Νεαροί οι Οποίοι Έχουν «Δύναμη που Ξεπερνάει το Φυσιολογικό»
ΕΙΣΑΙ νέος. Μόνο 12 χρονών. Έχεις μια οικογένεια που την αγαπάς. Έχεις φίλους στο σχολείο που σου αρέσουν. Πηγαίνεις εκδρομές στη θάλασσα και στο βουνό. Νιώθεις δέος καθώς παρατηρείς το νυχτερινό, έναστρο ουρανό. Έχεις όλη τη ζωή μπροστά σου.
Και ξαφνικά έχεις καρκίνο. Αυτά τα νέα αποτελούν πλήγμα όταν είσαι 60 χρονών. Αλλά είναι ολοκληρωτική καταστροφή όταν είσαι 12 χρονών.
Λενί Μαρτίνες
Έτσι φαίνονταν τα πράγματα στη 12χρονη Λενί Μαρτίνες. Έλπιζε να ζήσει για πάντα σε μια παραδεισένια γη. Αυτή η ελπίδα ενισχυόταν από τη Γραφική εκπαίδευση που είχε λάβει από τους γονείς της, οι οποίοι είναι Μάρτυρες του Ιεχωβά. Μήπως δεν είχε διαβάσει και η ίδια στην Αγία Γραφή ότι η γη θα υπάρχει για πάντα, ότι είχε δημιουργηθεί για να κατοικείται για πάντα και ότι οι πράοι θα την κληρονομήσουν για πάντα;—Εκκλησιαστής 1:4· Ησαΐας 45:18· Ματθαίος 5:5.
Τώρα βρισκόταν στο Νοσοκομείο Παίδων Βάλεϊ στο Φρέζνο της Καλιφόρνιας των Η.Π.Α. Είχε εισαχτεί εκεί για αυτό που φαινόταν σαν λοίμωξη των νεφρών. Ωστόσο, οι εξετάσεις αποκάλυψαν ότι είχε λευχαιμία. Οι θεράποντες γιατροί της Λενί αποφάσισαν ότι θα έπρεπε να της γίνει μετάγγιση συμπυκνωμένων ερυθρών αιμοσφαιρίων και αιμοπεταλίων και να αρχίσει αμέσως χημειοθεραπεία.
Η Λενί είπε ότι δεν ήθελε αίμα ή παράγωγα αίματος, ότι είχε διδαχτεί πως ο Θεός το απαγορεύει αυτό, όπως φαίνεται στην Αγία Γραφή, στα βιβλία Λευιτικόν και Πράξεις. «Διότι το άγιο πνεύμα και εμείς οι ίδιοι θεωρήσαμε καλό να μην προσθέσουμε παραπάνω βάρος σε εσάς, εκτός από αυτά τα αναγκαία πράγματα, να εξακολουθήσετε να απέχετε από πράγματα θυσιασμένα σε είδωλα και από αίμα και από πνιχτά και από πορνεία». (Πράξεις 15:28, 29) Οι γονείς της υποστήριζαν τη στάση της, αλλά η Λενί τόνισε ότι ήταν δική της απόφαση και πως ήταν πολύ σημαντική για αυτήν.
Οι γιατροί μίλησαν αρκετές φορές με τη Λενί και τους γονείς της. Παρ’ όλα αυτά, ήρθαν ξανά κάποιο απόγευμα. Η Λενί είπε σχετικά με αυτή την επίσκεψη: «Αισθανόμουν πολύ αδύναμη από τους πόνους και έχανα πολύ αίμα κάνοντας εμετό. Με ρώτησαν τα ίδια πράγματα, μόνο με διαφορετικό τρόπο. Τους είπα ξανά: ‘Δεν θέλω καθόλου αίμα ή παράγωγα αίματος. Θα προτιμούσα να δεχτώ το θάνατο, αν είναι ανάγκη, παρά να παραβιάσω την υπόσχεση που έχω δώσει στον Ιεχωβά Θεό να κάνω το θέλημά του’».
Η Λενί συνέχισε: «Αυτοί επέστρεψαν το επόμενο πρωί. Ο αριθμός των αιμοπεταλίων έπεφτε και ο πυρετός μου ήταν ακόμα υψηλός. Διέκρινα ότι ο γιατρός με άκουσε περισσότερο αυτή τη φορά. Αν και δεν τους άρεσε η στάση μου, είπαν ότι ήμουν πολύ ώριμη για 12χρονη. Αργότερα μπήκε μέσα ο παιδίατρός μου και μου είπε ότι λυπόταν αλλά τίποτα δεν θα μπορούσε να με βοηθήσει εκτός από τη χημειοθεραπεία και τις μεταγγίσεις. Έφυγε και είπε ότι θα επέστρεφε αργότερα.
