Βρήκα Αληθινό Πλούτο στην Αυστραλία
ΗΤΑΝ Απρίλιος του 1971. Έπειτα από εφτά χρόνια στην Αυστραλία, είχα πρόσφατα επιστρέψει στην Ελλάδα για να επισκεφτώ την οικογένειά μου. Ήταν βράδυ, και εγώ καθόμουν ήσυχα σε ένα καφενείο στην πλατεία του χωριού Καρυές όταν ο τοπικός ιερέας και ο πρόεδρος ήρθαν και κάθησαν απέναντί μου. Ήταν φανερό ότι ανυπομονούσαν να αρχίσουν καβγά.
Χωρίς καν να χαιρετήσει, ο ιερέας με κατηγόρησε ότι είχα μεταναστεύσει στην Αυστραλία μόνο και μόνο για να βγάλω χρήματα. Θα ήταν λίγο αν πω ότι έμεινα έκπληκτος. Αποκρίθηκα όσο πιο ήρεμα μπορούσα ότι, ενώ ζούσα στην Αυστραλία, μπόρεσα να συγκεντρώσω πλούτο πολύ πιο πολύτιμο από τα χρήματα.
Η απάντησή μου τον ξάφνιασε, αλλά κατόπιν απαίτησε να μάθει τι ακριβώς εννοούσα. Αποκρίθηκα πως, μεταξύ άλλων, είχα μάθει ότι ο Θεός έχει ένα όνομα. «Και αυτό είναι κάτι που παρέλειψες να μου διδάξεις», είπα, κοιτώντας τον κατάματα. Προτού προλάβει να αντεπιτεθεί, ρώτησα: «Θα μπορούσες σε παρακαλώ να μου πεις ποιο είναι το όνομα του Θεού στο οποίο αναφέρθηκε ο Ιησούς όταν μας δίδαξε να προσευχόμαστε στην υποδειγματική προσευχή: ‘Αγιασθήτω το όνομά σου’;»—Ματθαίος 6:9, ΝΜ.
Τα νέα για τη λογομαχία μαθεύτηκαν γρήγορα στην πλατεία του χωριού, και μέσα σε δέκα λεπτά είχαν μαζευτεί περίπου 200 άνθρωποι. Ο ιερέας άρχισε να αισθάνεται άβολα. Δεν απαντούσε στο ερώτημά μου σχετικά με το όνομα του Θεού, και είχε αόριστες απαντήσεις για άλλα Γραφικά ερωτήματα. Η αμηχανία του φάνηκε από το ότι διαρκώς ζητούσε από το γκαρσόνι και άλλο ούζο.
Πέρασαν δυο ενδιαφέρουσες ώρες. Ο πατέρας μου ήρθε ψάχνοντας να με βρει, αλλά όταν είδε τι συνέβαινε κάθησε ήσυχα σε μια γωνιά και παρατηρούσε τη σκηνή. Η έντονη συζήτηση συνεχίστηκε ως τις 11:30 μ.μ., όταν κάποιος μεθυσμένος άρχισε να φωνάζει θυμωμένος. Τότε είπα στο πλήθος ότι επειδή η ώρα ήταν περασμένη έπρεπε όλοι να πάμε στα σπίτια μας.
Τι είχε προκαλέσει αυτή την αντιπαράθεση; Γιατί ο ιερέας και ο πρόεδρος προσπάθησαν να καβγαδίσουν μαζί μου; Λίγες πληροφορίες για το πώς μεγάλωσα σε αυτό το μέρος της Ελλάδας θα σας βοηθήσουν να καταλάβετε.
Αρχικές Δυσκολίες
Γεννήθηκα στις Καρυές της Πελοποννήσου, το Δεκέμβριο του 1940. Ήμασταν πολύ φτωχοί, και όταν εγώ δεν πήγαινα στο σχολείο, δούλευα μαζί με τη μητέρα μου από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου στους ορυζώνες, βουτηγμένος ως το γόνατο στο νερό. Όταν τελείωσα το δημοτικό σε ηλικία 13 ετών, οι γονείς μου κανόνισαν να εργαστώ ως μαθητευόμενος. Για να μάθω την τέχνη του υδραυλικού και του τζαμά, οι γονείς μου έδωσαν στο αφεντικό μου 500 κιλά σιτάρι και 20 κιλά λάδι, που ήταν σχεδόν όλο το εισόδημά τους για ένα χρόνο.
