Ήμουν μια Καθολική Καλόγρια
Όπως το αφηγήθηκε στον ανταποκριτή του «Ξύπνα!» στο Βέλγιο
«ΘΑ γίνω καλόγρια για ν’ ανήκω στον Ιησού για πάντα. Μόνον αυτόν θα υπολογίζω στη ζωή μου.» Αυτή την απόφασι πήρε ένα επτάχρονο κοριτσάκι μια μέρα του 1916 αφού μετέλαβε της Θείας Κοινωνίας.
Εγώ ήμουν εκείνο το κοριτσάκι. Γεννήθηκα από αφοσιωμένους Καθολικούς γονείς στο Νεφσατώ του Βελγίου στις 28 Αυγούστου 1909 και καλλιέργησα αυτή την επιθυμία από μικρή ηλικία.
Έχοντας στο νου μου αυτό το ιδανικό, απελάμβανα την προσευχή, τις μικρές θυσίες και να υπηρετώ τους άλλους. Πόσες ώρες πέρασα προσευχόμενη στην εκκλησία του Νεφσατώ! Κάθε σούρουπο, μόλις άκουα τις καμπάνες της εκκλησίας, ελάμβανα μέρος μαζί με μερικούς άλλους ενορίτες στην απαγγελία του ροζαρίου (κομβολογίου) που διηύθυνε ο παπάς.
Πράγματι, εκείνο τον καιρό απήγγελλα μέχρι ένδεκα ροζάρια την ημέρα! Λειτουργία και μετάληψι ήσαν καθημερινές ιεροτελεστίες για μένα. Βεβαίως, στις διακοπές παρακολουθούσα αρκετές λειτουργίες καθημερινώς που τις ακολουθούσε μια μακρά περίοδος ευχαριστίας.
Στις διακοπές του καλοκαιριού, μετά το δεύτερο έτος των σπουδών μου ως δασκάλας, πήγα στο δάσος του Νεφσατώ κάποιο απόγευμα για να συλλογιστώ. Ακόμη βλέπω τον εαυτό μου ξαπλωμένη εκεί στο γρασίδι να ξαναδιαβάζω το βιβλίο Η Ζωή της Νεαρής Τερέζας του Λισιέ. Ήθελα να είμαι όπως αυτή, διότι πίστευα ότι εξέφραζε μια βαθειά αγάπη για τον Ιησού. Είχα αποφασίσει να γίνω μια αφοσιωμένη καλόγρια, μια αγαπητή σύζυγος του Ιησού ό,τι και αν κόστιζε αυτό.
Έτσι, κάποια μέρα του Αυγούστου 1926, αφού πέρασα πολλές ώρες προσευχόμενη, γονατιστή με τα χέρια τεντωμένα σαν σε σταυρό, περίμενα τους γονείς μου να επιστρέψουν σπίτι. Μόλις έφτασαν τους έκαμα γνωστή την απόφασί μου. «Πατέρα,» είπα, «λυπάμαι που θα σε στενοχωρήσω, αλλ’ ο Θεός με εκάλεσε στο μοναστήρι.» «Παιδί μου,» είπε ο πατέρας, «είσαι ακόμη τόσο νέα. Σκέψου προσεκτικά αυτό που θέλεις να κάμης.» Απήντησα: «Πατέρα αυτό το σκέπτομαι πάνω από δέκα χρόνια.» Αφού μου είπε πολλά κατέληξε: «Παιδί μου, αν είναι θέλημα Θεού, δεν θα βάλω κανένα εμπόδιο στο δρόμο. Έχεις τη συγκατάθεσί μου.»
Φεύγω από το Σπίτι
Ο παπάς μας ζήτησε πληροφορίες με γράμμα του στο Ινστιτούτο της Δέσποινας Λουίζας, και προσεκλήθην να πάω στο Λουβαίν για μια συνέντευξι. Η μητέρα ήρθε μαζί μου, στις 5 Σεπτεμβρίου 1926. Εκεί μας δέχθηκε η ιδρύσασα το Ινστιτούτο Δέσποινα Λουίζα, που αν και άρρωστη στο κρεββάτι ήταν νηφάλια, ευχάριστη κι ευγενής.
Όταν η μητέρα μου είπε ότι είχα ακόμη δύο χρόνια για το σχολείο και ρώτησε αν θα ήταν καλύτερα να τελείωνα πρώτα το σχολείο, η προϊσταμένη απήντησε: «Όχι, πρέπει να έλθη αμέσως κι εμείς θα φροντίσωμε να τελειώση μαζί μας το σχολείο.» Λυπούμαι να πω, ότι η υπόσχεσις δεν ετηρήθη.
Ως ημέρα εισόδου καθωρίσθηκε η 16 Σεπτεμβρίου 1926. Αλλά επειδή αυτή ήταν η ημέρα που είχαμε προγραμματίσει ήδη για ένα ταξίδι στη Λούρδη, η μητέρα ρώτησε: «Δεν μπορεί να αναβληθή η ημερομηνία εισόδου λόγω του προσκυνήματος στη Λούρδη;» «Όχι,» ήταν η απάντησις, «η κόρη σας πρέπει να διαλέξη: ή να μπη στο μοναστήρι ή να πάη στη Λούρδη.» Εγώ είπα: «Θα μπω στο μοναστήρι.»
Έτσι, η ημέρα ήρθε που με κλάματα άφησα την οικογένειά μου. Ο πατέρας με συνόδεψε στον Πύργο του Εζερίνγκεν, εκεί που οι δόκιμες (υποψήφιες για καλόγριες) έπρεπε να περάσουν μια εξάμηνη περίοδο δοκιμής. Αφού είπα «αντίο» στον πατέρα μου, φόρεσα την κάπα και έκαμα το χτένισμα της δόκιμης μαζί με είκοσι άλλα κορίτσια. Έτσι έγινα δόκιμη των Ιεραποστόλων του Αγίου Αυγουστίνου. Ένοιωθα πράγματι πολύ ευτυχής.
Προετοιμασία για να Γίνω Καλόγρια
Επειδή ήμασταν δόκιμες, μας είχε επιβληθή η αυστηρότερη σιωπή. Εάν ήμεθα άρρωστες ή είχαμε προβλήματα, έπρεπε απλώς να υπομένωμε ή άλλως να μιλήσωμε μόνο στην Ηγουμένη. Αυτή η υποχρεωτική σιωπή δεν εβοήθησε να αναπτυχθή αγάπη μεταξύ μας.
Η συζήτησις με την Ηγουμένη, που μου ζήτησε ν’ απαλλαγώ από όλα μου τα προσωπικά αντικείμενα, με γέμισε ντροπή. Νομίζοντας ότι θα βρω κατανόησι, ελεύθερα την εμπιστευόμουν χωρίς ενδοιασμούς, όπως ακριβώς είχα τη συνήθεια να κάνω όταν ήμουν ακόμη παιδί. Απογοητεύθηκα βαθειά όταν το μόνο που μου είπε ήταν: «Για μετάνοια, θ’ απλώσης τα χέρια σου σαν σε σταυρό στην αρχή του μεσημεριανού γεύματος.» Από τότε δεν ένοιωθα πλέον άνετα.