»Όταν έφυγε, άρχισα να κλαίω με λυγμούς επειδή αυτός με φρόντιζε για όλη μου τη ζωή, και τώρα ένιωθα σαν να με είχε προδώσει. Όταν επέστρεψε αργότερα, του είπα πώς με είχε κάνει να αισθανθώ—ότι δεν ενδιαφερόταν πια για εμένα. Αυτό τον άφησε έκπληκτο, και είπε ότι λυπόταν. Δεν ήθελε να με πληγώσει. Με κοίταξε και είπε: ‘Λοιπόν, Λενί, αν έτσι πρέπει να γίνουν τα πράγματα, τότε θα σε δω στον ουρανό’. Έβγαλε τα γυαλιά του και, με πολλά δάκρυα στα μάτια του, είπε ότι με αγαπούσε και με αγκάλιασε σφιχτά. Τον ευχαρίστησα και του είπα: ‘Σας ευχαριστώ. Και εγώ σας αγαπώ, Δρ Γκιλέσπι, αλλά ελπίζω να ζήσω σε μια παραδεισένια γη στην ανάσταση’».
Στη συνέχεια ήρθαν δυο γιατροί και ένας δικηγόρος, είπαν στους γονείς της Λενί ότι ήθελαν να της μιλήσουν ιδιαιτέρως και ζήτησαν από τους γονείς να βγουν έξω, πράγμα που έκαναν. Στη διάρκεια όλης αυτής της συζήτησης, οι γιατροί ήταν πολύ διακριτικοί και ευγενικοί και εντυπωσιάστηκαν από την ευγλωττία και τη βαθιά πεποίθηση της Λενί.
Όταν έμειναν μόνοι μαζί της, της είπαν ότι πέθαινε από λευχαιμία και πρόσθεσαν: «Αλλά οι μεταγγίσεις αίματος θα παρατείνουν τη ζωή σου. Αν αρνηθείς να βάλεις αίμα, θα πεθάνεις σε λίγες μέρες».
«Αν βάλω αίμα», ρώτησε η Λενί, «πόσο καιρό θα παρατείνει αυτό τη ζωή μου;»
«Περίπου τρεις με έξι μήνες», απάντησαν εκείνοι.
«Τι μπορώ να κάνω σε έξι μήνες;» ρώτησε.
«Θα δυναμώσεις. Μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα. Μπορείς να επισκεφτείς τη Ντίσνεϊλαντ. Μπορείς να δεις πολλά άλλα μέρη».
Η Λενί σκέφτηκε για λίγο και μετά απάντησε: «Υπηρετώ τον Ιεχωβά όλη μου τη ζωή, 12 χρόνια. Εκείνος μου έχει υποσχεθεί αιώνια ζωή στον Παράδεισο αν τον υπακούσω. Δεν θα απομακρυνθώ από αυτόν τώρα για έξι μήνες ζωής. Θέλω να είμαι πιστή μέχρι να πεθάνω. Μετά, ξέρω ότι στον προσδιορισμένο του καιρό θα με αναστήσει από το θάνατο και θα μου δώσει αιώνια ζωή. Τότε θα έχω πολύ χρόνο για να κάνω οτιδήποτε θέλω».
Οι γιατροί και ο δικηγόρος ήταν φανερά εντυπωσιασμένοι. Την επαίνεσαν, βγήκαν έξω και είπαν στους γονείς της ότι σκέφτεται και μιλάει σαν ενήλικη και είναι ικανή να πάρει τις δικές της αποφάσεις. Πρότειναν στην επιτροπή για θέματα δεοντολογίας του Νοσοκομείου Παίδων Βάλεϊ να θεωρηθεί η Λενί ώριμη ανήλικη. Αυτή η επιτροπή, η οποία αποτελούνταν από γιατρούς και άλλους επαγγελματίες του ιατρικού κλάδου, μαζί με έναν καθηγητή για θέματα δεοντολογίας από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο Φρέζνο, αποφάσισε να επιτρέψει στη Λενί να πάρει τις δικές της αποφάσεις σε σχέση με την ιατρική της θεραπεία. Θεώρησαν τη Λενί ώριμη ανήλικη. Δεν ζητήθηκε δικαστική εντολή.
Έπειτα από μια ατελείωτη, δύσκολη νύχτα, στις 6:30 π.μ., στις 22 Σεπτεμβρίου 1993, η Λενί κοιμήθηκε τον ύπνο του θανάτου στην αγκαλιά της μητέρας της. Η αξιοπρέπεια και η ηρεμία εκείνης της νύχτας είναι χαραγμένες στη μνήμη όσων ήταν παρόντες. Στην κηδεία παρευρέθηκαν 482 άτομα, περιλαμβανομένων γιατρών, νοσοκόμων και δασκάλων, οι οποίοι είχαν εντυπωσιαστεί από την πίστη και την ακεραιότητα της Λενί.
Οι γονείς και οι φίλοι της Λενί ήταν βαθιά ευγνώμονες που οι γιατροί και οι νοσοκόμες καθώς και οι διευθυντές του Νοσοκομείου Παίδων Βάλεϊ ήταν τόσο διορατικοί ώστε να διακρίνουν την ωριμότητα αυτής της ανήλικης και που δεν χρειάστηκε να διεξαχτεί κάποια δίκη για να λάβουν αυτή την απόφαση.
