Αστυνομική Προστασία—Ελπίδες και Φόβοι
ΠΟΛΛΟΙ άνθρωποι στις αρχές του 19ου αιώνα στην Αγγλία αντιτάχθηκαν στις προτάσεις για επαγγελματική, ένστολη αστυνομία. Ανησυχούσαν μήπως μια ένοπλη δύναμη στα χέρια της κεντρικής κυβέρνησης απειλούσε την ελευθερία τους. Μερικοί φοβούνταν ότι τελικά θα εφαρμοζόταν ένα σύστημα κατασκόπων της αστυνομίας παρόμοιο με εκείνο της Γαλλίας υπό τον Ζοζέφ Φουσέ. Ωστόσο, αναγκάζονταν να αναρωτηθούν: “Τι θα κάνουμε χωρίς αστυνομία;”
Το Λονδίνο είχε γίνει η μεγαλύτερη και πλουσιότερη πόλη του κόσμου. Το έγκλημα αυξανόταν και απειλούσε τις επιχειρήσεις. Ούτε οι εθελοντές νυχτοφύλακες ούτε οι επαγγελματίες κυνηγοί κλεφτών, οι Μπόου Στριτ Ράνερς που αμείβονταν από ιδιώτες, μπορούσαν να προστατέψουν τους ανθρώπους και τις περιουσίες τους. Ο Κλάιβ Έμσλι λέει στο βιβλίο του Η Αγγλική Αστυνομία: Πολιτική και Κοινωνική Ιστορία (The English Police: A Political and Social History): «Ολοένα και περισσότερο, το έγκλημα και οι αναταραχές θεωρούνταν καταστάσεις ανάρμοστες για μια πολιτισμένη κοινωνία». Οι κάτοικοι του Λονδίνου, λοιπόν, αποφάσισαν να σχηματιστεί ένα επαγγελματικό αστυνομικό σώμα υπό τις οδηγίες του Σερ Ρόμπερτ Πιλ, ελπίζοντας ότι θα πετύχει το σκοπό του.a Το Σεπτέμβριο του 1829, ένστολοι αστυνομικοί της Μητροπολιτικής Αστυνομίας άρχισαν να περιπολούν στους τομείς τους.
Από το ξεκίνημα της σύγχρονης ιστορίας της, η αστυνομία έχει εγείρει ελπίδα και φόβο—την ελπίδα ότι θα παρέχει ασφάλεια και το φόβο ότι μπορεί να καταχραστεί τη δύναμή της.
Ξεκίνημα για τους Αμερικανούς Αστυνομικούς
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η Νέα Υόρκη ήταν η πρώτη πόλη που απέκτησε επαγγελματική αστυνομία. Μαζί με τον πλούτο της πόλης, αυξανόταν και το έγκλημα. Τη δεκαετία του 1830, κάθε οικογένεια μπορούσε να διαβάσει τις φρικιαστικές ιστορίες εγκλημάτων που δημοσιεύονταν στις καινούριες φτηνές εφημερίδες. Η δημόσια κατακραυγή κλιμακώθηκε και η Νέα Υόρκη απέκτησε αστυνομία το 1845. Από τότε οι Νεοϋορκέζοι εντυπωσιάζονται από την αστυνομία των Λονδρέζων και το αντίστροφο.
Οι Αμερικανοί είχαν τον ίδιο φόβο με τους Άγγλους σχετικά με το αν πρέπει η κυβέρνηση να διαθέτει ένοπλη δύναμη. Αλλά τα δύο έθνη κατέληξαν σε διαφορετικές λύσεις. Οι Άγγλοι επέλεξαν ένα αστυνομικό σώμα που αποτελούνταν από ευγενείς άντρες με ψηλά καπέλα και σκούρες μπλε στολές. Το μόνο τους όπλο ήταν ένα κοντό ρόπαλο το οποίο φύλαγαν κρυμμένο. Μέχρι σήμερα οι Βρετανοί αστυνομικοί («μπόμπις») δεν είναι οπλισμένοι εκτός από έκτακτες περιπτώσεις. Εντούτοις, όπως αναφέρει ένα δημοσίευμα: «Κυριαρχεί η αίσθηση, η οποία συνεχώς ενισχύεται, ότι αναπόφευκτα . . . σε λίγο καιρό η βρετανική αστυνομία θα γίνει πάνοπλη δύναμη».