Η ζωή μου ως μαθητευόμενος—ζώντας χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι και συχνά δουλεύοντας από την αυγή ως τα μεσάνυχτα—κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν. Μερικές φορές σκεφτόμουν να επιστρέψω στο σπίτι, αλλά δεν μπορούσα να το κάνω αυτό στους γονείς μου. Αυτοί είχαν κάνει μια τόσο ανιδιοτελή θυσία για εμένα. Έτσι ποτέ δεν τους μίλησα για τα προβλήματά μου. Έλεγα μέσα μου: ‘Πρέπει να αντέξεις, όσο δύσκολο και αν γίνει αυτό’.
Αυτά τα χρόνια κατάφερνα να επισκέπτομαι τους γονείς μου κάπου κάπου, και τελικά ολοκλήρωσα τη μαθητεία μου όταν ήμουν 18 ετών. Τότε αποφάσισα να πάω στην Αθήνα, την πρωτεύουσα, όπου οι προοπτικές για εργασία ήταν περισσότερες. Εκεί έπιασα δουλειά και νοίκιασα ένα δωμάτιο. Κάθε μέρα, μετά τη δουλειά, επέστρεφα στο σπίτι, μαγείρευα για τον εαυτό μου, καθάριζα το δωμάτιο και κατόπιν περνούσα το λίγο ελεύθερο χρόνο μου μαθαίνοντας αγγλικά, γερμανικά και ιταλικά.
Η ανήθικη ομιλία και συμπεριφορά των άλλων νέων με στενοχωρούσε, έτσι απέφευγα την παρέα τους. Αλλά αυτό με έκανε να νιώθω πολύ μόνος. Όταν έγινα 21 ετών έπρεπε να υπηρετήσω στο στρατό, και στη διάρκεια αυτής της περιόδου συνέχισα την εκμάθηση των ξένων γλωσσών. Κατόπιν, το Μάρτιο του 1964, αφού απολύθηκα από το στρατό, μετανάστευσα στην Αυστραλία και εγκαταστάθηκα στη Μελβούρνη.
Θρησκευτική Αναζήτηση σε μια Νέα Χώρα
Σύντομα βρήκα δουλειά, συνάντησα μια μετανάστρια επίσης από την Ελλάδα, την Αλεξάνδρα, και μέσα σε έξι μήνες από την άφιξή μου παντρευτήκαμε. Αρκετά χρόνια αργότερα, το 1969, μια ηλικιωμένη κυρία, μια Μάρτυρας του Ιεχωβά, επισκέφτηκε το σπίτι μας και μας πρόσφερε τη Σκοπιά και το Ξύπνα! Βρήκα τα περιοδικά ενδιαφέροντα, έτσι τα έβαλα σε ασφαλές μέρος, λέγοντας στη γυναίκα μου να μην τα πετάξει. Έπειτα από ένα χρόνο δυο άλλοι Μάρτυρες με επισκέφτηκαν και μου πρόσφεραν μια δωρεάν οικιακή Γραφική μελέτη. Δέχτηκα, και αυτά που έμαθα από τις Γραφές ήταν ό,τι ακριβώς έψαχνα για να γεμίσω το κενό που υπήρχε στη ζωή μου.
Μόλις η γειτόνισσά μου έμαθε ότι μελετούσα με τους Μάρτυρες, με έστειλε στους Ευαγγελικούς, ισχυριζόμενη ότι αυτοί ήταν καλύτερη θρησκεία. Ως αποτέλεσμα, άρχισα επίσης να μελετώ με έναν πρεσβύτερο από την Ευαγγελική Εκκλησία. Σύντομα άρχισα να παρακολουθώ συναθροίσεις και των Ευαγγελικών και των Μαρτύρων, επειδή ήμουν αποφασισμένος να βρω την αληθινή θρησκεία.
Ταυτόχρονα, για να μην «αδικήσω» την ελληνική ανατροφή μου, άρχισα να εξετάζω βαθύτερα την Ορθόδοξη θρησκεία. Κάποια μέρα πήγα σε τρεις ναούς της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Όταν, στον πρώτο ναό, εξήγησα το σκοπό της επίσκεψής μου, ο ιερέας μού έδειξε αργά την πόρτα. Καθώς το έκανε αυτό, μου εξήγησε ότι ήμασταν Έλληνες, συνεπώς ήταν εσφαλμένο να συνδεθώ είτε με τους Μάρτυρες είτε με τους Ευαγγελικούς.