Κρίσταλ Μουρ
Στην περίπτωση της 17χρονης Κρίσταλ Μουρ δεν εκδηλώθηκε τέτοια λεπτότητα όταν εισάχτηκε στο Πρεσβυτεριανό Ιατρικό Κέντρο Κολούμπια στην Πόλη της Νέας Υόρκης. Υπέφερε από ελκώδη κολίτιδα. Μόλις μπήκε στο νοσοκομείο, η Κρίσταλ μαζί με τους γονείς της τόνισαν επανειλημμένα την άρνησή της να δεχτεί αίμα. Δεν ήθελε να πεθάνει· απεναντίας, ήθελε ιατρική θεραπεία σύμφωνη με την εντολή της Αγίας Γραφής να απέχει από αίμα.—Πράξεις 15:28, 29.
Η ιατρική ομάδα που φρόντιζε για την Κρίσταλ ήταν σίγουρη ότι η κατάστασή της απαιτούσε μετάγγιση αίματος. Ένας γιατρός δήλωσε απότομα: «Αν η Κρίσταλ δεν κάνει μετάγγιση αίματος μέχρι την Πέμπτη 15 Ιουνίου, τότε την Παρασκευή 16 Ιουνίου θα είναι νεκρή!» Στις 16 Ιουνίου η Κρίσταλ δεν ήταν νεκρή, και το νοσοκομείο υπέβαλε αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο της πολιτείας της Νέας Υόρκης για να δοθεί εξουσιοδότηση προκειμένου να γίνουν μεταγγίσεις δια της βίας.
Στη συνεδρίαση που συνήλθε εσπευσμένα στο νοσοκομείο εκείνο το πρωί, ένας από τους γιατρούς κατέθεσε ότι η Κρίσταλ χρειαζόταν δύο μονάδες αίμα αμέσως, και ότι μπορεί να χρειαζόταν δέκα μονάδες ακόμα. Επιπλέον δήλωσε ότι, αν η Κρίσταλ προσπαθούσε να αντισταθεί στις μεταγγίσεις, εκείνος θα την καθήλωνε στο κρεβάτι δένοντάς της τους καρπούς και τα πόδια για να φέρει σε πέρας τη διαδικασία. Η Κρίσταλ είπε στους γιατρούς ότι θα «φώναζε δυνατά και θα ούρλιαζε» αν προσπαθούσαν να της κάνουν μετάγγιση και ότι, ως Μάρτυρας του Ιεχωβά, θεωρούσε οποιαδήποτε δια της βίας χορήγηση αίματος τόσο αηδιαστική όσο και το βιασμό.
Παρά τις επανειλημμένες αιτήσεις του δικηγόρου της στη συνεδρίαση, δεν δόθηκε στην Κρίσταλ η ευκαιρία να μιλήσει μόνη της ενώπιον του δικαστηρίου και να επιδείξει την ικανότητά της να παίρνει αποφάσεις. Αν και η Κρίσταλ είχε μόλις λάβει κάποιο βραβείο στο Πρόγραμμα Διακεκριμένοι Νέοι, σε αναγνώριση των εξαίρετων επιδόσεών της στα μαθήματα και των ηγετικών ικανοτήτων της στο λύκειό της, η δικαστής αρνήθηκε να της επιτρέψει να καταθέσει επίσημα σχετικά με την άρνησή της όσον αφορά το αίμα. Αυτό ισοδυναμούσε με άρνηση των δικαιωμάτων της Κρίσταλ όσον αφορά την τακτική νομική διαδικασία, τη σωματική αυτοδιάθεση, την προσωπική ιδιωτική ζωή και τη θρησκευτική ελευθερία.
Μολονότι το δικαστήριο δεν επέτρεψε στην Κρίσταλ να καταθέσει επίσημα, η δικαστής συναντήθηκε με την Κρίσταλ ιδιαιτέρως στο δωμάτιό της επί 20 λεπτά περίπου. Μετά την επίσκεψη, η δικαστής είπε ότι η Κρίσταλ ήταν «προφανώς πολύ ευφυής» και «πολύ εύγλωττη» και εξήγησε ότι η Κρίσταλ «σίγουρα ήταν υγιής στο πνεύμα» και «ικανή να εκφραστεί πλήρως». Παρότι διατυπώθηκαν αυτές οι παρατηρήσεις, το δικαστήριο αρνήθηκε ανυποχώρητα να δώσει στην Κρίσταλ την ευκαιρία να αποφασίσει για τη δική της ιατρική περίθαλψη.
Την Κυριακή το πρωί στις 18 Ιουνίου, η Κρίσταλ χρειαζόταν επειγόντως εγχείρηση, για την οποία συμφωνούσε, αλλά εξακολουθούσε να απορρίπτει το αίμα. Μόνο 50-100 κυβικά εκατοστά αίματος χάθηκαν στη διάρκεια της διαδικασίας. Ωστόσο, οι γιατροί ισχυρίστηκαν ότι μπορεί να χρειαζόταν μετεγχειρητική μετάγγιση αίματος. Κάποιος άλλος γιατρός κατέθεσε ότι δεν χρειαζόταν μετάγγιση. Ο ίδιος είχε επανειλημμένα χειριστεί παρόμοιες περιπτώσεις χωρίς αίμα τα 13 προηγούμενα χρόνια, και δεν χρειάστηκαν ποτέ μεταγγίσεις μετά την εγχείρηση.
