κορ. 7:7, 8, . . .) αποκλείει το συμπέρασμα ότι επιθυμούσε να είναι παντρεμένοι όλοι οι διάκονοι του Ευαγγελίου. Τα λόγια εννοούν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο κατάλληλος υποψήφιος θα έπρεπε να είναι ένας άνδρας ο οποίος μεταξύ των άλλων προσόντων, που παραθέτει ο Απόστολος Παύλος που θα έκαναν την εξουσία του σεβαστή, θα έπρεπε να κατέχη επίσης αυτή τη σταθερότητα χαρακτήρος η οποία εκδηλωνόταν, σ’ εκείνες τις ημέρες του συχνού διαζυγίου, με το να παραμένη πιστός σε μια γυναίκα. . . .
«Μια σθεναρή απόπειρα έγινε πράγματι από μερικούς συγγραφείς, από τους οποίους ο πιο διακεκριμένος ήταν ο πρώην Καθηγητής Μπίκελλ, για ν’ αποδείξουν ότι ακόμη και σ’ εκείνους τους πρώτους χρόνους η Εκκλησία απαιτούσε αγαμία από όλους τους διακόνους της των ανωτέρων βαθμών. Αλλ’ η αντίθετη άποψις, που αντιπροσωπεύεται από λογίους όπως ο Φωνκ και ο Κράους, φαίνεται να είναι πολύ καλύτερα θεμελιωμένη και έχει γίνει γενικά αποδεκτή τα τελευταία χρόνια.»
Δυσαρέσκεια με το Σύστημα
Έτσι οι πολλοί ιερείς που εκφράζονται εναντίον της υποχρεωτικής αγαμίας δείχνουν πραγματικά ότι δεν είναι ικανοποιημένοι με το επικρατούν σύστημα που βασίζεται στην παράδοσι. Και φαίνεται ότι εκείνοι που είτε δεν σκέπτονται την ιερωσύνη σαν πιθανό επάγγελμα είτε την εγκαταλείπουν, δεν είναι πεπεισμένοι ότι το επικρατούν σύστημα τους ταιριάζει. Αν είχαν ειλικρινή επιθυμία να υπηρετήσουν τους άλλους και αν πίστευαν σταθερά ότι το να είναι ιερείς σύμφωνα με τα σημερινά υποδείγματα ήταν ο καλύτερος τρόπος να εκπληρώσουν αυτή την επιθυμία, αναμφιβόλως θα εγίνοντο ή θα παρέμεναν ιερείς. Είναι αξιοσημείωτο ότι μια πρόσφατη μελέτη αποκαλύπτει ότι πολλά από τα προβλήματα των Καθολικών κληρικών περιστρέφονται γύρω από τη δυσαρέσκεια για τις σημερινές διευθετήσεις—διαφορές με τους ανωτέρους, πλημελής ηγεσία, έλλειψις υποστηρίξεως από τους συναδέλφους κληρικούς και απογοήτευσις από τη στάσι που παίρνει η Εκκλησία σε ωρισμένα ηθικά ζητήματα.
Η πίστις και η δοξασία εισέρχονται αποφασιστικά στην εικόνα. Η άποψις αυτή τονίσθηκε στο Καθολικό περιοδικό Κόμμονγουηλ. Στο τεύχος του τής 13ης Φεβρουαρίου 1970 έγιναν οι ακόλουθες παρατηρήσεις:
«Το ζήτημα του επαγγέλματος είναι μόνον μια εκδήλωσις μιας μεγαλυτέρας κρίσεως πίστεως και δοξασίας, στοιχειώδους αξιοπιστίας και ευρυνομένης πεποιθήσεως ότι η ιερωσύνη δεν είναι πια περισσότερο ωφέλιμη καριέρα από πολλές άλλες. . . .
»Μια αλλαγή στους νόμους της αγαμίας θα επέστρεφε στην ‘ορθοδοξία’ πολλούς ιερείς που έφυγαν για να νυμφευθούν, όχι όμως όλους, ούτε ακόμη και τους περισσοτέρους απ’ αυτούς.
»Και είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι θα επηρέαζε αξιοσημείωτα τη γενεά που τώρα παίρνει αποφάσεις για τη ζωή. Και αν η ιερωσύνη μπορούσε να τους προσφέρη τα προνόμια του Μπρίγκαμ Γιάνκ [την πολυγαμία], θα υπήρχε ακόμη το ζήτημα της πίστεως και της δοξασίας.