Η στάση του με εξέπληξε, αλλά σκέφτηκα: ‘Ίσως αυτός ο συγκεκριμένος ιερέας να μην είναι καλός εκπρόσωπος της εκκλησίας’. Προς έκπληξή μου, ο ιερέας στο δεύτερο ναό αντέδρασε παρόμοια. Αυτός, όμως, μου είπε ότι υπήρχε μια τάξη για μελέτη της Αγίας Γραφής την οποία διεξήγε ένας θεολόγος στην εκκλησία του κάθε Σάββατο απόγευμα. Όταν επισκέφτηκα τον τρίτο ναό, απογοητεύτηκα ακόμα περισσότερο.
Ωστόσο, αποφάσισα να παρακολουθήσω την τάξη για μελέτη της Αγίας Γραφής που διεξαγόταν στο δεύτερο ναό, και πήγα εκεί το επόμενο Σάββατο. Μου άρεσε που παρακολουθούσα την ανάγνωση από το Γραφικό βιβλίο των Πράξεων. Ενώ διαβαζόταν το τμήμα σχετικά με τον Κορνήλιο που γονάτισε μπροστά στον Πέτρο, ο θεολόγος διέκοψε την ανάγνωση και τόνισε ότι ο Πέτρος ορθά είχε αρνηθεί την πράξη λατρείας του Κορνήλιου. (Πράξεις 10:24-26) Τότε σήκωσα το χέρι μου και είπα ότι είχα μια ερώτηση.
«Ναι, τι θέλεις να μάθεις;»
«Να, αν ο απόστολος Πέτρος αρνήθηκε να τον λατρέψουν, γιατί εμείς έχουμε την εικόνα του και τη λατρεύουμε;»
Απλώθηκε νεκρική σιγή για αρκετά δευτερόλεπτα. Κατόπιν ήταν σαν να είχε πέσει βόμβα. Τα αίματα άναψαν, και ακούγονταν κραυγές όπως: «Από πού ήρθες;» Επί δύο ώρες υπήρχε έντονη αντιλογία με πολλές φωνές. Τελικά, καθώς έφευγα, μου έδωσαν ένα βιβλίο για να το πάρω μαζί μου.
Όταν το άνοιξα, οι πρώτες λέξεις που διάβασα ήταν: «Είμαστε Έλληνες, και η θρησκεία μας έχει χύσει αίμα για να διαφυλάξει την παράδοσή μας». Γνώριζα ότι ο Θεός δεν ανήκει μόνο στους Έλληνες, έτσι αμέσως έκοψα τους δεσμούς με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Από τότε και έπειτα συνέχισα τη Γραφική μου μελέτη μόνο με τους Μάρτυρες. Τον Απρίλιο του 1970, συμβόλισα την αφιέρωσή μου στον Ιεχωβά με το βάφτισμα, και η σύζυγός μου βαφτίστηκε έξι μήνες αργότερα.
Επαφή με τον Ιερέα του Χωριού
Προς το τέλος εκείνου του έτους, ο ιερέας από το χωριό μου στην Ελλάδα έστειλε μια επιστολή με την οποία ζητούσε χρήματα για την επισκευή του ναού του χωριού. Αντί να στείλω χρήματα, του έστειλα το βιβλίο Η Αλήθεια που Οδηγεί στην Αιώνιο Ζωή μαζί με μια επιστολή που εξηγούσε ότι τώρα ήμουν ένας Μάρτυρας του Ιεχωβά και ότι πίστευα πως είχα βρει την αλήθεια. Μόλις έλαβε την επιστολή μου, ανακοίνωσε στην εκκλησία ότι ένας μετανάστης στην Αυστραλία είχε στασιάσει.
Έπειτα από αυτό, οι μητέρες που είχαν γιους στην Αυστραλία ρωτούσαν συνεχώς τον ιερέα μήπως ήταν ο δικός τους γιος. Η μητέρα μου μάλιστα πήγε στο σπίτι του και τον ικέτεψε να της πει. «Δυστυχώς, είναι ο γιος σου», της είπε ο ιερέας. Αργότερα, η μητέρα μού είπε ότι θα προτιμούσε να την είχε σκοτώσει παρά να της πει αυτό για εμένα.