Στις 22 Ιουνίου 1989, το δικαστήριο έδωσε την προσωρινή επιμέλεια της Κρίσταλ στο νοσοκομείο με σκοπό να γίνει μετάγγιση αίματος μόνο αν «ήταν αναγκαία για να προστατευτεί και να σωθεί η ζωή της». Αυτή η κηδεμονία τερματίστηκε όταν η Κρίσταλ βγήκε από το νοσοκομείο. Η Κρίσταλ ποτέ δεν χρειάστηκε αίμα, και δεν της έγινε καμιά μετάγγιση αίματος, αλλά είναι συγκλονιστικό να βλέπει κάποιος το πώς μεταχειρίστηκε το δικαστήριο την Κρίσταλ.
Αφότου βγήκε από το νοσοκομείο, η Κρίσταλ αποφοίτησε από το λύκειο με τιμητικές διακρίσεις. Λίγο αργότερα, έγινε ολοχρόνια διάκονος ως Μάρτυρας του Ιεχωβά. Έγινε ξεναγός στην Αίθουσα Συνελεύσεων των Μαρτύρων του Ιεχωβά στο Τζέρσι Σίτι και προσφέρθηκε εθελοντικά να γίνει μέλος μιας ομάδας που οικοδομεί και ανακαινίζει Αίθουσες Βασιλείας.
Εντούτοις, οι γιατροί στο Πρεσβυτεριανό Ιατρικό Κέντρο Κολούμπια είπαν ότι αν δεν της γινόταν μετάγγιση στις 15 Ιουνίου θα ήταν νεκρή στις 16 Ιουνίου και ότι αν αντιστεκόταν στη μετάγγιση θα την καθήλωναν, δένοντάς της τους καρπούς και τα πόδια. Όταν ορισμένοι γιατροί που θέλουν δικαστική εντολή για να χορηγήσουν αίμα διακηρύσσουν χωρίς ενδοιασμούς ότι, αν ο δικαστής δεν συμμορφωθεί αμέσως, ο ασθενής θα πεθάνει, ας θυμηθούν την περίπτωση της Κρίσταλ Μουρ.
Λίζα Κόσακ
Η πρώτη νύχτα της Λίζας στο Νοσοκομείο για Άρρωστα Παιδιά του Τορόντο ήταν χειρότερη από εφιάλτη. Εισάχτηκε στις τέσσερις το απόγευμα και της έκαναν αμέσως μια σειρά εξετάσεις. Δεν την πήγαν στο δωμάτιό της παρά μόνο στις έντεκα και τέταρτο το ίδιο βράδυ. Τα μεσάνυχτα—αλλά ας αφήσουμε τη Λίζα να μας πει τι συνέβη. «Τα μεσάνυχτα μπήκε στο δωμάτιο μια νοσοκόμα και είπε: ‘Πρέπει να σου βάλω λίγο αίμα’. Εγώ φώναζα: ‘Δεν μπορώ να βάλω αίμα επειδή είμαι Μάρτυρας του Ιεχωβά! Ελπίζω να το ξέρετε αυτό! Ελπίζω να το ξέρετε αυτό!’ ‘Ναι, βέβαια, το ξέρω’, είπε εκείνη, και αμέσως τράβηξε τη βελόνα του ορού από το χέρι μου και έβαλε απότομα τη βελόνα του αίματος. Εγώ έκλαιγα και με είχε πιάσει υστερία».
Τι απάνθρωπη και βάναυση μεταχείριση επιβλήθηκε σε ένα άρρωστο και φοβισμένο 12χρονο κορίτσι στη μέση της νύχτας και σε ξένο περιβάλλον! Οι γονείς της Λίζας την είχαν πάει στο Νοσοκομείο για Άρρωστα Παιδιά του Τορόντο ελπίζοντας να βρουν καλοσυνάτους και συνεργατικούς γιατρούς. Αντί για αυτό, η κόρη τους υποβλήθηκε σε βασανιστική μετάγγιση τα μεσάνυχτα, παρά τη στάση τόσο της Λίζας όσο και των γονέων της σχετικά με το ότι το αίμα ή τα παράγωγα αίματος αποτελούν παράβαση του νόμου του Θεού και δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται.—Πράξεις 15:28, 29.