Κάποια μέρα ήλθε να με επισκεφθή η μητέρα. Στο σαλόνι ξανάγινα ο πραγματικός εαυτός μου, αυθόρμητη, χαρούμενη. Αυτό εξέπληξε την Ηγουμένη που είπε στη μητέρα: «Κυρία μου, η κόρη σας είναι τελείως διαφορετική στο σαλόνι. Εδώ είναι τόσο ευτυχισμένη, τόσο χαρούμενη, ενώ στο κοινόβιο είναι τόσο σοβαρή και σιωπηλή.» Τι αντίθεσις, βεβαίως. Αλλά γιατί; Διότι δεν ήταν ο τρόπος ζωής που περίμενα.
Παρ’ όλα αυτά, παρηγόρησα τον εαυτό μου με την ιδέα ότι για τον Ιησού τίποτε δεν ήταν δύσκολο και ότι ήμουν εκεί για να γίνω η σύζυγός του. Έτσι, υπέφερα στη σιωπή. Πίστευα πως σαν μια μέλλουσα καλόγρια, έπρεπε να υποφέρω και ότι έχοντας κάνει το πρώτο βήμα, ούτε λόγος δεν μπορούσε να γίνη να γυρίσω πίσω.
Όταν η εξάμηνη περίοδος της δοκιμής τελείωσε, οι δόκιμες έπρεπε να πάνε στο Λουβαίν για ένα έτος μαθητείας (περίοδος δοκιμασίας πριν γίνουν οι ευχές). Της τελετής για τη λήψι του πέπλου προηγείτο μια εβδομάδα απομονώσεως. Ντυμένες τα ρούχα της καλόγριας και με το λευκό πέπλο, πήγαμε στο παρεκκλήσιο με πομπή.
Οι Δυσκολίες Μεγαλώνουν
Οι δυσκολίες που είχα κατά την δοκιμασία επρόκειτο να ξαναεμφανισθούν και μάλιστα να γίνουν ακόμη χειρότερες στο Λουβαίν. Η Ηγουμένη εδώ δεν ενέπνεε σε μένα περισσότερη εμπιστοσύνη από την προηγούμενη. Την φοβόμουν και κλεινόμουν όλο και περισσότερο στον εαυτό μου. Η ηθική ταλαιπωρία επρόκειτο να είναι καθημερινό συμβάν για μένα. Πόσα δάκρυα επρόκειτο να χύσω!
Τις Τετάρτες και Παρασκευές υπήρχε μια πεντάλεπτη περίοδος αυτοτιμωρίας. Γι’ αυτό μας εδίδετο ένα μαστίγιο καμωμένο από μικρά κορδόνια με κόμπους, με το οποίο μαστίγωνα τον εαυτό μου, ώστε να προκαλέσω πραγματικό πόνο. Τις ίδιες ημέρες, το μεσημέρι τρώγαμε τη σούπα μας γονατιστές.
Κάθε Παρασκευή, κάθε μια με τη σειρά, ενώ γονατίζαμε στην είσοδο του εστιατορίου, έπρεπε να φιλούμε τα πόδια όλων των καλογραιών του μοναστηρίου. Κάθε Σάββατο συγκεντρωνόμεθα μαζί για την απαγγελία των ατελειών μας. Κάθε καλόγρια με τη σειρά γονάτιζε και φωναχτά έπρεπε να εξομολογηθή τα σφάλματα που διέπραξε.
Κάθε μέρα έπρεπε να επαναλάβωμε πέντε φορές το «Πάτερ Ημών» και πέντε φορές το «Άβε Μαρία» με τεντωμένα χέρια σαν σε σταυρό. Μας εσυμβούλευαν να κάνωμε μια τουλάχιστον ομολογία νεκρώσεως των παθών σε κάθε γεύμα. Και κάθε μήνα κατά την μηνιαία θεώρησι της ζωής μας, έπρεπε να κάνωμε μια αναφορά στην Ηγουμένη και να ζητούμε την άδεια να χρησιμοποιήσουμε μικρά πράγματα, όπως καρφίτσες, κουμπιά, εικόνες κτλ. Όλες μας οι ενέργειες ελέγχονταν αυστηρά, ακόμη και το να βγούμε από το εστιατόριο, το εργαστήριο ή το παρεκκλήσιο, ασχέτως του λόγου. Με σταυρωμένα χέρια ρωτούσαμε: «Θα μου επιτρέψετε να βγω έξω;» Στο παρεκκλήσιο, μια απλή χειρονομία ήταν αρκετή.
Όποτε αργούσαμε, έπρεπε να ζητούμε συγγνώμη από την Ηγουμένη γονατιστές και με τα χέρια σταυρωμένα. Μετά τις βραδυνές προσευχές και πριν βγούμε από το παρεκκλήσιο, κάθε μια στη σειρά θα γονάτιζε μπροστά στην Ηγουμένη που θα μας έκανε ένα μικρό σημείο του σταυρού στο μέτωπο και θα έλεγε «Είθε ο Ιησούς, η Μαρία και ο Ιωσήφ να σ’ ευλογούν.»
Η Ημέρα Φθάνει
Τελικά, η από καιρό αναμενόμενη ημέρα έφθασε, η 29 Μαρτίου 1928. Αυτή ήταν η ημέρα που η δοκιμασία μου έληξε και θα γινόμουν καλόγρια, η σύζυγος του Ιησού!
Έχοντας απαντήσει καταφατικά σε μερικές ερωτήσεις, όπως: «Ενεργείς από δική σου ελεύθερη θέλησι για να γίνης σύζυγος του Ιησού;» Προσεκλήθην προ του βωμού για να κάμω την ευχή μου. Έπρεπε να ευχηθώ ότι υπόσχομαι «προ του Παντοδυνάμου Θεού, της ευλογημένης Παρθένου Μαρίας και του Πατρός μας Αγ. Αυγουστίνου, να ζω με πενία, αγνότητα και υπακοή συμφώνως προς τους κανόνας του Αγ. Αυγουστίνου και τα θεσπίσματα του Τάγματός μας, και αυτό για τρία έτη.»
Κατόπιν προχώρησα στη νοτία πλευρά του ιερού και εκεί υπέγραψα έναν κατάλογο που πιστοποιούσε τις δηλώσεις μου. Έτσι, πριν γίνω 19 ετών, έγινα μέλος της Εκκλησίας των Ιεραποστόλων του Αγ. Αυγουστίνου. Έπειτα ο ιερεύς είπε: «Αυτές οι ευχές θα είναι η μόνη σου παρηγοριά, θα σε ακολουθήσουν στο μνήμα.» Ένα χρυσό δακτυλίδι, σύμβολο της ενώσεως μου με τον Ιησού, γλίστρησε στον παράμεσο του δεξιού μου χεριού.