Επιστροφή στην Ελλάδα
Μετά το βάφτισμά μας, η σύζυγός μου και εγώ θέλαμε να επιστρέψουμε στην Ελλάδα και να πούμε στις οικογένειές μας και στους φίλους μας τα καλά πράγματα που είχαμε μάθει από την Αγία Γραφή. Έτσι τον Απρίλιο του 1971, μαζί με την πεντάχρονη κόρη μας Δήμητρα, επιστρέψαμε για παρατεταμένες διακοπές, μένοντας στην Κυπαρισσία, σε απόσταση περίπου 30 χιλιομέτρων από το χωριό μου τις Καρυές. Τα αεροπορικά εισιτήριά μας που ήταν μετ’ επιστροφής ίσχυαν για παραμονή έξι μηνών.
Το δεύτερο βράδυ που βρισκόμασταν στο σπίτι, η μητέρα ξέσπασε και μου είπε δακρυσμένη ότι είχα πάρει λάθος δρόμο και είχα ντροπιάσει το όνομα της οικογένειας. Κλαίγοντας με λυγμούς, με εκλιπαρούσε να επιστρέψω από την «πλανεμένη» μου πορεία. Κατόπιν λιποθύμησε και σωριάστηκε στα χέρια μου. Την επομένη προσπάθησα να τη λογικέψω, εξηγώντας ότι απλώς είχα αυξήσει τη γνώση μου για τον Θεό τον οποίο τόσο στοργικά μας δίδασκε από τη βρεφική μας ηλικία. Το ακόλουθο απόγευμα είχα εκείνη την αξιομνημόνευτη συνάντηση με τον τοπικό ιερέα και τον πρόεδρο του χωριού.
Οι δυο νεότεροι αδελφοί μου, που ζούσαν στην Αθήνα, είχαν έρθει να μείνουν για το Πάσχα. Και οι δυο με απέφευγαν σαν λεπρό. Μια μέρα, όμως, ο μεγαλύτερος από τους δύο άρχισε να ακούει. Έπειτα από αρκετές ώρες συζήτησης, είπε ότι συμφωνούσε με όλα όσα του είχα δείξει από την Αγία Γραφή. Από εκείνη τη μέρα και έπειτα, με υπερασπιζόταν μπροστά στην υπόλοιπη οικογένεια.
Κατόπιν πήγα στην Αθήνα αρκετές φορές για να μείνω με τον αδελφό μου. Κάθε φορά που πήγαινα, αυτός προσκαλούσε άλλες οικογένειες να έρθουν και να ακούσουν τα καλά νέα. Προς μεγάλη μου χαρά, αυτός και η σύζυγός του, μαζί με άλλες τρεις οικογένειες με τις οποίες διεξήγαν Γραφική μελέτη, αργότερα συμβόλισαν την αφιέρωσή τους στον Θεό με το βάφτισμα!
Οι εβδομάδες πέρασαν γρήγορα, και λίγο πριν τελειώσουν οι έξι μήνες μας, μας επισκέφτηκε ένας Μάρτυρας που υπηρετούσε σε μια εκκλησία περίπου 70 χιλιόμετρα μακριά από το χωριό μας. Αυτός τόνισε την ανάγκη που υπήρχε σχετικά με το έργο κηρύγματος στην περιοχή και ρώτησε αν είχα σκεφτεί να μείνω μόνιμα. Εκείνο το βράδυ συζήτησα αυτή την πιθανότητα με τη σύζυγό μου.
Συμφωνούσαμε και οι δυο ότι θα ήταν δύσκολο να μείνουμε. Αλλά ήταν φανερό ότι υπήρχε μεγάλη ανάγκη για να ακούσουν οι άνθρωποι τη Βιβλική αλήθεια. Τελικά, αποφασίσαμε να μείνουμε τουλάχιστον ένα ή δυο χρόνια. Η σύζυγός μου θα επέστρεφε στην Αυστραλία για να πουλήσει το σπίτι και το αυτοκίνητό μας και να φέρει πίσω όσα μπορούσε από τα πράγματά μας. Έχοντας πάρει την απόφασή μας, πήγαμε στην πόλη το επόμενο πρωί και νοικιάσαμε ένα σπίτι. Επίσης γράψαμε την κόρη μας στο τοπικό δημοτικό σχολείο.