Το επόμενο πρωί το νοσοκομείο επιδίωξε να πάρει δικαστική εντολή για να κάνει μεταγγίσεις. Η δίκη κράτησε πέντε μέρες, με πρόεδρο τον δικαστή Ντέιβιντ Ρ. Μέιν. Διεξάχτηκε σε κάποιο δωμάτιο του νοσοκομείου, και η Λίζα ήταν παρούσα και τις πέντε μέρες. Η Λίζα έπασχε από οξεία μυελοειδή λευχαιμία, μια ασθένεια που συνήθως αποβαίνει μοιραία, αν και οι γιατροί κατέθεσαν ότι το ποσοστό θεραπείας ήταν 30 τοις εκατό. Αυτοί σύστησαν πολλαπλές μεταγγίσεις αίματος και εντατική χημειοθεραπεία—μια θεραπευτική αγωγή που περιλαμβάνει φοβερούς πόνους και εξασθενητικές παρενέργειες.
Την τέταρτη μέρα της δίκης, κατέθεσε η Λίζα. Μια από τις ερωτήσεις που της υπέβαλαν ήταν πώς την έκανε να αισθάνεται η δια της βίας μετάγγιση που της είχε γίνει τα μεσάνυχτα. Εκείνη εξήγησε πως την έκανε να νιώσει σαν σκυλί που το χρησιμοποιούσαν για πειραματόζωο, ότι ένιωσε σαν να τη βίαζαν και πως το ότι ήταν ανήλικη έκανε μερικούς ανθρώπους να νομίζουν ότι μπορούσαν να της κάνουν ό,τι ήθελαν. Απεχθανόταν να βλέπει το αίμα κάποιου άλλου να μπαίνει μέσα της και αναρωτιόταν αν θα κολλούσε AIDS ή ηπατίτιδα ή κάποια άλλη μολυσματική ασθένεια από αυτό. Μάλιστα, κυρίως την απασχολούσε το τι θα σκεφτόταν ο Ιεχωβά για το ότι παρέβη το νόμο του εναντίον της λήψης αίματος ενός άλλου ανθρώπου στο σώμα της. Είπε ότι αν αυτό συνέβαινε ξανά, «θα πάλευε και θα κλωτσούσε και θα έριχνε κάτω το στύλο στον οποίο κρεμόταν η φιάλη με το αίμα και θα έβγαζε τη βελόνα από το χέρι της άσχετα με το πόσο θα πονούσε και θα άνοιγε τρύπες στη φιάλη του αίματος».
Η δικηγόρος της ρώτησε: «Πώς σε κάνει να αισθάνεσαι το γεγονός ότι η Εταιρία Βοήθειας Παιδιών ζήτησε να αφαιρεθεί η κηδεμονία από τους γονείς σου και να δοθεί σε αυτήν;»
«Με κάνει να νιώθω πολύ, πολύ θυμωμένη· με κάνει να νιώθω πως αυτοί είναι απάνθρωποι, επειδή οι γονείς μου δεν με έχουν δείρει ποτέ, με αγαπούν και τους αγαπώ, και όποτε ήμουν άρρωστη και είχα φαρυγγίτιδα ή ήμουν κρυωμένη ή είχα κάτι άλλο, αυτοί με φρόντιζαν. Ολόκληρη η ζωή τους στρεφόταν γύρω από εμένα, και τώρα να έρχονται κάποιοι, μόνο και μόνο επειδή διαφωνούν, και να με παίρνουν από τους γονείς μου, νομίζω ότι είναι πολύ, πολύ σκληρό και με αναστατώνει πάρα πολύ».
«Θέλεις να πεθάνεις;»
«Όχι, δεν νομίζω ότι θέλει κανείς να πεθάνει, αλλά αν πεθάνω δεν πρόκειται να φοβηθώ, επειδή ξέρω ότι έχω την ελπίδα της αιώνιας ζωής στον παράδεισο στη γη».
Ελάχιστα ήταν τα μάτια που δεν είχαν δακρύσει καθώς η Λίζα μιλούσε με θάρρος για τον επικείμενο θάνατό της, για την πίστη της στον Ιεχωβά και για την αποφασιστικότητά της να παραμείνει υπάκουη στο νόμο του σχετικά με την ιερότητα του αίματος.
«Λίζα», συνέχισε η δικηγόρος της, «θα άλλαζε η στάση σου αν γνώριζες ότι το δικαστήριο σου δίνει εντολή να δεχτείς να κάνεις μεταγγίσεις;»
«Όχι, επειδή η πρόθεσή μου εξακολουθεί να είναι να παραμείνω πιστή στον Θεό μου και να υπακούω στις εντολές του, επειδή ο Θεός είναι πάρα πολύ ανώτερος από οποιοδήποτε δικαστήριο και οποιονδήποτε άνθρωπο».
«Λίζα, τι απόφαση θα ήθελες να πάρει ο δικαστής σε αυτή την υπόθεση;»
«Η απόφαση που θα ήθελα να πάρει ο δικαστής σε αυτή την υπόθεση είναι να με στείλει πίσω στους γονείς μου και να τους δώσει ξανά την κηδεμονία μου ώστε να μπορώ να είμαι ευτυχισμένη, και έτσι να μπορέσω να πάω σπίτι και να είμαι σε ευχάριστο περιβάλλον».