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ωστόσο, ο φόβος ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να καταχραστεί τη δύναμή της οδήγησε στην υιοθέτηση της Δεύτερης Τροπολογίας του Συντάγματος των ΗΠΑ το οποίο εγγυάται «το δικαίωμα των ανθρώπων να κατέχουν και να φέρουν όπλα». Ως αποτέλεσμα, η αστυνομία χρειαζόταν όπλα. Με τον καιρό, η χρήση όπλων από την αστυνομία κατέληξε σε πυροβολισμούς στους δρόμους—χαρακτηριστικό γνώρισμα των συμπλοκών ανάμεσα σε Αμερικανούς αστυνομικούς και ληστές. Ένας άλλος λόγος για τη στάση των Αμερικανών απέναντι στην κατοχή όπλων είναι ότι η πρώτη αστυνομική δύναμη στις Ηνωμένες Πολιτείες συστάθηκε σε μια πολύ διαφορετική κοινωνία από αυτήν του Λονδίνου. Η κατάσταση στη Νέα Υόρκη είχε γίνει χαώδης καθώς ο πληθυσμός της αυξανόταν ταχύτατα. Η εισροή χιλιάδων μεταναστών, κυρίως Ευρωπαίων και Αφροαμερικανών, μετά την έναρξη του εμφύλιου πολέμου του 1861-1865 οδήγησε σε φυλετική βία. Η αστυνομία έκρινε ότι έπρεπε να υιοθετήσει αυστηρότερες μεθόδους.
Η αστυνομία, λοιπόν, συχνά θεωρούνταν αναγκαίο κακό. Οι άνθρωποι ήταν διατεθειμένοι να υπομείνουν περιστασιακές υπερβάσεις με την ελπίδα ότι θα επικρατούσε ένας βαθμός τάξης και ασφάλειας. Σε μερικά μέρη του κόσμου, ωστόσο, έκανε την εμφάνισή του ένα διαφορετικό είδος αστυνομίας.
Αστυνομία-Φόβητρο
Στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν άρχισε να αναπτύσσεται η σύγχρονη αστυνομία, το μεγαλύτερο μέρος της ανθρωπότητας ζούσε υπό την εξουσία των ευρωπαϊκών αυτοκρατοριών. Σε γενικές γραμμές, η ευρωπαϊκή αστυνομία ήταν οργανωμένη έτσι ώστε να προστατεύει τους ηγέτες μάλλον παρά το λαό. Ακόμη και οι Βρετανοί, οι οποίοι απεχθάνονταν τόσο έντονα την ιδέα της ένοπλης, στρατιωτικού τύπου αστυνομίας στη χώρα τους, φαίνεται ότι δεν είχαν και πολλούς ενδοιασμούς όσον αφορά τη χρησιμοποίηση στρατιωτικής αστυνομίας για να διατηρήσουν υποταγμένες τις αποικίες. Ο Ρομπ Μόουμπι αναφέρει στο βιβλίο του Η Αστυνομία ανά τον Κόσμο (Policing Across the World): «Περιστατικά βαναυσότητας, διαφθοράς, βίας, φόνων και κατάχρησης δύναμης στιγμάτισαν σχεδόν κάθε δεκαετία της ιστορίας της αποικιακής αστυνομίας». Αφού επισημαίνει ότι η αυτοκρατορική αστυνομία πρόσφερε και μερικά οφέλη, το ίδιο βιβλίο προσθέτει ότι «επέβαλλε παγκοσμίως την εντύπωση πως είναι κυβερνητική δύναμη και όχι δημόσια υπηρεσία».