»Αυτό είναι που περιπλέκει τη θέσι της Ρώμης. Θα μπορούσε αύριο να μεταβάλη τους νόμους της αγαμίας, αλλά οι βασικές δυσκολίες θα παρέμεναν ακόμη άλυτες. Απλώς δεν υπάρχει καμμιά πανάκεια, καμμιά θεραπεία για τη γενική ασθένεια της εκκλησίας.
»Από μια άποψι, αυτό κάνει ευκολώτερο να δούμε γιατί η Ρώμη επιμένει να κρατή τις παλιές παραδόσεις. Οι νόμοι περί αγαμίας κραυγάζουν για αλλαγή, αλλά τι πρόκειται να κερδηθή προς το παρόν εκτός ίσως από την κυνική επίκρισι ότι η Ρώμη αντιδρά στην πίεσι από καθιερωμένα συμφέροντα;»
Γιατί όμως ύστερα από μια ύπαρξι αιώνων η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία είναι τώρα ανίκανη να ενσταλλάξη την πίστι και την πεποίθησι που χρειάζεται για να γίνη κανείς ή να παραμείνη ιερεύς; Μήπως η Καθολική Εκκλησία υπενόμευσε η ίδια αυτά ταύτα τα θεμέλια της πίστεως και της δοξασίας; Μήπως ένας απ’ τους λόγους της απογοητεύσεως πολλών ιερέων είναι η στάσις που παίρνει η Ρώμη σε ωρισμένα ηθικά ζητήματα;
Δεν Ακολουθούνται Γραφικές Διδασκαλίες
Ο απόστολος Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο: «Όλη η γραφή είναι θεόπνευστος και ωφέλιμος προς διδασκαλίαν, προς έλεγχον, προς επανόρθωσιν, προς εκπαίδευσιν την μετά της δικαιοσύνης δια να ήναι τέλειος ο άνθρωπος του Θεού, ητοιμασμένος εις παν έργον αγαθόν.» (2 Τιμ. 3:16, 17) Δεν υποδεικνύουν τα λόγια αυτά του αποστόλου Παύλου ότι η Αγία Γραφή θα πρέπη να είναι το πρότυπον για την ορθή διδασκαλία και πράξι; Κατ’ ακολουθίαν δεν θα κλονιζόταν σημαντικά η πίστις ενός ατόμου αν διεπίστωνε ότι οι διδασκαλίες της θρησκείας του δεν συμφωνούν με τη Γραφή; Αυτό κάνει να προβάλλη ένα άλλο ερώτημα, Έχει διδάξει η Καθολική Εκκλησία την αλήθεια όπως εκτίθεται στη Γραφή και έχει υποστηρίξει τη θεοπνευστία της Γραφής;
Επί αιώνες Καθολικοί και μέλη άλλων θρησκευτικών οργανώσεων εδιδάχθησαν ότι η ψυχή είναι το αθάνατο, πνευματικό μέρος του ανθρώπου που επιζή από τον θάνατο του σώματος. Είναι, όμως, αυτό εκείνο που διδάσκει η Γραφή; Η Νέα Αμερικανική Βίβλος (που φέρει την άδεια εκτυπώσεως του Πάτρικ Κάρντιναλ Ο’Μπόυλ, Διδάκτορος της Θεολογίας, Καθολικού Αρχιεπισκόπου της Ουάσιγκτων), στο «Λεξιλόγιο Γραφικών Θεολογικών Όρων,» λέγει κάτω από τη λέξι «ψυχή»:
«Στην Καινή Διαθήκη, η έκφρασις ‘θέλει σώσει την ψυχήν αυτού’ (Μάρκ. 8:35) δεν σημαίνει να σώση κάποιο πνευματικό μέρος του ανθρώπου, σαν κάτι αντίθετο του σώματός του (με την Πλατωνική σημασία) αλλά σημαίνει ολόκληρο το άτομο δίνοντας έμφασι στο γεγονός ότι το άτομο είναι ζωντανό, έχει επιθυμίες, είναι στοργικό και πρόθυμο, κλπ., εκτός του ότι είναι συγκεκριμένο και φυσικό (άρα ΣΩΜΑ). Δεν υπάρχει αντίθεσις ή διαφορά μεταξύ ψυχής και σώματος· είναι απλώς διάφοροι τρόποι για να περιγράψουν τη μία, συγκεκριμένη πραγματικότητα.»