Αυτή ακριβώς ήταν η απόφαση του δικαστή Μέιν. Ακολουθούν αποσπάσματα από την απόφασή του.
«Η Λίζα είπε σε αυτό το δικαστήριο με καθαρό και άμεσο τρόπο ότι, αν γίνει απόπειρα να της μεταγγιστεί αίμα, θα αντιδράσει σε αυτή τη μετάγγιση με όλες τις δυνάμεις που θα μπορέσει να συγκεντρώσει. Είπε, και την πιστεύω, ότι θα φωνάζει και θα παλεύει και ότι θα βγάλει τη βελόνα από το χέρι της και θα προσπαθήσει να καταστρέψει το αίμα που θα βρίσκεται μέσα στη φιάλη πάνω από το κρεβάτι της. Αρνούμαι να δώσω μια εντολή που θα υποβάλει αυτό το παιδί σε τέτοια δοκιμασία».
Σχετικά με τη δια της βίας μετάγγιση που της έγινε τα μεσάνυχτα, αυτός είπε:
«Κρίνω ότι σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφο 1 ασκήθηκε διάκριση εναντίον της βάσει της θρησκείας της και της ηλικίας της. Κάτω από αυτές τις συνθήκες και σύμφωνα με το άρθρο 7, το ότι της έγινε μετάγγιση αίματος αποτελεί παραβίαση του δικαιώματός της να αποφασίζει για τη σωματική της ακεραιότητα».
Η άποψή του για την ίδια τη Λίζα είναι ενδιαφέρουσα:
«Η Λίζα είναι ένα άτομο όμορφο, πανέξυπνο, εύγλωττο, ευγενικό, ευαίσθητο και, το σπουδαιότερο, γενναίο. Η σοφία και η ωριμότητα που τη χαρακτηρίζουν είναι σπάνιες για την ηλικία της και νομίζω ότι αρκεί να πω πως έχει όλες εκείνες τις θετικές ιδιότητες που οποιοσδήποτε γονέας θα επιθυμούσε να χαρακτηρίζουν ένα παιδί. Έχει ένα σταθερό και ξεκάθαρο θρησκευτικό πιστεύω που είναι αποτέλεσμα συστηματικής μελέτης. Κατά την άποψή μου, καμιά συμβουλή, από όποιον και αν προέρχεται, καμιά πίεση από τους γονείς της ή από οποιονδήποτε άλλον, περιλαμβανομένου και ενός εντάλματος από αυτό εδώ το δικαστήριο, δεν θα μπορούσαν να κλονίσουν ή να αλλάξουν τα θρησκευτικά της πιστεύω. Η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να δώσουμε στη Λίζα Κόσακ την ευκαιρία να πολεμήσει αυτή την αρρώστια με αξιοπρέπεια και ήρεμο πνεύμα».
«Η αίτηση απορρίπτεται».
Την ίδια εκείνη μέρα, η Λίζα και η οικογένειά της έφυγαν από το νοσοκομείο. Η Λίζα πράγματι πολέμησε την αρρώστια της με αξιοπρέπεια και ήρεμο πνεύμα. Πέθανε ήσυχα στο σπίτι της, στη στοργική αγκαλιά της μητέρας της και του πατέρα της. Κάνοντάς το αυτό ενώθηκε με τις τάξεις πολλών άλλων νεαρών Μαρτύρων του Ιεχωβά οι οποίοι θέτουν τον Θεό στην πρώτη θέση. Ως αποτέλεσμα, αυτή θα απολαύσει, μαζί τους, την εκπλήρωση της υπόσχεσης του Ιησού: ‘Αυτός που χάνει τη ζωή του για χάρη μου θα τη βρει’.—Ματθαίος 10:39, υποσημείωση στη ΜΝΚ.
Έρνεστιν Γκρέγκορι
Όταν η Έρνεστιν ήταν 17 χρονών, διαπιστώθηκε ότι έπασχε από λευχαιμία. Μόλις μπήκε στο νοσοκομείο, αρνήθηκε να δώσει τη συναίνεσή της στη χρήση παραγώγων αίματος για ενίσχυση της χημειοθεραπείας που οι γιατροί ήθελαν να της κάνουν. Λόγω της άρνησης της Έρνεστιν και επειδή η μητέρα της υποστήριζε την εκλογή της για θεραπεία χωρίς αίμα, το νοσοκομείο ανέφερε το ζήτημα στους υπεύθυνους της πρόνοιας στο Σικάγο του Ιλινόις, των Η.Π.Α., οι οποίοι με τη σειρά τους επιδίωξαν να πάρουν δικαστική εντολή για να χρησιμοποιηθεί αίμα. Διευθετήθηκε μια ακροαματική διαδικασία, στην οποία το δικαστήριο άκουσε την κατάθεση της Έρνεστιν, ενός γιατρού, ενός ψυχιάτρου και μιας δικηγόρου, καθώς επίσης και άλλων ανθρώπων που περιλαμβάνονταν.