Μαζί με τις άλλες καλόγριες, που πήραν μέρος στην ίδια τελετή, θεωρούμουν ως νεκρή προς τον κόσμο. Για συμβολισμό αυτού του θανάτου, πήγαμε σ’ ένα τόπο που μας υπεδείχθη και γονατίσαμε, έπειτα βάλαμε το κεφάλι κάτω από ένα σάβανο σαν πεθαμένες. Η χορωδία έψαλλε και μόλις ακούσαμε τη λέξι «ανάστηθι,» στα Λατινικά, το σάβανο τραβήχθηκε. Σηκωθήκαμε και γυρίσαμε στις θέσεις μας. Έπειτα ο χορός έψαλε έναν ύμνο αναστάσεως, ακολουθούμενον από έναν άλλον: «Ελθέ, νύμφη του Χριστού, λάβε το στέμμα που ετοιμάσθηκε για σένα.» Μετά πήγαμε στο κιγκλίδωμα της Κοινωνίας όπου η Ηγουμένη μάς καρφίτσωσε ένα στέμμα από τριαντάφυλλα καμωμένα από άσπρο τούλι.
Πεπεισμένη ότι πραγματικά ήμουν η σύζυγος του Ιησού, η ευτυχία μου ήταν πλήρης. Συνεχώς επανελάμβανα: «Ιησού, είμαι δική σου για πάντα. Κάνε με μια σύζυγο κατά την καρδιά σου· η μόνη μου επιθυμία είναι να σ’ ευχαριστώ.»
Τώρα, πού θα υπηρετούσα ως μοναχή; Βέβαια κατά την δοκιμασία μου οι Προϊστάμενές μου, έχοντας προσέξει τα καλλιτεχνικά ταλέντα μου, μου έδωσαν ένα διορισμό που θα με έφερνε στις Φιλιππίνες Νήσους. Θα έδινα μαθήματα ζωγραφικής στο Κολλέγιο της Αγ. Τερέζας στη Μανίλα. Έτσι περί τα τέλη του Σεπτεμβρίου 1929 έφυγα για τις Φιλιππίνες, αφού είχα περάσει μερικές μέρες με την οικογένειά μου και επίσης είχα μαζέψει χρήματα για τα έξοδα του ταξιδιού μου. Ήταν το έθιμο για κάθε μια μας να προσπαθήση να έχη το αναγκαίο ποσόν, για να καλύψη τα ατομικά της έξοδα για το ταξίδι του διορισμού της.
Τι Έφεραν Σαράντα τρία Χρόνια Καλογηρικής Ζωής
Κατά το τέλος του 1929 έφθασα στη Μανίλα και με υπεδέχθη το κοινόβιο της Αγ. Τερέζας. Έτσι άρχισαν 17 χρόνια ως ιεραποστόλου στις Φιλιπππίνες.
Αν και εκεί ένοιωθα άνετα, κάποια από τις ασχολίες μου γρήγορα άρχισε να με βασανίζη. Και αυτό ήταν η εξομολόγησις. Όσο πιο πολύ εξομολογούμουν, τόσο ο ιερεύς με επέπληττε. Αν και γινόμουν όλο και πιο ευσυνείδητη στη δουλειά μου αυτό δεν μου φαινόταν να είναι αρκετό. Ευτυχώς, ο εξομολογητής αντικατεστάθη εγκαίρως.
Γνώριζα μόνο λίγα Αγγλικά. Γι’ αυτό παραξενεύθηκα όταν η Ηγουμένη μού είπε ότι θα διδάσκω στην πρώτη δημοτικού, αγόρια και κορίτσια. Τις Πέμπτες, που δεν είχε σχολείο, έδινα ιδιαίτερα μαθήματα ζωγραφικής. Αλλά στο μέσον του σχολικού έτους, μου εζητήθη να πάω στο Τουμπάο για να βοηθήσω την Εκκλησιαστική χορωδία εκεί, εφόσον ήξερα μουσική κι έπαιζα πιάνο.
Το 1931 πήγα στο Ταγκουντίν που άρχισα με την πέμπτη τάξι του δημοτικού και συνέχισα ως την εβδόμη τάξι. Αλλά στα μέσα του χρόνου διωρίσθηκα ως βοηθός να διδάσκω στο γυμνάσιο.
Οι Απογοητεύσεις Μεγαλώνουν
Κατά τις σχολικές διακοπές, με έστειλαν στο Μπάγκιο, όπου πήρα ένα Πανεπιστημιακό δίπλωμα για μάθημα που δεν είχα ποτέ διδαχθή. Αυτό έγινε για να πιστέψω ότι είχα τα προσόντα να διδάσκω. Αυτή η δόλια πράξι μού ήταν αποκρουστική. Επιπρόσθετα αυτό με υπεχρέωσε να καταβάλω υπεράνθρωπες προσπάθειες κατά την επόμενη περίοδο, αφού δεν είχα τα πραγματικά προσόντα.
Όμως, με σκληρή εργασία κατώρθωσα να εφοδιασθώ με καλό υλικό. Η Διευθύντρια μου υπεσχέθη ότι δεν θα ξαναμετατεθώ, αλλά αυτό δεν ετηρήθη. Στην πραγματικότητα, καθ’ όλη τη ζωή μου ως μοναχής, πολλές υποσχέσεις από αυτούς που πίστευα ως εκπροσώπους του Θεού ήσαν πηγή πικρής απογοητεύσεως για μένα.
Κατά τη διάρκεια πολλών ετών ως ιεραποστόλου δίδαξα διάφορα μαθήματα: μαθηματικά, ζωγραφική, φυσική, γυμναστική, πιάνο και άλλα. Αλλά κάθε πρωί συζητούσα για θρησκεία με τους μαθητάς μου, με βάσι την κατήχησι που είχαν λάβει. Αυτό το θρησκευτικό μάθημα θα έπρεπε να μου είχε δώσει πολλή ικανοποίησι, λόγω της ιεραποστολικής μου κλίσεως ως μοναχής. Αντιθέτως, η θρησκευτική διδασκαλία μού ήταν φορτίο, μια πολύ βαριά αποστολή που με φόβιζε. Γιατί μου ήταν τόσο στενόχωρο και κοπιαστικό; Διότι ένοιωθα ότι δεν είχα τίποτε αξιόλογο να μεταδώσω στους άλλους.