Και κάτω από την επικεφαλίδα «Σώμα» διαβάζομε:
«Στη Γραφή σημαίνει όχι το αντίθετο της ψυχής, αλλά το όλον, συγκεκριμένη πληρότητα του ανθρωπίνου ατόμου, τον άνθρωπο ως σύνολο. Η διάκρισις μεταξύ ψυχής και σώματος με την Ελληνική σημασία είναι ξένη προς τη Γραφή.»
Δεν φαίνεται παράδοξο το ότι η Καθολική Εκκλησία εδίδαξε επί αιώνες ότι η ψυχή και το σώμα δεν είναι το ίδιο πράγμα κι εν τούτοις να λέγη τώρα ότι αυτό δεν είναι διδασκαλία της Γραφής; Δεν είναι πιθανόν ότι η ασυνέπεια μεταξύ αυτών που εδίδαξε και αυτών που περιέχονται στον Λόγο του Θεού να έχη συμβάλει στην υπονόμευσι της πίστεως πολλών ανθρώπων; Αν πάντοτε πιστεύατε ότι ο άνθρωπος έχει αθάνατη ψυχή, πώς αισθάνεσθε όταν διαβάζετε μια επίσημη καθολική έκδοσι που παραδέχεται ότι αυτή δεν είναι Γραφική διδασκαλία; Δεν σας κάνει να αναρωτιέστε μήπως διδαχθήκατε και άλλα πράγματα που δεν συμφωνούν με τις Άγιες Γραφές;
Θα πρέπει να σημειωθή ότι όχι μόνο εδιδάχθησαν διδασκαλίες κατά γενικήν παραδοχήν αντίθετες προς τη Γραφή, αλλ’ αμφισβητήθηκε ακόμη και η θεοπνευστία της Γραφής. Εξετάζοντας σημεία που διετύπωσε ο θεολόγος Χανς Κιούνγκ, ο Γκρέγκορυ Μπωμ, του Τάγματος του Αγ. Αυγουστίνου, έγραψε προσφάτως:
«Στο παρελθόν αποβλέπαμε στη Γραφή σαν αλάνθαστη. Επειδή ήταν ο Λόγος του Θεού, η εκκλησία δεν ήταν πρόθυμη να παραδεχθή κανένα σφάλμα στις σελίδες της. Μια περισσότερο κριτική, και ιστορική προσέγγισις μας εδίδαξε, εν τούτοις, ότι στη Γραφή υπάρχουν πολλά λάθη. Πώς εχειρίσθησαν το ζήτημα αυτό οι θεολόγοι; Δεν ξεχώρισαν στη γραφή τα μέρη που είναι θεόπνευστα, και επομένως αλάθητα, από τα μη θεόπνευστα μέρη και γι’ αυτό πιθανώς εσφαλμένα. Μάλλον εξέφρασαν τη γνώμη ότι ολόκληρη η γραφή είναι θεόπνευστη, ότι ολόκληρη η Βίβλος μεταδίδει τον Λόγο του Θεού στους ανθρώπους παρ’ όλα τα λάθη που βρίσκομε σ’ αυτή και παρά τις εσφαλμένες αντιλήψεις που θα ανακαλύψουν σ’ αυτή οι μελλοντικές γενεές. Αυτή η άποψις προκάλεσε στην αρχή κατάπληξι και οργή μεταξύ των Καθολικών και ακόμη προκάλεσε αρνητικές αντιδράσεις της ιεραρχίας, αλλά τελικά ανεγνωρίσθη από την εκκλησία και έγινε η επίσημη θέσις της.»
Εν όψει αυτών που έκαμε η Καθολική Εκκλησία με το να διδάσκη πράγματα που αναγνωρίζει φανερά ότι είναι αντιγραφικά και με το να δέχεται την ιδέα ότι η Γραφή είναι γεμάτη σφάλματα, είναι εκπληκτικό το ότι η Καθολική Εκκλησία διέρχεται κρίσι; Δεν θα ήταν ίσως διαφορετικά τα πράγματα αν είχε ακολουθήσει τις Γραφικές διδασκαλίες και είχε προσκολληθή στους κανόνες της σε όλα; Αν το είχε κάμει αυτό, τότε η υποχρεωτική αγαμία για τους ιερείς δεν θα δημιουργούσε καν ζήτημα, διότι η Γραφή δεν υποστηρίζει αυτή την άποψι.