Ξεσπάει Εναντίωση
Σύντομα κηρύχτηκε πραγματικός πόλεμος εναντίον μας. Εναντίωση ήρθε από την αστυνομία, το διευθυντή του σχολείου και τους δασκάλους. Στο σχολείο, η Δήμητρα δεν έκανε το σταυρό της. Οι υπεύθυνοι του σχολείου κάλεσαν κάποιον αστυνομικό για να προσπαθήσει να την τρομοκρατήσει ώστε να συμμορφωθεί, αλλά αυτή έμεινε σταθερή. Με κάλεσαν να δω το διευθυντή, και αυτός μου έδειξε μια επιστολή από τον αρχιεπίσκοπο που διέταζε να πάρω τη Δήμητρα και να φύγω. Όμως, αφού συζήτησα πολλή ώρα με το διευθυντή, της επιτράπηκε να παραμείνει στο σχολείο.
Με τον καιρό έμαθα ότι υπήρχε ένα ζευγάρι στην Κυπαρισσία οι οποίοι είχαν παρακολουθήσει μια συνέλευση των Μαρτύρων του Ιεχωβά, και μπορέσαμε να ανανεώσουμε το ενδιαφέρον τους. Η σύζυγός μου και εγώ προσκαλούσαμε επίσης Μάρτυρες από ένα γειτονικό χωριό στο σπίτι μας για Γραφικές μελέτες. Σύντομα, όμως, η αστυνομία ήρθε και μας πήρε όλους στο αστυνομικό τμήμα για ανάκριση. Με κατηγόρησαν ότι χρησιμοποιούσα το σπίτι μου ως τόπο λατρείας χωρίς άδεια. Αλλά εφόσον δεν μας φυλάκισαν, συνεχίσαμε τις συναθροίσεις μας.
Αν και μου πρόσφεραν δουλειά, μόλις το άκουσε ο δεσπότης απείλησε να κλείσει το μαγαζί του εργοδότη μου αν δεν με απέλυε. Υπήρχε προς πώληση ένα μαγαζί με υδραυλικά και λαμαρινοκατασκευές και καταφέραμε να το αγοράσουμε. Σχεδόν αμέσως ήρθαν δυο ιερείς απειλώντας να μας το κλείσουν, και λίγες εβδομάδες αργότερα ο αρχιεπίσκοπος διέταξε να αφοριστεί η οικογένειά μας. Τότε, όποιον τον είχε αφορίσει η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία τον θεωρούσαν τελείως απόβλητο. Τοποθέτησαν έναν αστυνομικό έξω από το μαγαζί μας ώστε να μην αφήνει κανέναν να μπει μέσα. Μολονότι δεν υπήρχαν πελάτες, εμείς με επιμονή είχαμε το μαγαζί ανοιχτό κάθε μέρα. Σύντομα η πόλη μιλούσε για τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόμασταν.
Με Συλλαμβάνουν και με Δικάζουν
Ένα Σάββατο μαζί με κάποιο άλλο άτομο ξεκινήσαμε με το μοτοποδήλατό του για να δώσουμε μαρτυρία σε μια γειτονική πόλη. Εκεί μας σταμάτησε η αστυνομία και μας πήγε στο αστυνομικό τμήμα, όπου μας κράτησαν όλο το σαββατοκύριακο. Τη Δευτέρα το πρωί μας πήγαν πίσω στην Κυπαρισσία με το τρένο. Τα νέα ότι είχαμε συλληφτεί διαδόθηκαν, και ένα πλήθος μαζεύτηκε στο σιδηροδρομικό σταθμό για να μας δει να φτάνουμε με τη συνοδεία αστυνομικών.
Αφού μας πήραν τα αποτυπώματα, μας πήγαν στον εισαγγελέα. Αυτός άρχισε τη δίκη λέγοντας ότι θα διάβαζε δυνατά κατηγορίες εναντίον μας τις οποίες είχαν συλλέξει από χωρικούς που είχε ανακρίνει η αστυνομία. «Μας είπαν ότι ο Ιησούς Χριστός είχε γίνει Βασιλιάς το έτος 1914», έλεγε η πρώτη κατηγορία.
«Πώς σας ήρθε αυτή η παράξενη ιδέα;» ρώτησε επιθετικά ο εισαγγελέας.