Οι απολυταρχικές κυβερνήσεις, φοβούμενες τις επαναστάσεις, σχεδόν ανέκαθεν χρησιμοποιούσαν τη μυστική αστυνομία για να κατασκοπεύουν τους πολίτες τους. Αυτή η αστυνομία αποσπά πληροφορίες μέσω βασανιστηρίων και εξαφανίζει υποτιθέμενα ανατρεπτικά στοιχεία εκτελώντας τα ή συλλαμβάνοντάς τα χωρίς δίκη. Οι Ναζί είχαν την Γκεστάπο, η Σοβιετική Ένωση την Κα-Γκε-Μπε και η Ανατολική Γερμανία τη Στάζι. Είναι εκπληκτικό το ότι η Στάζι χρησιμοποιούσε 100.000 πράκτορες και πιθανότατα μισό εκατομμύριο πληροφοριοδότες για να έχει υπό έλεγχο έναν πληθυσμό περίπου 16 εκατομμυρίων. Οι πράκτορες υπέκλεπταν τηλεφωνικές συνδιαλέξεις όλο το εικοσιτετράωρο και κρατούσαν φακέλους για το ένα τρίτο ολόκληρου του πληθυσμού. «Οι πράκτορες της Στάζι δεν είχαν όρια και δεν ένιωθαν ντροπή», λέει ο Τζον Κέλερ στο βιβλίο του Στάζι (Stasi). «Κληρικοί, περιλαμβανομένων και υψηλά ιστάμενων σε Προτεσταντικά και Καθολικά θρησκεύματα, στρατολογούνταν μαζικά ως μυστικοί πληροφοριοδότες. Τα γραφεία και τα εξομολογητήριά τους ήταν γεμάτα με συσκευές παρακολούθησης».
Ωστόσο, η αστυνομία-φόβητρο δεν συναντάται αποκλειστικά και μόνο στην επικράτεια των απολυταρχικών κυβερνήσεων. Και σε άλλα μέρη, οι αστυνομικοί των μεγαλουπόλεων έχουν κατηγορηθεί ότι προκαλούν τρόμο όταν υιοθετούν πολύ επιθετικούς τρόπους επιβολής του νόμου, ιδιαίτερα όταν στοχεύουν στις μειονότητες. Σχολιάζοντας ένα περιβόητο σκάνδαλο στο Λος Άντζελες, κάποιο ενημερωτικό περιοδικό ανέφερε ότι αυτό το σκάνδαλο «έδειξε πως η ανάρμοστη συμπεριφορά της αστυνομίας έχει φτάσει σε ένα νέο επίπεδο παρανομίας και έκανε δημοφιλή τον καινούριο όρο: αστυνομικός-γκάνγκστερ».
Επομένως, οι κυβερνητικοί υπεύθυνοι ρωτούν: Τι μπορούν να κάνουν τα αστυνομικά τμήματα για να βελτιώσουν την εικόνα τους; Προκειμένου να τονίσουν την κοινωνική τους προσφορά, πολλές αστυνομικές αρχές έχουν προσπαθήσει να δώσουν έμφαση στις κοινωφελείς πτυχές του έργου τους.
