Η Άποψις της Βίβλου
Μπορεί να Συγχωρηθή η Βλασφημία;
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ σε μια περίπτωσι είπε σε ωρισμένους Φαρισαίους: «Πάσα αμαρτία και βλασφημία [υβριστικός λόγος· συκοφαντία· ανευλαβής λέξις] θέλει συγχωρηθή εις τους ανθρώπους, η κατά του πνεύματος όμως βλασφημία δεν θέλει συγχωρηθή εις τους ανθρώπους· και όστις είπη λόγον κατά του Υιού του ανθρώπου, θέλει συγχωρηθή εις αυτόν όστις όμως είπη κατά του πνεύματος του αγίου, δεν θέλει συγχωρηθή εις αυτόν.» (Ματθ. 12:31, 32) Αυτό εγείρει μερικές ερωτήσεις, όπως: Γιατί η βλασφημία κατά του Υιού του Θεού και του Πατέρα του μπορεί να συγχωρηθή; Πώς θα μπορούσε ένα άτομο να βλασφημήση αυτές τις προσωπικότητες κι ωστόσο να μην υβρίση το πνεύμα του Θεού; Τι σημαίνει να βλασφημήση κανείς το άγιο πνεύμα;
Η Αγία Γραφή παρέχει ένα συγκεκριμένο παράδειγμα ενός ο οποίος βλασφήμησε τον Θεό και το Χριστό, αλλά δεν έγινε ένοχος ασυγχώρητης αμαρτίας. Αυτός ήταν ο Σαούλ, ή απόστολος Παύλος, πριν γίνη Χριστιανός. Ο Παύλος έγραψε στον Τιμόθεο: «Τον πρότερον όντα βλάσφημον και διώκτην και υβριστήν.»—1 Τιμ. 1:13.
Προ της μεταστροφής του, ο Παύλος θεωρούσε τους μαθητάς του Ιησού Χριστού σαν αποστάτες, άξιους θανάτου. Πίστευε ότι ο Μωσαϊκός νόμος ενέκρινε την πορεία του, διότι εκείνος ο νόμος έλεγε τα εξής σχετικά μ’ έναν αποστάτη: «Δεν θέλεις συγκατανεύσει εις αυτόν, ουδέ θέλεις δώσει ακρόασιν εις αυτόν, ουδέ θέλει φεισθή αυτόν ο οφθαλμός σου, ουδέ θέλεις σπλαγχνισθή ουδέ θέλεις κρύψει αυτόν· αλλά εξάπαντος θέλεις θανατώσει αυτόν.» (Δευτ. 13:8, 9) Βέβαιος ότι είχε δίκιο, ο Παύλος συνέχισε να διώκη τους μαθητές του Χριστού μ’ έναν αυθαίρετο, αλαζονικό τρόπο κι έτσι έγινε ‘υβριστής.’ Ως διώκτης των Χριστιανών, ήταν σαν εκείνους για τους οποίους ο Ιησούς είπε στους μαθητάς του: «Πας όστις σας θανατώσει θέλει νομίσει ότι προσφέρει λατρείαν εις τον Θεόν.» (Ιωάν. 16:2) Ο Παύλος ήταν ένοχος βλάσφημου ή υβριστικού τρόπου ομιλίας κατά του Υιού του Θεού. Το μίσος του για τους μαθητάς του Χριστού έδειχνε ότι έβλεπε τον Ιησού ως απατεώνα και, επομένως, κατέκρινε τον Χριστό. Μιλώντας υβριστικά για τον Υιό, ο Παύλος ήταν επίσης ένοχος βλασφημίας και εναντίον του Πατέρα, τον οποίον ο Ιησούς αντιπροσώπευε.—Ιωάν. 7:29· Ματθ. 27:39· Μάρκ. 15:29· Λουκ. 23:39· Ιούδ. 8.
Μετά τη μεταστροφή του, ο απόστολος Παύλος αντελήφθη πόσο επικίνδυνα είχε πλησιάσει στη διάπραξι της ασυγχώρητης αμαρτίας. Στην επιστολή του προς τον Τιμόθεο, ανεγνώρισε το μεγάλο έλεος που του εδείχθη και έδειξε επίσης γιατί θα μπορούσε να συγχωρηθή. Διαβάζομε: «Ηλεήθην . . . διότι αγνοών έπραξα εν απιστία.» (1 Τιμ. 1:13) Σημειώστε ότι ο Παύλος, πριν μεταστραφή, εν αγνοία του εμάχετο τον Θεό και τον Χριστό. Ήταν απληροφόρητος, τυφλός ως προς την αλήθεια περί του Υιού του Θεού, κι έτσι χωρίς πίστι στον Ιησού Χριστό. Επομένως, η παράκλησις του ετοιμοθάνατου Στεφάνου, του οποίου τον βίαιο θάνατο επεδοκίμαζε ο Παύλος ήταν επίσης και υπέρ του Παύλου: «Κύριε, μη λογάριασες εις αυτούς την αμαρτίαν ταύτην.» (Πράξ. 7:60) Κατά βάθος, ο Παύλος πραγματικά ήθελε να κάνη το ορθό, όπως δείχνει, ο ζήλος του για τις Ιουδαϊκές παραδόσεις και η αυστηρή του προσκόλλησις στη διδασκαλία των Φαρισαίων.—Φιλιππ. 3:5, 6.