Έκανα ένα βήμα μπροστά και πήρα την Αγία Γραφή που είχε στην έδρα του, την άνοιξα στο κεφάλαιο 24 του Ματθαίου και πρότεινα να το διαβάσει. Αυτός δίστασε προς στιγμήν αλλά μετά πήρε την Αγία Γραφή και άρχισε να διαβάζει. Αφού διάβασε λίγα λεπτά, είπε με έξαψη: «Ε, αν αυτό είναι αλήθεια, τότε θα πρέπει να τα παρατήσω όλα και να μπω σε μοναστήρι!»
«Όχι», είπα με ηρεμία. «Πρέπει να μάθετε την αλήθεια της Αγίας Γραφής και κατόπιν να βοηθήσετε άλλους να βρουν και αυτοί την αλήθεια».
Ήρθαν μερικοί δικηγόροι, και μπορέσαμε να δώσουμε μαρτυρία και σε μερικούς από αυτούς στη διάρκεια της μέρας. Η ειρωνεία είναι ότι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μας απαγγελθεί άλλη μια κατηγορία—ο προσηλυτισμός!
Στη διάρκεια εκείνου του έτους, είχαμε τρεις δίκες, αλλά τελικά απαλλαχτήκαμε από όλες τις κατηγορίες. Η νίκη φάνηκε να σπάει τον πάγο όσον αφορά τη στάση των ανθρώπων απέναντί μας. Από τότε και έπειτα άρχισαν να μας πλησιάζουν πιο ελεύθερα και να ακούν τι είχαμε να τους πούμε για τη Βασιλεία του Θεού.
Τελικά από τη μικρή ομάδα μελέτης στο σπίτι μας στην Κυπαρισσία σχηματίστηκε μια εκκλησία. Ένας Χριστιανός πρεσβύτερος διορίστηκε στη νέα μας εκκλησία, και εγώ διορίστηκα διακονικός υπηρέτης. Τις συναθροίσεις στο σπίτι μας σύντομα τις παρακολουθούσαν τακτικά 15 δραστήριοι Μάρτυρες.
Επιστροφή στην Αυστραλία
Αφού είχαν περάσει δυο χρόνια και τρεις μήνες, αποφασίσαμε να επιστρέψουμε στην Αυστραλία. Τα χρόνια εδώ έχουν περάσει γρήγορα. Η κόρη μου Δήμητρα διατήρησε την πίστη της και είναι παντρεμένη με ένα διακονικό υπηρέτη σε μια εκκλησία της Μελβούρνης. Εγώ τώρα υπηρετώ ως πρεσβύτερος σε μια ελληνόφωνη εκκλησία στη Μελβούρνη, όπου συναθροιζόμαστε με τη σύζυγό μου και τη 15χρονη κόρη μας, τη Μάρθα.
Η μικρή εκκλησία που αφήσαμε πίσω στην Κυπαρισσία τώρα έχει μεγαλώσει κατά πολύ και πολλά άξια άτομα εκεί έχουν ανοίξει την καρδιά τους στις αλήθειες της Αγίας Γραφής. Το καλοκαίρι του 1991, επισκέφτηκα την Ελλάδα για μερικές εβδομάδες και εκφώνησα μια δημόσια Γραφική ομιλία στην Κυπαρισσία, όπου 70 άτομα ήταν παρόντα. Είμαι χαρούμενος που η μικρότερη αδελφή μου, η Μαρία, άρχισε να υπηρετεί τον Ιεχωβά παρά την οικογενειακή εναντίωση.
Είμαι ευγνώμων που είχα την ευκαιρία στην Αυστραλία να αποκτήσω αληθινό πλούτο—γνώση και κατανόηση για τον Δημιουργό μας, τον Ιεχωβά Θεό, και για την κυβέρνηση της Βασιλείας του. Η ζωή μου τώρα έχει πραγματικό σκοπό, και η οικογένειά μου και εγώ αναμένουμε το κοντινό μέλλον για να δούμε τις ευλογίες της ουράνιας κυβέρνησης του Θεού να απλώνονται σε ολόκληρη τη γη.—Όπως το αφηγήθηκε ο Γιώργος Κατσικαρώνης.
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Η Κυπαρισσία, όπου έζησα όταν επέστρεψα από την Αυστραλία
[Εικόνα στη σελίδα 23]
Με τη σύζυγό μου Αλεξάνδρα