Ελπίδα για Καλύτερη Αστυνομική Προστασία
Ο ιαπωνικός παραδοσιακός τρόπος της αστυνόμευσης κατά γειτονιές έχει ελκύσει το ενδιαφέρον άλλων χωρών. Παραδοσιακά, η ιαπωνική αστυνομία λειτουργεί με μικρά περιφερειακά τμήματα επανδρωμένα από περίπου δώδεκα αστυνομικούς που εργάζονται με βάρδιες. Ο Φρανκ Λάισμαν, Βρετανός λέκτορας εγκληματολογίας και παλιός κάτοικος της Ιαπωνίας, λέει: «Η φιλική εξυπηρέτηση που προσφέρουν οι αστυνομικοί της κόμπαν είναι παροιμιώδης. Δίνουν πληροφορίες για διευθύνσεις στους πολλούς ανώνυμους δρόμους της Ιαπωνίας, δανείζουν αζήτητες ξεχασμένες ομπρέλες σε περαστικούς που τους πιάνει βροχή, βοηθούν τους μεθυσμένους σαραρίμαν να πάρουν το τελευταίο τρένο για το σπίτι και δίνουν συμβουλές για τα “προβλήματα των πολιτών”». Η αξιοζήλευτη φήμη ότι στους δρόμους της Ιαπωνίας μπορεί κανείς να περπατήσει με ασφάλεια είναι αποτέλεσμα της αστυνόμευσης κατά γειτονιές.
Θα μπορούσε αυτό το σύστημα αστυνόμευσης να είναι αποτελεσματικό κάπου αλλού; Κάποιοι εγκληματολόγοι άρχισαν να αποκομίζουν ένα μάθημα από αυτό το σύστημα. Οι σύγχρονες εξελίξεις στις επικοινωνίες κάνουν την αστυνομία να αποστασιοποιείται από τους ανθρώπους τους οποίους υπηρετεί. Σε πολλές πόλεις σήμερα, το έργο της αστυνομίας συχνά φαίνεται πως περιλαμβάνει κυρίως επέμβαση σε έκτακτα περιστατικά. Μερικές φορές φαίνεται ότι έχει χαθεί η αρχική έμφαση που δινόταν στην πρόληψη του εγκλήματος. Ως αντίδραση σε αυτή την τάση, έχει ξαναγίνει δημοφιλής η ιδέα της περιφρούρησης της γειτονιάς.
Περιφρούρηση της Γειτονιάς
«Έχει πράγματι επιτυχία. Μειώνει το έγκλημα», λέει ο Ντιούι, ένας αστυφύλακας, αναφορικά με την εργασία του στην Ουαλία. «Περιφρούρηση της γειτονιάς σημαίνει ότι οι άνθρωποι είναι άγρυπνοι ο ένας για την ασφάλεια του άλλου. Οργανώνουμε συναντήσεις ώστε οι γείτονες να γνωρίζονται μεταξύ τους, να ανταλλάσσουν ονόματα και τηλέφωνα, και να μαθαίνουν πώς μπορούν να προλαμβάνουν το έγκλημα. Μου αρέσει αυτό το πρόγραμμα επειδή επαναφέρει στις γειτονιές το κοινοτικό πνεύμα. Συχνά οι άνθρωποι δεν ξέρουν καν ποιοι είναι οι γείτονές τους. Το πρόγραμμα πάει καλά επειδή αυξάνει την επαγρύπνηση των ανθρώπων». Επίσης, βελτιώνει τις σχέσεις αστυνομίας και πολιτών.
Έχει ληφθεί και μια άλλη πρωτοβουλία με σκοπό να παρακινηθεί η αστυνομία να δείχνει περισσότερη συμπόνια προς τα θύματα. Ο διαπρεπής Ολλανδός θυματολόγος Γιαν βαν Ντέικ έγραψε: «Οι αστυνομικοί πρέπει να διδαχτούν ότι οι τρόποι τους στο γραφείο είναι τόσο σημαντικοί για τα θύματα όσο και οι τρόποι των γιατρών για τους ασθενείς». Σε πολλά μέρη η αστυνομία δεν θεωρεί ακόμη τη βία και το βιασμό στο σπίτι ως πραγματικά εγκλήματα. Αλλά ο Ρομπ Μόουμπι λέει: «Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται η αστυνομία τη βία και το βιασμό στο σπίτι έχει βελτιωθεί αξιοσημείωτα τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη περιθώρια για σημαντική βελτίωση». Η κατάχρηση δύναμης από μέρους της αστυνομίας είναι άλλος ένας τομέας στον οποίο σχεδόν όλες οι αστυνομικές αρχές θα μπορούσαν να βελτιωθούν.