Μια χρονιά, μετά την ετήσια ανάπαυσι στο ησυχαστήριο, πήγα στην Προϊσταμένη μου να της εμπιστευθώ την απόφασι που πήρα στη διάρκεια της αναπαύσεώς μου αυτής. Πόσο εξεπλάγην όταν η Προϊσταμένη μού είπε: «Δεν είναι αυτό που πρέπει να κοιτάς· καλύτερα πρόσεχε τη ζηλοτυπία σου.» Έπεσα από τον ουρανό! Η ζηλοτυπία ήταν πολύ μακρυά από τις σκέψεις μου! Δεν μπορούσα να καταλάβω πώς μπόρεσε η προϊσταμένη μου, που θεωρούσα απεριόριστα ως αντιπρόσωπο του Θεού, να ενεργήση κατ’ αυτόν τον τρόπο. Μας είχαν ενσταλάξει την ιδέα ότι οι Προϊστάμενες αντιπροσώπευαν τον Θεό.
Μερικούς μήνες αργότερα αρρώστησα. Πόσο ευτυχής ήμουν! «Ευτυχής να είσαι άρρωστη,» θα πήτε. Μάλιστα, διότι κατά την δοκιμασία συνεχώς μας επαναλάμβαναν ότι ‘ο Θεός δοκιμάζει όσους αγαπά,’ έτσι το να είμαι άρρωστη ήταν σημάδι της ευνοίας του Θεού. Επειδή ήθελα να είμαι μεταξύ των εκλεκτών του Θεού, δεν ήθελα να γίνω καλά! Υπέφερα από έλκος του στομάχου και έπρεπε να υποβληθώ σε εγχείρησι. Έπειτα πήγα στο Μπάγκιο για ανάρρωσι, όπου δεν έμεινα αδρανής, αλλά πήγαινα στην αγορά για έργο επαιτείας.
Επιστροφή στο Βέλγιο
Τα χρόνια περνούσαν. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήρθε και περάσαμε δυσκολίες και κινδύνους. Τότε, μετά τον πόλεμο, είχα μια υποτροπή στην υγεία μου. Ο χειρουργός δεν συμφωνούσε για μια δεύτερη εγχείρησι, αλλά διέταξε την επιστροφή μου στο Βέλγιο. Έτσι, μετά 17 χρόνια ιεραποστολής στις Φιλιππίνες επέστρεψα στο Βέλγιο τον Μάρτιο 1947.
Οι ασχολίες μου περιορίσθηκαν ενώ κατά το μάλλον ή ήττον αναπαυόμουν, περιμένοντας τον καιρό που θα γύριζα στις Φιλιππίνες, όπως μου είχαν υποσχεθή. Αυτή ήταν άλλη μια υπόσχεσις που δεν ετηρήθη. Αντ’ αυτού, εστάλην στο κοινόβιο της Ωβιλάρ στη Γαλλία. Εκεί έδινα μαθήματα σε καθυστερημένους εφήβους. Τι αντίθεσι με τους μαθητάς μου και τις τάξεις στις Φιλιππίνες! Πόσο συχνά, μετά το μάθημα, έκλαιγα! Πιστεύω ότι ήμουν ηθικώς και φυσικώς ανίκανη ν’ ανταπεξέλθω σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα.
Επειδή το κράτος απαιτούσε ένα δίπλωμα για διδασκαλία σε ανάπηρα παιδιά, μου εζητήθη να πάρω μαθήματα δι’ αλληλογραφίας. Επίσης πήγα στην Τουλούζ για διδασκαλία έξη εβδομάδων, που τελείωνε με γραπτές και προφορικές εξετάσεις. Πήρα το δίπλωμά μου που εξελίχθη σε μια αποκάλυψι για μένα. Γιατί; Διότι με επήνεσαν! Ποτέ δεν με είχαν ενθαρρύνει, έτσι που νόμιζα τον εαυτό μου ανάξιο για την παραμικρή εκτίμησι. Είπα στον εαυτό μου. «Ωραία, φαίνεται ότι υπάρχουν δυο άνθρωποι μέσα μου. Ένας που ‘εκτιμάται’ από τους εκτός του μοναστηρίου κι ένας ‘κρυμμένος στο σκοτάδι’ μέσα στο μοναστήρι.»
Παίρνω μια Βίβλο
Μας είχε απαγορευθή να διαβάζωμε τη Βίβλο. Όμως, εκείνο το διάστημα, στη δεκαετία του 60, κανένα άλλο βιβλίο δεν μ’ ενδιέφερε. Αυτό που ήθελα ήταν η Βίβλος, αλλά η Γενική Προϊσταμένη αρνήθηκε να με αφήση να έχω μία!
Πάντως, κατώρθωσα να πάρω ένα αντίτυπο. Να πώς έγινε. Χρειαζόμουν ένα Γαλλικό λεξικό για την τάξι μου, που μπορούσα να πάρω μόνο αν η οικογένειά μου έστελνε 1.000 φράγκα (περίπου 600 δραχμές). Ακόμη μια φορά με βοήθησαν! Όμως, η προϊσταμένη χρησιμοποίησε μόλις το ένα τρίτο του ποσού και κράτησε τα υπόλοιπα! Σκεπτόμενη ότι το υπόλοιπο μου ανήκε, ριψοκινδύνεψα να ζητήσω να μου αγοράσουν μια Βίβλο της Ιερουσαλήμ. Αυτή τη φορά η αίτησίς μου δεν απερρίφθη.
Έχοντας τη Γραφή, αποφάσισα να διαβάσω όλο της το περιεχόμενο για να βρω γιατί ήταν απαγορευμένη. Είναι παράξενο ότι η ανάγνωσις της Γραφής με βοήθησε να προσεύχωμαι και να συλλογίζωμαι πιο πολύ από πριν. Αποστήθισα πολλούς Ψαλμούς και τους έλεγα σε κάθε ευκαιρία. Μερικές φορές προσπαθούσα να περιλάβω τη Γραφή σε μερικές συνομιλίες με άλλες μοναχές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Συχνά έλεγα στις άλλες ότι οι συζητήσεις μας ήσαν χωρίς σημασία. Όμως, όταν έφερνα πνευματικά ζητήματα με γελοιοποιούσαν.
Αφού η υγεία μου δεν βελτιώθηκε, εστάλην πίσω στο Ρουλέρ του Βελγίου που υπέστην εγχείρησι. Έπειτα μ’ έστειλαν στο Εβερλέ, ένα οίκημα για βαρειά άρρωστες μοναχές όπου πάλι χειρουργήθηκα. Μετά απ’ αυτό η υγεία μου σταδιακώς εβελτιώνετο. Αυτή τη φορά είχα μαζί μου ένα μικρό ραδιόφωνο· ένα οικογενειακό δώρο. Με βοήθησε να παρακολουθήσω Βιβλικά μαθήματα δι’ αλληλογραφίας και ν’ ακούω ένδεκα διαφορετικά προγράμματα. Ως αποτέλεσμα, βρήκα ένα τρόπο για να εμβαθύνω στη μελέτη της Βίβλου. Υπέφερα όμως διότι δεν μπορούσα να μεταδώσω την ευτυχία μου σε άλλους.