Όταν, λοιπόν ο ίδιος ο Ιησούς Χριστός του έδωσε κατανόησι, ο διώκτης Σαούλ δεν δίστασε ν’ αλλάξη την πορεία του, γρήγορα βρέθηκε μεταξύ των μαθητών του Υιού του Θεού, τους οποίους μισούσαν, εδίωκαν και για τους οποίους μιλούσαν με υβριστικό τρόπο.—Πράξ. 9:3-25· 18:5, 6.
Η περίπτωσις του Παύλου μπορεί να χρησιμεύση ως ενθάρρυνσις για εκείνους οι οποίοι, εν αγνοία τους, μάχονται τον Θεό και τον Χριστό. Η βλασφημία τους ή η υβριστική τους ομιλία μπορεί να συγχωρηθή αν μετανοήσουν. Ο ίδιος απόστολος Παύλος έδωσε έμφασι σ’ αυτό, όταν είπε: «Πιστός ο λόγος, και πάσης αποδοχής άξιος, ότι ο Ιησούς Χριστός ήλθεν εις τον κόσμον δια να σώση τους αμαρτωλούς, των οποίων πρώτος είμαι εγώ· αλλά δια τούτο ηλεήθην, δια να δείξη ο Ιησούς Χριστός εις εμέ πρώτον την πάσαν μακροθυμίαν, εις παράδειγμα των μελλόντων να πιστεύωσιν εις αυτόν εις ζωήν αιώνιον.»—1 Τιμ. 1:15, 16.
Πώς, λοιπόν, είναι δυνατόν να γίνη ένας ένοχος ασυγχώρητης αμαρτίας; Τα άτομα τα οποία εσκεμμένα και με πλήρη γνώσι αντιτίθενται στο Θεό και στο Χριστό, αποκρύπτουν την αλήθεια και προάγουν ψεύδη γίνονται ένοχοι αμαρτίας κατά του πνεύματος του Θεού—μια αμαρτία που δεν συγχωρείται. Αυτό έκαναν μερικοί Φαρισαίοι στις ημέρες της επιγείου διακονίας του Ιησού. Είχαν δει με τα ίδια τους τα μάτια τα θαύματα και τα ισχυρά έργα του πνεύματος του Θεού που διενεργούσε μέσω του Ιησού Χριστού. Αλλ’ αρνήθηκαν να δοξάσουν τον Ιεχωβά Θεό. Για ιδιοτελείς σκοπούς, απέδωσαν στον Σατανά το έργο του Θεού μέσω του Χριστού. Μ’ αυτό τον τρόπο αμάρτησαν κατά του πνεύματος του Θεού.—Ματθ. 12:24-32.
Άλλα περιστατικά που αναγράφονται στην Αγία Γραφή δείχνουν επίσης ότι μερικοί θρησκευτικοί ηγέτες εσκεμμένα αντιτίθεντο στην λειτουργία του αγίου πνεύματος. Αφού ο Ιησούς ανέστησε τον Λάζαρο, απεφάσισαν να θανατώσουν τον Ιησού. (Ιωάν. 11:47-53) Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Οι Γραφές μάς λέγουν: «Συνεβουλεύθησαν δε οι αρχιερείς, δια να θανατώσωσι και τον Λάζαρον, διότι πολλοί εκ των Ιουδαίων δι’ αυτόν υπήγαιναν και επίστευον εις τον Ιησούν.»—Ιωάν. 12:10, 11.
Αργότερα, όταν οι στρατιώτες που φρουρούσαν τον τάφο ανέφεραν ότι ο Ιησούς είχε αναστηθή, οι αρχιερείς απεφάσισαν ν’ αποκρύψουν τα γεγονότα. Τι έκαναν; Η Αγία Γραφή απαντά: «Και συναχθέντες μετά των πρεσβυτέρων και συμβουλευθέντες έδωκαν εις τους στρατιώτας αργύρια ικανά, λέγοντες· Είπατε ότι οι μαθηταί αυτού ελθόντες δια νυκτός έκλεψαν αυτόν, ενώ ημείς εκοιμώμεθα. Και εάν ακουσθή τούτο ενώπιον του ηγεμόνος, ημείς θέλομεν πείσει αυτόν και εσάς θέλομεν κάμει αμερίμνους.»—Ματθ. 28:11-14
Έτσι, οι Γραφές διευκρινίζουν ότι η αμαρτία κατά του πνεύματος περιλαμβάνει το να ενεργή κανείς εν γνώσει και εσκεμμένα κατά των αδιάψευστων αποδείξεων της λειτουργίας του Αγίου πνεύματος, όπως έκαναν οι αρχιερείς και ωρισμένοι Φαρισαίοι στις ημέρες της επιγείου διακονίας του Ιησού. Ωστόσο, όποιος εν αγνοία του βλασφημήση ή μιλήση υβριστικά για το Θεό και τον Χριστό μπορεί να συγχωρηθή, αν έχη μετανοήσει γνήσια. Εν τούτοις, επειδή είναι δυνατόν να βλασφημήση κανείς το πνεύμα του Θεού, αυτό τονίζει τη σπουδαιότητα του να φυλαγώμεθα όσο το δυνατόν περισσότερο από αμαρτωλό τρόπο ομιλίας. (Ιακ. 3:2-10) Πρέπει να προσπαθούμε να μιμούμεθα το παράδειγμα του αποστόλου Παύλου μετά τη μεταστροφή του. Είπε: «Δαμάζω το σώμα μου και δουλαγωγώ, μήπως εις άλλους κηρύξας εγώ γείνω αδόκιμος.»—1 Κορ. 9:27.