Η Έρνεστιν είπε στο γιατρό της ότι δεν ήθελε αίμα. Ότι αυτή ήταν δική της, προσωπική της απόφαση η οποία βασιζόταν στη μελέτη της τής Αγίας Γραφής. Ότι μια μετάγγιση που γίνεται παρά τη θέλησή της με δικαστική εντολή εξακολουθεί να μη δείχνει σεβασμό για το νόμο του Θεού και είναι εσφαλμένη στα μάτια της, άσχετα με την εξουσία του δικαστηρίου. Ότι δεν αντιτασσόταν στην ιατρική περίθαλψη και δεν ήθελε να πεθάνει. Ότι η απόφασή της δεν αποτελούσε επιθυμία να πεθάνει, δεν ήταν αυτοκτονία· ωστόσο, δεν φοβόταν το θάνατο.
Ο γιατρός Στάνλεϊ Γιάκνιν κατέθεσε ότι είχε «εντυπωσιαστεί με την ωριμότητα της Έρνεστιν, την αυτοεπίγνωσή της» και την ειλικρίνεια των θρησκευτικών της πεποιθήσεων. Είπε επίσης ότι η Έρνεστιν κατανοούσε τη φύση και τις συνέπειες της ασθένειάς της. Λόγω της αντίληψής της, ο Δρ Γιάκνιν δεν έβλεπε την ανάγκη να καλέσει κάποιον ψυχίατρο ή ψυχολόγο.
Εντούτοις, κλήθηκε ένας ψυχίατρος, ο Νιρ Λίτνερ, ο οποίος αφού συζήτησε με την Έρνεστιν σχημάτισε την άποψη ότι αυτή είχε την ωριμότητα ατόμου ηλικίας μεταξύ 18 και 21 χρονών. Δήλωσε ότι η Έρνεστιν έδειξε πως κατανοούσε τις συνέπειες της αποδοχής ή της άρνησης των μεταγγίσεων αίματος. Είπε ότι εκείνη το δεχόταν αυτό, όχι επειδή ήταν υπό την εξουσία κάποιου άλλου, αλλά επειδή το πίστευε η ίδια. Ο Δρ Λίτνερ είπε ότι θα έπρεπε να επιτραπεί στην Έρνεστιν να πάρει τη δική της απόφαση σε αυτό το ζήτημα.
Η Τζέιν Μακ Άτι, δικηγόρος του νοσοκομείου, κατέθεσε ότι, αφού συζήτησε με την Έρνεστιν, πίστευε πως η Έρνεστιν κατανοούσε τη φύση της ασθένειάς της και πως «φαινόταν πλήρως ικανή να κατανοήσει την απόφασή της και να δεχτεί τις συνέπειές της».
Το δικαστήριο επίσης εντυπωσιάστηκε πολύ από την κατάθεση της Έρνεστιν. Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Έρνεστιν ήταν μια ώριμη 17χρονη, ότι η Έρνεστιν είχε πάρει την απόφασή της μόνη της και ότι κατανοούσε σε τι άσχημη κατάσταση βρισκόταν. Ωστόσο, αν και έδειξε ότι ήταν μια ώριμη νεαρή γυναίκα, ικανή να παίρνει μόνη της, κατόπιν πληροφόρησης, λογικές ιατρικές αποφάσεις σύμφωνα με τις βαθιά ριζωμένες αξίες και πεποιθήσεις της, το εκπληκτικό είναι ότι το δικαστήριο χορήγησε εντολή που επέτρεπε τις μεταγγίσεις αίματος.
Η εντολή του δικαστηρίου αρχικά εφεσιβλήθηκε στο Εφετείο του Ιλινόις. Σε μια απόφαση με δύο ψήφους υπέρ και μία κατά, το Εφετείο υποστήριξε ότι η Έρνεστιν δεν μπορούσε να αναγκαστεί δια της βίας να δεχτεί τις μεταγγίσεις αίματος. Το δικαστήριο υποστήριξε ότι το δικαίωμα ελεύθερης άσκησης της θρησκείας της Έρνεστιν, το οποίο το διασφαλίζει η Πρώτη Τροπολογία του Συντάγματος των Η.Π.Α., σε συνδυασμό με το συνταγματικό της δικαίωμα όσον αφορά την ιδιωτική ζωή προάσπιζαν το δικαίωμα που είχε ως ώριμη ανήλικη να αρνηθεί τις μεταγγίσεις αίματος για θρησκευτικούς λόγους.