Άρχισα να εκτιμώ το ότι οι Προτεστάντες γνώριζαν περισσότερα από τη Βίβλο. Έτσι κάποια μέρα, με επιστολή, ρώτησα τον Προτεστάντη πάστορα που διώρθωνε τα γραπτά μου, και στον οποίον είχα τη μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, τι νόμιζε για την εξέλιξι. Αυτός είπε ότι μπορεί να γίνη δεκτή. Έτσι η εμπιστοσύνη μου ελαττώθηκε, εφ’ όσον αυτή η θεωρία καθαρά δεν συμφωνούσε με τη Βίβλο, κι εγώ έψαχνα να βρω την αλήθεια κι όχι το ψεύδος.
Έλλειψις Αγάπης
Τότε έγινε η Σύνοδος του Βατικανού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να ζητήση η Εκκλησία από τις μοναχές ανανέωσι της θρησκευτικής τους ζωής. Ως μέρος τούτου μου εδόθη ένα ερωτηματολόγιο για να συμπληρώσω, ώστε να δώσω την άποψί μου.
Τον Ιανουάριο 1968 συμπλήρωσα το ερωτηματολόγιο. Δύο από τις ερωτήσεις ήσαν: «Βρήκατε μεταξύ των συντρόφων σας μοναχών (Ανωτέρων ή άλλων) επαρκή βοήθεια για την πνευματική σας ζωή;» και «Βρήκαμε μια αληθινή φιλία στο ποίμνιο;» Σ’ αυτές τις ερωτήσεις έπρεπε ν’ απαντήσω. «Όχι,» Απλώς δεν είχα ποτέ συναντήσει την αληθινή, ανιδιοτελή στοργή μεταξύ των μοναχών ή του ποιμνίου. Υπήρχε μόνον προσποίησις αγάπης.
Ένα μέρος του ερωτηματολογίου ησχολείτο με τη «στάσι των Προϊσταμένων.» Να τι έγραψα στο γραφείο του Γενικού Γραμματέως στο Εβερλέ του Βελγίου: «Πολλές φορές οι άλλες μοναχές με ρωτούσαν: ‘Γιατί είναι ευκολώτερο να συνεννοηθούμε μεταξύ μας παρά με την Προϊσταμένη μας;’ Ιδού η απάντησίς μου: Διότι οι Προϊστάμενες δεν γίνονται αρκετά προσιτές στις αδελφές και δεν έχουν τη μητρική λεπτότητα που οι αδελφές περιμένουν εκ μέρους των.»
Συνέχισα: «Γενικά, οι Προϊστάμενές μας είναι πολύ απασχολημένες για εξωτερικά ζητήματα. Ασχολούνται με τόσο πολλά πράγματα, εκτός από το πιο σπουδαίο καθήκον τους—τη μητρική αγάπη για όλες τις αδελφές. Όμως ο Ιησούς αγαπούσε χωρίς εξαίρεσι. Ο Ιησούς είναι αγάπη. Αυτή είναι η ιδανική εικόνα μιας μητέρας. Απ’ όλες τις απόψεις οι Προϊστάμενες είχαν μια τελείως διαφορετική ζωή από τη ζωή μιας απλής μοναχής, ενώ θα έπρεπε να είναι ‘υπηρέται.’ Η απλή μοναχή θα έπρεπε ν’ απολαμβάνη τα ίδια πράγματα όπως οι Προϊστάμενες. Δεν είναι μόνον το όνομα και το σχήμα που πρέπει ν’ αλλάξουν, αλλά επίσης η διανοητική άποψις και ο τρόπος ζωής. Αν οι Προϊστάμενές μας θέλουν να έχουν τη στοργή και την εμπιστοσύνη μας, ας μας αγαπούν ειλικρινά κι ας μας έχουν εμπιστοσύνη.»
«Κάτι Εσφαλμένο»
Κάποια μέρα, αηδιασμένη, είπα στη Γενική Ηγουμένη: «Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι ότι η ευχή μας της πενίας πάντοτε μας επιτρέπει να παίρνωμε, και όσο περισσότερα τόσο καλύτερα. Όμως, ποτέ δεν μας επιτρέπει να δίνωμε, ακόμη και μια καρφίτσα!» Αλλά ο Ιησούς είπε ότι είναι μεγαλύτερη ευτυχία στο να δίνωμε!
Ήταν αρκετά τίμια για να μου πη ότι η σκέψι μου ήταν σωστή. Έτσι αργότερα, σε μια Γενική Ηγουμένη του Σετ είπα: «Κατά τη γνώμη μου, η μεγαλύτερη αμαρτία κατά της πενίας είναι η ευχή για πενία.» Και προσέθεσα. «Εκείνο που χρειάζεται είναι η κατάργησις τέτοιων ευχών.» Δεν συμφώνησε, λέγοντας ότι οι ευχές δεν μπορούν ποτέ να καταργηθούν.
Όμως από τότε, οι ευχές έχουν οριστικά αντικατασταθή από απλές υποσχέσεις! Σίγουρα κάτι δεν πάει καλά σ’ ένα σύστημα που έχει τόσες αντιθέσεις! Έτσι συνεχώς επανελάμβανα ότι πολύ σύντομα τα μοναστήρια θα πάψουν να υπάρχουν. Πράγματι, είχα ένα αυξανόμενο συναίσθημα ότι τα μοναστήρια ήσαν διαβολικά ιδρύματα. Και η πεποίθησίς μου ηύξανε από τις καταχρήσεις που έβλεπα, όπως καταχρήσεις ανέσεων. Είδα με τα ίδια μου τα μάτια τελείως περιττές και αδικαιολόγητες δαπάνες συνεχώς να αυξάνωνται. Έτσι, με την πάροδο του χρόνου, τα μάτια μου άνοιγαν. Έβλεπα ότι η ζωή στα μοναστήρια γινόταν απλώς αδύνατη.
Επίσης άρχισα να διακρίνω πόσο κενές ήταν οι θρησκευτικές τελετές που πάντα μου άρεσαν. Παρ’ όλους τους στολισμούς, τα λουλούδια, τα ωραία στολίδια του ιερού, τα ενδύματα των ιερέων και τη μουσική, μόλις η τελετή τελείωνε καταλάβαινα ότι κανένα πνευματικό όφελος δεν είχα. Ιδιαιτέρως παρατηρούσα τον ιερέα σε τέτοιες ευκαιρίες. Πάρα πολύ συχνά με απεγοήτευε και έλεγα μέσα μου: «Τι αδιαφορία! Είναι σαν να μη τον νοιάζη καθόλου και ούτε καν πιστεύει ο ίδιος τι κάνει.» Το σημείο του σταυρού εγίνετο μηχανικά και οι γονυκλισίες με πολύ λίγο σεβασμό.
