Η Άποψις της Βίβλου
Πρέπει ένας Χριστιανός να Υπηρετή ως Ένορκος;
ΠΟΛΛΟΙ άνθρωποι αποβλέπουν στο δικαστήριο ή στο δικαστικό σύστημα για δικαιοσύνη. Σε χώρες όπου επικρατεί εκείνο που ονομάζεται «αστικό δίκαιο,» οι νομικές υποθέσεις (εγκληματικές και πολιτικές) συνήθως εκδικάζονται από ένα μόνο εξ επαγγέλματος δικαστή ή δικαστές. Αλλά ένα διακριτικό χαρακτηριστικό των χωρών του «εθιμικού δικαίου,» είναι η χρήσις ορκωτού δικαστηρίου το οποίο αποτελείται από μέσους πολίτες. Το ορκωτό δικαστήριο, που αποτελείται από 12 περίπου άτομα, ακούει τις μαρτυρικές αποδείξεις και αποφασίζει για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου. Συνεπώς, ανάλογα με την περίπτωση, ο δικαστής μπορεί να καταδικάση τους ενόχους.
Φυσικά, αν ζήτε εκεί όπου υπάρχει πιθανότης να σας καλέσουν για ένορκο, μπορεί εύλογα να ρωτήσετε, Πρέπει ένας Χριστιανός να υπηρετή ως ένορκος; Αλλά κι αν ακόμη ζήτε σε μέρος όπου δεν χρησιμοποιούνται τέτοια ορκωτά δικαστήρια, θα ωφεληθήτε πολύ από την εξέτασι του ζητήματος, επειδή μερικές από τις σχετικές Γραφικές αρχές μπορούν να εφαρμοσθούν σε περίπτωσι που σας ζητηθή να «κρίνετε» σε μια διένεξι που εγείρεται στην εργασία σας ή να «μεσολαβήσετε» σε κάποια φιλονεικία στη γειτονιά σας.
Ποιες Είναι οι Χριστιανικές Υποχρεώσεις;
Το δικαίωμα του να υπηρετή κανείς ως ένορκος, χαρακτηρίζεται συχνά ως ένα ακλόνητο πολιτικό δικαίωμα. Ένα επιχείρημα λέγει ότι αφού όλοι οι πολίτες ωφελούνται από τα δικαστήρια, πρέπει να θέλουν να γίνωνται και ένορκοι, όπως ακριβώς όλοι ωφελούνται από άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες και συνεπώς πρέπει να πληρώνουν φόρους γι’ αυτές.
Αυτή η απόφασις ενδιαφέρει τους Χριστιανούς επειδή ο απόστολος Παύλος έγραψε σχετικά με τις κυβερνητικές ‘ανώτερες εξουσίες.’ Συνεβούλευσε τα εξής: «Πάσα ψυχή ας υποτάσσηται εις τας ανωτέρας εξουσίας. . . . Ο άρχων είναι του Θεού υπηρέτης εις σε προς το καλόν. . . . Απόδοτε λοιπόν εις πάντας τα οφειλόμενα, εις όντινα οφείλετε τον φόρον τον φόρον, εις όντινα τον δασμόν τον δασμόν, εις όντινα τον φόβον τον φόβον, εις όντινα την τιμήν την τιμήν.»—Ρωμ. 13:1-7.
Όπως καταλαβαίνει κανείς, ο Παύλος εδώ δεν ανεφέρετο στην υπηρεσία του ενόρκου, επειδή κάτω από τον Ρωμαϊκό νόμο δεν υπήρχαν ένορκοι πολίτες όπως υπάρχουν τώρα κάτω από τον Αγγλο-Αμερικανικό νόμο. Εν τούτοις, μερικοί ισχυρίζονται ότι η τοπική ή εθνική κυβέρνησις, «παίρνει» ως φόρο τον χρόνο του ατόμου με το να ζητά από κάθε ικανό πολίτη να υπηρετήση για λίγο ως ένορκος. Και αξίζει να σημειωθή ότι στα πιο πολλά μέρη το να είναι κανείς ένορκος δεν περιλαμβάνει τη συμμετοχή του σε ζητήματα πολιτικής φύσεως, πράγμα που ένας Χριστιανός δεν θα έκανε λόγω της ουδετέρας στάσεώς του. (Ιωάν. 15:19· Ησ. 2:1-4· Πράξ. 5:29) Συνεπώς, μερικοί Χριστιανοί έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οφείλουν να δέχωνται το δικαίωμα του ενόρκου.