Στη συνέχεια, οι υπεύθυνοι της παιδικής πρόνοιας εφεσίβαλαν την απόφαση του Εφετείου στο Ανώτατο Δικαστήριο του Ιλινόις. Το Ανώτατο Δικαστήριο του Ιλινόις επικύρωσε την απόφαση και αποφάνθηκε ότι, μολονότι η Έρνεστιν ήταν ανήλικη, είχε το δικαίωμα να αρνηθεί ιατρική θεραπεία που τη θεωρούσε απαράδεκτη. Αυτό το ανώτατο δικαστήριο βάσισε την απόφασή του στο δικαίωμα της σωματικής αυτοδιάθεσης σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο και στον κανονισμό για τους ώριμους ανηλίκους. Το πρότυπο που πρέπει να χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις ώριμων ανηλίκων στο Ιλινόις το συνόψισε το Ανώτατο Δικαστήριο του Ιλινόις στην ακόλουθη δήλωση:
«Αν οι αποδείξεις είναι σαφείς και πειστικές όσον αφορά το ότι η ανήλικη είναι αρκετά ώριμη ώστε να εκτιμήσει τις συνέπειες των πράξεών της και ότι η ανήλικη είναι αρκετά ώριμη ώστε να ασκήσει κρίση ενηλίκου, τότε το δόγμα του ώριμου ανηλίκου τής παρέχει, σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο, το δικαίωμα της συναίνεσης ή της άρνησης ιατρικής θεραπείας».
Η Έρνεστιν δεν υποβλήθηκε σε χημειοθεραπεία ή μεταγγίσεις, ωστόσο δεν πέθανε από τη λευχαιμία της, όπως ήθελαν οι γιατροί να πείσουν το δικαστήριο ότι θα γινόταν. Η Έρνεστιν στάθηκε σταθερή και έθεσε τον Θεό στην πρώτη θέση, όπως και τα άλλα νεαρά άτομα που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Το καθένα τους έλαβε «δύναμη που ξεπερνάει το φυσιολογικό».—2 Κορινθίους 4:7.
[Πλαίσιο στη σελίδα 13]
Κίνδυνοι από τη Μετάγγιση Αίματος
Το Ιατρικό Περιοδικό της Νέας Αγγλίας (The New England Journal of Medicine) της 14ης Δεκεμβρίου 1989, ανέφερε ότι μια και μόνο μονάδα αίματος μπορεί να μεταφέρει ιό του AIDS αρκετό για να προκαλέσει μέχρι και 1,75 εκατομμύρια μολύνσεις!
Το 1987, αφού έγινε γνωστό ότι το AIDS μεταδιδόταν μέσω του αίματος που προερχόταν από εθελοντική αιμοδοσία, το βιβλίο Προγράμματα Αυτόλογου και Κατευθυνόμενου Αίματος (Autologous and Directed Blood Programs) θρήνησε: «Αυτό αποτελούσε την πιο πικρή ειρωνεία στον ιατρικό τομέα· ότι αυτό το πολύτιμο και ζωοπάροχο δώρο, το αίμα, θα μπορούσε να γίνει όργανο θανάτου».
Ο Δρ Τσαρλς Χάγκινς, διευθυντής της υπηρεσίας μεταγγίσεων αίματος σε ένα νοσοκομείο της Μασαχουσέτης των Η.Π.Α., είπε: «Είναι η πιο επικίνδυνη ουσία που χρησιμοποιούμε στην ιατρική».
Το περιοδικό Επετηρίδα Χειρουργικής (Surgery Annual) συμπέρανε: «Σαφώς, η πιο ασφαλής μετάγγιση αίματος είναι αυτή που δεν γίνεται».
Εξαιτίας του υψηλού ποσοστού επανεμφάνισης καρκίνου μετά τις εγχειρήσεις στις οποίες είχαν χρησιμοποιηθεί μεταγγίσεις αίματος, ο Δρ Τζον Σ. Σπρατ ανέφερε στο Αμερικανικό Περιοδικό της Χειρουργικής (The American Journal of Surgery), τεύχος Σεπτεμβρίου 1986: «Ο χειρουργός που κάνει επεμβάσεις για καρκίνο ίσως χρειαστεί να πάψει να χρησιμοποιεί αίμα».
Το περιοδικό Η Ιατρική των Έκτακτων Περιστατικών (Emergency Medicine) ανέφερε: «Η πείρα μας με τους Μάρτυρες του Ιεχωβά θα μπορούσε να δείχνει ότι δεν είναι ανάγκη να στηριζόμαστε στις μεταγγίσεις αίματος, με όλες τις πιθανές επιπλοκές τους, τόσο πολύ όσο νομίζαμε κάποτε».
Το περιοδικό Παθολόγος (Pathologist) αναφέρθηκε στην άρνηση των Μαρτύρων του Ιεχωβά να βάλουν αίμα και είπε: «Υπάρχουν σημαντικές αποδείξεις που υποστηρίζουν τον ισχυρισμό τους παρά τις διαμαρτυρίες των τραπεζιτών αίματος για το αντίθετο».
Ο Δρ Τσαρλς Χ. Μπάρον, καθηγητής της Νομικής Σχολής στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης, είπε σχετικά με την άρνηση των Μαρτύρων του Ιεχωβά να βάλουν αίμα: «Όλη η αμερικανική κοινωνία έχει ωφεληθεί. Σήμερα έχουν μειωθεί οι πιθανότητες να γίνουν μη απαραίτητες μεταγγίσεις αίματος όχι μόνο στους Μάρτυρες του Ιεχωβά αλλά στους ασθενείς γενικότερα λόγω του έργου των Επιτροπών Νοσοκομείων των Μαρτύρων».