Μια μέρα έχοντας ακούσει ότι οι επίσκοποι στη Σύνοδο του Βατικανού συζήτησαν αλλαγές στην Ευχαριστία, είπα στον εαυτό μου: «Κάτι εσφαλμένο υπάρχει εδώ. Η αλήθεια είναι ακλόνητη και ποτέ δεν αλλάζει.»
Σε μια άλλη ευκαιρία, μου είπαν ότι το άγιον αίμα στη Μπρυζ δεν ήταν αληθινό. Η Βασιλική του Αγίου Αίματος στη Βελγική πόλι Μπρυζ περιέχει την πηγή του Αγίου Αίματος από καθαρό χρυσό. Εδώ ισχυρίζονται ότι βρίσκονται μερικές σταγόνες από το αίμα του Χριστού. Κάθε χρόνο μια λιτανεία κάνει τη διαδρομή της από το παλαιό μέρος της πόλεως και η πηγή μεταφέρεται με παραδοσιακή πομπή. Αλλά τώρα σκέφθηκα. «Είναι δυνατόν η Εκκλησία να μας παρέσυρε σε τόσο πολλή ειδωλολατρία στη διάρκεια όλων αυτών των πομπών του Αγίου Αίματος; Είναι καιρός να βρω την ΑΛΗΘΕΙΑ!»
Ανέφερα όλα αυτά σε μια άλλη μοναχή και πρόσθεσα: «Ξέρεις, ψάχνω για την αλήθεια και όταν τη βρω τίποτε δεν θα με σταματήση!» Έγινα ακόμη πιο ζηλώτρια στην έρευνά μου για την αλήθεια.
Βρήκα την Αλήθεια που Οδηγεί στη Ζωή!
Κατά τον Αύγουστο 1969 πήρα ένα Βιβλίο από μια άλλη μοναχή. Είχε τίτλο: «Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή.» Το είχε λάβει από έναν ανεψιό της που ήταν Μάρτυς του Ιεχωβά.
Όταν μου το έφερε μου είπε. «Το έλαβα από τον ανεψιό μου. Δεν μπορείς να φαντασθής πόσο ζηλωτής είναι. Μου υποσχέθηκε μια Βίβλο, και μπορείς να το πιστέψης;—κηρύττει από σπίτι σε σπίτι και ακόμη δίνει Γραφικές ομιλίες!»
Την άκουσα πολύ προσεκτικά. Πήρα το βιβλίο και είπα: «Αυτό μ’ ενδιαφέρει διότι ψάχνω για την αλήθεια.» Αμέσως άρχισα να διαβάζω το πρώτο κεφάλαιο. Παρετήρησα ότι ήταν τελείως διαφορετικό από τις δικές μου θρησκευτικές διδασκαλίες.
Όμως, λίγο αργότερα έπρεπε να μπω στο νοσοκομείο, διότι ο γιατρός έκρινε την κατάστασί μου κρίσιμη. Έτσι έβαλα σε τάξι τα πράγματά μου πριν να φύγω, επιστρέφοντας το βιβλίο στη σύντροφό μου. Αλλά η διάγνωσις ήταν εσφαλμένη, και πολύ σύντομα γύρισα πίσω. Ζήτησα το βιβλίο—αλλά τι απογοήτευσις! Η μοναχή μού έδωσε πίσω τα εξώφυλλα του. Είχε πετάξει τις εσωτερικές σελίδες! Πήγα να την δω κι εξέφρασα τη λύπη μου γι’ αυτό που είχε κάμει, επαναλαμβάνοντας ότι ήθελα τόσο πολύ να διαβάσω το βιβλίο.
Μια Αλησμόνητη Διαδρομή
Μια μέρα η Προϊσταμένη ανακοίνωσε ότι ζητούσαν εθελοντάς να μάθουν κομμωτική. Δήλωσα συμμετοχή και πήρα μαθήματα από τη σχολή «Oréal» στις Βρυξέλλες. Στις 26 Οκτωβρίου 1970 μου ανακοίνωσαν ότι έπρεπε να παρουσιασθώ στην Εξεταστική Επιτροπή στις Βρυξέλλες, για να δώσω εξετάσεις κομμωτικής.
Πήγα στην ωρισμένη ώρα. Όταν όμως φώναζαν τα ονόματα, το δικό μου δεν περιελαμβάνετο. Ακόμη έδειξαν έκπληξι όταν με είδαν εκεί. Ο γραμματεύς μού είπε να φύγω, πληροφορώντας με ότι θα με καλέσουν τον επόμενο μήνα.
Μη θέλοντας να επωφεληθώ από αυτή την απρόοπτη ελευθερία, πήγα στο μοναστήρι όπου υπέθετα να περάσω τη νύχτα. Όταν είπα στις μοναχές ότι θα επέστρεφα στο Εβερλέ με το πρώτο τραίνο, με συμβούλεψαν να πάρω το λεωφορείο που ήταν φθηνότερο. Θέλοντας να κρατήσω την ευχή μου της πενίας, συμφώνησα.
Για να πάω στη στάσι των λεωφορείων έπρεπε να πάρω το τραμ. Μη γνωρίζοντας το μέρος, ρώτησα δυο άνδρες που ήσαν στο ίδιο τραμ. Υποσχέθηκαν να μου πουν όταν θα φθάναμε στη στάσι των λεωφορείων. Αλλά μου είπαν να κατεβώ τουλάχιστον δύο στάσεις νωρίτερα! Έτσι έπρεπε να περπατήσω τον υπόλοιπο δρόμο, μεταφέροντας δύο βαρειές βαλίτσες.
Τελικά άφησα κάτω τις βαλίτσες μου και αναζήτησα τη στάσι. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή ένα αυτοκίνητο σταμάτησε πλάι μου. Ο οδηγός είπε: «Κυρία, πηγαίνετε στο Λουβαίν; Μπορώ να σας πάρω μαζί μου;»
Βρέθηκα σε αμηχανία, σκεπτόμενη ότι δεν είναι πρέπον να ταξιδέψω με έναν άνδρα. Αλλά αυτός συνέχισε να μιλά, λέγοντας: «Εφόσον δεν σας πειράζει να ταξιδέψετε μ’ ένα Μάρτυρα του Ιεχωβά.» Αν και δεν γνώριζα τους Μάρτυρες του Ιεχωβά πολύ καλά, αυτό μου έδωσε εμπιστοσύνη και δέχθηκα την προσφορά. Αργότερα έμαθα ότι ήταν η πρώτη φορά που έπαιρνε την πρωτοβουλία να σταματήση για να πάρη κάποιον. Συνήθως περίμενε ένα σήμα από τον διαβάτη. Ήταν επίσης η πρώτη φορά που έπαιρνε αυτό το δρόμο το απόγευμα. Μέχρι τότε, έφευγε πάντα το πρωί. Αλλά τι ευλογίες έφεραν αυτές οι συμπτώσεις!