Άλλοι Χριστιανοί, όμως, έχουν λάβει διαφορετική απόφασι. Παραδείγματος χάριν, το 1966 το Ανώτερο Εφετείο της Δυτικής Βιρτζίνια υποστήριξε ένα Χριστιανό ο οποίος αρνήθηκε το δικαίωμα του ενόρκου. Η άποψις του δικαστηρίου ήταν ότι αυτός
«δήλωσε ότι η υπηρεσία του ενόρκου παραβίαζε την προσωπική του ελευθερία συνειδήσεως και πίστευε ότι είχε το δικαίωμα, σύμφωνα με τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, να υπηρετή στην εκκλησία του κρίνοντας ή αποφασίζοντας, αλλά δεν είχε το δικαίωμα να υπηρετή έξω από την εκκλησία του και ανέφερε Γραφικά εδάφια για να υποστηρίξη την άποψί του.» (West Virginia εναντίον Everly)
Ποια εδάφια νομίζετε ότι είχε στο νου του; Μερικοί αναφέρουν τα λόγια του Ιησού που βρίσκονται στα εδάφια Ματθαίος 7:1, 2: «Μη κρίνετε, δια να μη κριθήτε· διότι με οποίαν κρίσιν κρίνετε θέλετε κριθή.» Εν τούτοις, τα συμφραζόμενα δείχνουν ότι ο Ιησούς μιλούσε για μια προσωπική ή ατομική κρίσι, όπως το να επικρίνη κανείς τις προσωπικές συνήθειες και τις προτιμήσεις των άλλων. (Ρωμ. 14:1-4, 10) Ωστόσο, ένας διάκονος θα μπορούσε κατάλληλα ν’ αναφέρη τα εδάφια Λουκάς 12:13, 14 και 1 Κορινθίους 5:12-6:8.
Η πρώτη σειρά εδαφίων λέγει για κάποιον Ιουδαίο που ζήτησε από τον Ιησού να γίνη κριτής σε μια νομική διένεξι σχετικά με κληρονομικά ζητήματα. Ο Χριστός αρνήθηκε, λέγοντας: «Τις με κατέστησε δικαστήν ή μεριστήν εφ’ υμάς;» Η εκκλησία του Ισραήλ εγνώριζε τους νόμους του Θεού για κληρονομικά ζητήματα και καθιστούσε υπευθύνους τους πρεσβυτέρους για την επίλυσι διενέξεων αυτού του είδους. Επί πλέον, ο Ιησούς δεν εστάλη στη γη για να κρίνη ως δικαστής σε τέτοια ζητήματα, αλλά ήταν εντεταλμένος να χρησιμοποιήση τον χρόνο του στο κήρυγμα του ευαγγελίου της Βασιλείας.
Η δεύτερη σειρά εδαφίων αναφέρεται σε μια περίπτωσι αδικοπραγίας που συνέβη στην εκκλησία της Κορίνθου. Ο Παύλος κατηύθυνε τους αδελφούς να αποβάλουν τον κακόν. Κατόπιν, ο απόστολος προσέθεσε: «Διότι τι με μέλει να κρίνω και τους έξω; Δεν κρίνετε σεις τους έσω [την εκκλησία]; Τους δε έξω ο Θεός θέλει κρίνει.» Τους είπε επίσης ότι οι Χριστιανοί πρέπει πάσει θυσία να αποφεύγουν να φέρουν τα παράπονά τους ή τις διενέξεις τους στα κοσμικά δικαστήρια προς επίλυσι.
Αυτή η Γραφική συμβουλή δείχνει βεβαίως στους Χριστιανούς ότι δεν πρέπει να σπεύδουν ν’ αναμιγνύωνται στις προσωπικές διαφορές των άλλων, ιδιαίτερα εκείνων που δεν ανήκουν στην εκκλησία. Και μπορείτε να καταλάβετε γιατί ο Χριστιανός στη Δυτική Βιρτζίνια κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι προσπάθειές του να ‘κρίνη ή ν’ αποφασίζη’ σε τέτοια θέματα πρέπει να περιορίζωνται στην εκκλησία μόνο, και ότι δεν μπορούσε να υπηρετή ως ένορκος σ’ ένα κοσμικό δικαστήριο.