Φρόντισε για τις βαλίτσες μου και με βοήθησε να μπω στο αυτοκίνητο. Μόλις κάθησα μου είπε: «Ξέρετε, Κυρία μου, οι μάρτυρες του Ιεχωβά μιλούν πολύ για τη Γραφή.» Απήντησα ότι εκείνη την εποχή αυτό ήταν το μόνο πράγμα που πραγματικά μ’ ενδιέφερε και ότι έπαιρνα βιβλικά μαθήματα δι’ αλληλογραφίας και άκουα θρησκευτικά ραδιοφωνικά προγράμματα.
Άρχισε να μου μιλά για διάφορες διδασκαλίες, όπως της τριάδος, και αυτό με εξέπληξε. Ανέφερα ότι αυτά που έλεγε ήσαν αντίθετα από τις διδασκαλίες της Εκκλησίας μου, αλλ’ όμως φαίνονταν σε αρμονία με τη Γραφή. Όσο άκουα, τόσο έμεινα κατάπληκτη. Ανεγνώρισα ότι ό,τι έλεγε ήταν πράγματι σε αρμονία με τη Βίβλο. Ενώ άκουα, προσευχόμουν στο Άγιο πνεύμα να με βοηθήση και να μη με αφήση σε κάτι εσφαλμένο.
Όταν φθάσαμε στο Λουβαίν, ο Μάρτυς με χαιρέτησε και την ίδια στιγμή μου προσέφερε ένα Βιβλίο. Ναι, ήταν Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή! Τον ευχαρίστησα θερμά γι’ αυτό, και σ’ όλο το δρόμο για το μοναστήρι, συλλογιζόμουν αυτά που είχαμε συζητήσει. Ήμουν επίσης πολύ ευτυχής που είχα πάλι ένα αντίτυπο του βιβλίου που είχα δη πριν λίγους μήνες. Μπορούσα τώρα να συνεχίσω την έρευνά μου για την αλήθεια.
Αυξάνοντας σε Ορθή Γνώσι
Μόλις βρέθηκα στο δωμάτιό μου άρχισα να προσεύχομαι. Αυτή τη φορά προσευχήθηκα στον Ιεχωβά, εξηγώντας την κατάστασί μου και ζητώντας να με βοηθήση. Ένα άλλο πρωινό ζήτησα από τον Ιεχωβά να μου στείλη κάποιον που θα μου έδειχνε την ορθή κατεύθυνσι για να πάρω.
Εκείνη την ημέρα, αντί ν’ αρχίσω κόμμωσι στις 11 π.μ. όπως έκανα συνήθως, είχα ορίσει να πάω στις 2 μ.μ. για να κάμω τα μαλλιά μιας μοναχής. Μπορείτε να φαντασθήτε την έκπληξί μου όταν, κατεβαίνοντας τις σκάλες, είδα τον άνθρωπο που με είχε φέρει από τις Βρυξέλλες. Λόγω της συναντήσεως που είχα για τις 2 μ.μ. μου πρότεινε να ξανάρθη μια ώρα αργότερα. Ήμουν ελεύθερη τότε και μπορούσα να τον δεχθώ σ’ ένα μικρό προθάλαμο.
Μου πρότεινε ότι, για να πάρω περισσότερη ακριβή γνώσι από τον Λόγο του Θεού, θα έπρεπε ν’ αρχίσω μια Γραφική μελέτη, που θα ωδηγούσαν δυο γυναίκες της τοπικής εκκλησίας των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Με χαρά δέχθηκα την πρότασι. Η πρώτη μελέτη έγινε στο δωμάτιο μου, ακριβώς μέσα στο μοναστήρι.
Όταν έμαθα ότι μετά από έξη μήνες μελέτης θα έπρεπε να πάρω μια απόφασι, είπα μέσα μου: «Μήπως νομίζουν ότι θ’ αλλάξω; Αν ναι, έχουν λάθος. Το μόνο που θέλω είναι μια λεπτομερής μελέτη της Βίβλου.» Πήρα αυτή τη μελέτη πολύ σοβαρά.
Επί Τέλους η Αλήθεια!
Έτσι, κάποιο πρωί ο Μάρτυς μ’ εκάλεσε σε μια τριήμερη συνέλευσι Βιβλικής διδασκαλίας που εγίνετο κάθε έξη μήνες και οργανώνετο από τους Μάρτυρες του Ιεχωβά. Η προϊσταμένη μού επέτρεψε να φύγω χωρίς να ξέρη που πήγαινα, και όλοι μου ηύχοντο ένα καλό Σαββατοκύριακο.
Κατά το ταξίδι έλεγα μέσα μου: «Δεν θ’ αφήσω να μου κλείσουν τα μάτια. Θ’ ακούσω και θα σημειώσω το κάθε τι. Αν ακούσω μια λέξι αντίθετη στη Βίβλο, αυτό θα είναι το τέλος μια για πάντα.»
Στη Συνέλευσι βρήκα τα πάντα εποικοδομητικά. Είχα την καθαρή εντύπωσι ότι περνώ από το σκοτάδι στο φως. Είχα βαθειά συγκινηθή από την αδελφική αγάπη που εκδηλώνουν οι Μάρτυρες. Πράγματι, είχα βρη την αληθινή Χριστιανική αγάπη που έψαχνα 45 χρόνια! Συνεπέρανα ότι επιτέλους βρήκα την αλήθεια!
Επιστρέφοντας στο μοναστήρι συνεχώς ένοιωθα την αληθινότητα των λέξεων που τόσο συχνά επανελάμβανα τους τελευταίους μήνες: «Βρισκόμαστε σ’ ένα διαβολικό σύστημα. Δεν μπορώ πλέον να συνεχίσω να ζω εδώ σαν μια υποκρίτρια.» Προσευχήθηκα στον Ιεχωβά ικετεύοντάς τον για καθοδήγησι.
Σπάζοντας τα Δεσμά
Το ίδιο βράδυ, μετά την επιστροφή μου από τη συνέλευσι, κάθησα και απηύθυνα ένα γράμμα στον Πάπα. Του ζητούσα να με απαλλάξη από τις ευχές μου. Έγραψα ένα άλλο γράμμα στη Διευθύνουσα Ηγουμένη μου.
Τότε όμως θυμήθηκα ότι από τον καιρό της Συνόδου του Βατικανού, οι κανόνες μας καθώς και οι διατάξεις μας είχαν καή. Συνεπώς, δεν ήμεθα πλέον οι βάσει των κανόνων Ιεραπόστολοι του Αγ. Αυγουστίνου, σύμφωνα με τους οποίους κανόνες είχα κάμει τις ευχές μου. Συνεπέρανα ότι δεν υπήρχε ανάγκη ν’ απαλλαγώ των ευχών μου.
Επιπροσθέτως, δεν δεχόμουν πλέον ότι η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία ήταν η Εκκλησία του Χριστού. Ήταν σε αντίθεσι με το Λόγο του Θεού. Έτσι, δεν έβλεπα την ανάγκη να συμβουλευθώ τον αρχηγό μιας αποστατημένης εκκλησίας για να ζητήσω την άδειά του για κάτι. Έτσι, τα γράμματα που έγραψα δεν ταχυδρομήθηκαν ποτέ.
Έχοντας συγκρίνει τις Βιβλικές αλήθειες με τις θρησκευτικές διδασκαλίες που είχα λάβει, καταλάβαινα όλο και πιο πολύ ότι οι βασικές διδασκαλίες της Εκκλησίας δεν βρίσκονταν σε συμφωνία με τη Βίβλο. Επί παραδείγματι, ο Ιησούς δεν είναι ο Παντοδύναμος Θεός. Επίσης, η Τριάδα δεν υπάρχει. Η Λειτουργία και η Θεία Κοινωνία δεν είναι Γραφικές. Και τι θα πούμε για τις ψυχές στην Κόλασι, που πάνε εκεί διότι έλαβαν τη Θεία Κοινωνία χωρίς να έχουν νηστέψει, ή διότι δάγκωσαν ή άγγιξαν την όστια, ή διότι δεν παρακολούθησαν την λειτουργία της Κυριακής, ή διότι έφαγαν κρέας την Παρασκευή; Τώρα όλα αυτά τα πράγματα επιτρέπονται! Αυτά τα γεγονότα με βοήθησαν να πεισθώ ότι βρήκα την αλήθεια.
Στις 23 Ιανουαρίου 1971, τηλεφώνησα για να ευχαριστήσω την Μάρτυρα που τόσο ευγενικά με φρόντισε κατά τη συνέλευσι. Όταν με ρώτησε τι επρόκειτο να κάμω, απήντησα: «Είμαι έτοιμη να φύγω.»
Αποφάσισα να φύγω την επόμενη μέρα, παρά το ότι η υγεία μου δεν ήταν καλή, και έπειτα ήταν και η ηλικία μου και άλλοι παράγοντες. Όμως, μετά από βαθειά σκέψι, είπα στον Ιεχωβά ότι χάριν της αγάπης του, θα του δώσω τον εαυτό μου χωρίς επιφυλάξεις. Μπορεί να με χρησιμοποιήση όπως θέλει. Ζήτησα μόνο να γίνη το θέλημά του και όχι το δικό μου. Εμπιστεύθηκα τελείως σ’ αυτόν και επανειλημμένως προσευχήθηκα όλη τη νύχτα. Δεν ανησυχούσα πλέον για τροφή, ρουχισμό και κατοικία. Είχα μάτια μόνο για ένα πράγμα: Να κηρύξω τα αγαθά νέα της Βασιλείας του Θεού και να φέρω όσο περισσότερα προβατοειδή άτομα μπορούσα σ’ επαφή με την αλήθεια.
Την άλλη μέρα, δύο μάρτυρες του Ιεχωβά ήρθαν για μένα. Η αναχώρησίς μου έγινε ομαλά. Υπήρχαν περίπου τριάντα μοναχές στο μοναστήρι και όλες κοίταζαν έκπληκτες, χωρίς όμως να λένε λέξι. Όταν η νεωκόρος ζήτησε να μάθη τι συμβαίνει, είπα: «Θυμάσαι που σου είπα πως όταν βρω την αλήθεια τίποτα δεν θα με σταματήση. Τη βρήκα με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά και γι’ αυτό πηγαίνω μαζί τους.» Έφυγε, χωρίς να πη άλλη λέξι.
Έμεινα δύο μήνες με μια οικογένεια Μαρτύρων στις Βρυξέλλες. Δεν πήραν χρήματα για φαγητό και κατοικία. Μπορούσε κανείς να δη, ότι όλα αυτά εγίνοντο από αγνή αγάπη για τον Ιεχωβά. Ήμουν τόσο ευτυχής να βρίσκωμαι επιτέλους ελεύθερη από την επιρροή της παγκοσμίου αυτοκρατορίας της ψευδούς θρησκείας, που στη Γραφή ονομάζεται «Βαβυλών η Μεγάλη», και να βρίσκωμαι σε συντροφιά μ’ αυτούς τους αφιερωμένους Χριστιανούς.
Έτσι συνέβη ώστε ν’ αφιερώσω αληθινά τον εαυτό μου στον Ιεχωβά. Ήθελα να κάνω μόνο το θέλημά του, σαν μια από τους Μάρτυρές του. Πέντε μήνες αργότερα, στις 26 Ιουνίου 1971—μετά 43 χρόνια ως μια ιεραπόστολος μοναχή—συμβόλισα την αφιέρωσί μου με βάπτισμα στο νερό.
Σήμερα, για ν’ αντιμετωπίσω τα έξοδά μου, εργάζομαι ως οικιακή βοηθός τη μισή μέρα, αλλά δεν μετανοιώνω, διότι η ευτυχία μου είναι πλήρης. Αισθάνομαι ότι τώρα είμαι πραγματικά ιεραπόστολος, ζώντας μια πολύ πιο τίμια ζωή απ’ ό,τι όταν ήμουν καλογριά. Όμως για ένα πράγμα λυπούμαι: ότι έπρεπε να περιμένω τόσο πολύν καιρό, πριν μπορέσω ν’ αποδείξω στον Ιεχωβά Θεό ότι τον αγαπώ, και αυτό με ακριβή κατανόησι του Λόγου του.
Τώρα, λοιπόν, πραγματοποιήθηκε η επιθυμία, που εξεδήλωσα το 1916 όταν ήμουν ένα μικρό επτάχρονο κοριτσάκι, να δώσω ολοκληρωτικά τον εαυτό μου στην υπηρεσία του Θεού. Από εδώ κι εμπρός, δίνω το υπόλοιπο του χρόνου μου για να κάμω ακολούθους του Ιησού Χριστού, όπως ακριβώς είπε στους μαθητάς του. Το κάνω αυτό κηρύττοντας τα αγαθά νέα της Βασιλείας του Θεού και μεταδίδοντας σε άλλους τις αλήθειες που βρήκα. Ελπίζω ότι πολλά ακόμη άτομα με έντιμη καρδιά θα γευθούν την ίδια χαρά που εγώ έχω, με το να δεχθούν, εφόσον υπάρχει ακόμη καιρός, την αλήθεια που οδηγεί στην αιώνιο ζωή στο νέο σύστημα πραγμάτων που υπεσχέθη ο Θεός.
[Εικόνα στη σελίδα 17]
Από μια φωτογραφία που ελήφθη τον Μάρτιο 1928