Μερικοί Χριστιανοί σκέπτονται επίσης και τις περιπτώσεις που μπορεί ν’ αντιμετωπίσουν οι ένορκοι. Παραδείγματος χάριν, σε μερικά μέρη η καταδίκη εις θάνατον είναι μια πιθανή ή υποχρεωτική τιμωρία για ένα άτομο που αποδεικνύεται ένοχο ωρισμένων αδικημάτων. Μολονότι η Γραφή είναι υπέρ του δικαιώματος της κυβερνήσεως να εκτελή ένα δολοφόνο, εκείνος που καλείται να υπηρετήση ως ένορκος μπορεί ν’ αμφιβάλλη για το αν θα μπορούσε να εκδώση μια απόφασι με βάσι μόνο τις πληροφορίες που παρουσιάζονται στο δικαστήριο. (Γεν. 9:5, 6) Ή, μια περίπτωσις μπορεί να περιλαμβάνη έκτρωσι, διαζύγιο, κηδεμονία τέκνων, ή κάποιο άλλο ζήτημα για το οποίο οι Χριστιανοί ακολουθούν την άποψι του Θεού ακόμη και όταν ο νόμος της χώρας διαφέρη. Έτσι, θα μπορούσε να συμφωνήση, στην περίπτωσι που εξετάζεται για να επιλεγή ως ένορκος, να εξάγη τις αποφάσεις του αποκλειστικά σύμφωνα με τον αστικό κώδικα;
Ένα διαφορετικό πρόβλημα παρουσιάζει η περίπτωσι μιας νοσοκόμας στο Τέξας, η οποία ήταν ένορκος στη δίκη ενός νεαρού ο οποίος ήταν γιος μιας αξιόλογης οικογενείας, και ο οποίος κατηγορείτο ότι ξυλοκόπησε έναν άλλο νεαρό μέχρι θανάτου. Στη διάρκεια της δίκης, διεπίστωσε ότι στο νοσοκομείο που εργαζόταν είχε δει τις ακτίνες Χ του θύματος, μια απόδειξι που απέρριψε το δικαστήριο. Σε αντίθεσι με τους άλλους ενόρκους, αυτή δεν μπορούσε να δεχθή τον ισχυρισμό ότι οι βλάβες προήλθαν από τυχαία πτώσι. Οι άλλοι, όμως, την πίεζαν να συμφωνήση μαζί τους και να μη «ματαιώση την απόφασι των ενόρκων αρνούμενη να συνταχθή με την γνώμη της πλειοψηφίας» και ν’ αποφευχθή συνεπώς η επανάληψις της δίκης. Η νοσοκόμα, έχοντας μελετήσει τη Γραφή με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά, αντιδρούσε επί πολλές μέρες. Αλλά, τελικά, συμφώνησε να ψηφίση την αθώωσί του. Μολονότι έχουν περάσει χρόνια από τότε, η συνείδησίς της ακόμη την ενοχλεί· πιστεύει ότι συμμετείχε σ’ ένα δικαστικό λάθος. Μήπως και με άλλους τρόπους, θα μπορούσε να εγερθή ένα τέτοιο πρόβλημα σ’ ένα Χριστιανό ένορκο; Είναι κάτι που πρέπει να το σκεφθή ο καθένας.
Τι πρέπει να γίνη; Μερικοί Χριστιανοί αρνούνται, το δικαίωμα του ενόρκου, με το να αναφέρουν ίσως στις αρχές πόσο μη πρακτικό θα ήταν να εξαναγκάσουν ένα άτομο να παρακολουθήση μια δίκη κι ύστερα ν’ αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της «ματαιώσεως της αποφάσεως των ενόρκων επειδή το άτομο αυτό θ’ αρνείτο να συνταχθή με τη γνώμη της πλειοψηφίας,» επειδή πιστεύει ότι δεν είναι αρμόδιο να κρίνη αν κάποιος είναι ένοχος. (1 Πέτρ. 3:16) Άλλοι Χριστιανοί, όμως, έχουν δεχθή το δικαίωμα του ενόρκου, αλλά έχουν ζητήσει να εξαιρεθούν από περιπτώσεις όπου η βασισμένη στη Γραφή άποψίς τους διέφερε από τους κοσμικούς νόμους. Άλλοι, όμως, έχουν δεχθή οποιονδήποτε διορισμό ενόρκου, πιστεύοντας ότι είναι δικαίωμα του Καίσαρος να υποχρεώνη τους πολίτες να υπηρετούν ως ένορκοι, ακούοντας τις μαρτυρικές αποδείξεις και κρίνοντας έντιμα πραγματικά γεγονότα ή ζητήματα ενοχής. (Ματθ. 22:21) Επειδή η Γραφή δεν συζητεί καθαρά το δικαίωμα του ενόρκου, ο καθένας πρέπει προσωπικά να αποφασίση τι πρέπει να κάνη αφού εξετάση όλα όσα περιλαμβάνονται στην υπηρεσία του ενόρκου, καθώς επίσης και τις Γραφικές αρχές και τη συνείδησί του.