Ο Φόβος για Διαφθορά στην Αστυνομία
Ο ισχυρισμός ότι η αστυνομία παρέχει ένα αίσθημα ασφάλειας μερικές φορές φαίνεται απλοϊκός, ιδιαίτερα όταν έρχονται στο φως ειδήσεις για διαφθορά στην αστυνομία. Τέτοιες αναφορές υπάρχουν από το ξεκίνημα της ιστορίας της αστυνομίας. Αναφερόμενο στο 1855, το βιβλίο Η Πόλη της Νέας Υόρκης και η Αστυνομία Της (NYPD—A City and Its Police) περιέγραψε «την αίσθηση πολλών Νεοϋορκέζων ότι ήταν δύσκολο να ξεχωρίσουν τους κακοποιούς από τους αστυνομικούς». Σύμφωνα με το βιβλίο Πρόσωπα της Λατινικής Αμερικής (Faces of Latin America), του Ντάνκαν Γκριν, «πιστεύεται ευρέως ότι [η αστυνομία εκεί] είναι βουτηγμένη στη διαφθορά, είναι ανεπαρκής και καταπατά τα ανθρώπινα δικαιώματα». Ο διοικητής μιας αστυνομικής δύναμης 14.000 αστυνομικών στη Λατινική Αμερική είπε: «Τι περιμένετε όταν ο αστυνομικός παίρνει λιγότερα από [100 δολάρια (περ. 120 ευρώ)] το μήνα; Αν προσπαθήσουν να τον δωροδοκήσουν τι θα κάνει;»
Πόσο μεγάλο πρόβλημα είναι η διαφθορά; Η απάντηση εξαρτάται από το ποιον ρωτάτε. Κάποιος αστυνομικός από τη Βόρεια Αμερική ο οποίος περιπολούσε επί χρόνια σε μια πόλη 100.000 κατοίκων απαντάει: «Σίγουρα υπάρχει ένα ποσοστό ανέντιμων αστυνομικών, αλλά η πλειονότητα είναι έντιμοι. Αυτό λέει η πείρα μου». Από την άλλη πλευρά, ένας ανακριτής με πείρα 26 χρόνων σε κάποια άλλη χώρα αναφέρει: «Πιστεύω ότι η διαφθορά έχει λάβει σχεδόν παγκόσμιες διαστάσεις. Η εντιμότητα στην αστυνομία είναι πολύ σπάνια. Αν κάποιος αστυνομικός, ερευνώντας ένα σπίτι στο οποίο έχει γίνει διάρρηξη, βρει χρήματα, πιθανότατα θα τα πάρει. Αν ανακαλύψει κλεμμένα τιμαλφή, θα κρατήσει κάποια για τον εαυτό του». Γιατί μερικοί αστυνομικοί γίνονται διεφθαρμένοι;
Ορισμένοι ξεκινούν με υψηλές αρχές αλλά στη συνέχεια ενδίδουν στην επιρροή διεφθαρμένων συναδέλφων τους και στα εξαχρειωμένα πρότυπα του εγκληματικού κόσμου τον οποίο αντιμετωπίζουν. Το βιβλίο Τι Ξέρουν οι Αστυνομικοί (What Cops Know) παραθέτει τα λόγια ενός αστυνομικού από το Σικάγο: «Η σχέση των αστυνομικών με το κακό είναι άμεση. Βρίσκονται μέσα σε αυτό. Το αγγίζουν . . . το γεύονται . . . το μυρίζουν . . . το ακούν . . . πρέπει να ασχοληθούν με αυτό». Η επαφή με τη διαφθορά κατ’ αυτόν τον τρόπο είναι εύκολο να τους επηρεάσει αρνητικά.
Αν και η αστυνομία παρέχει ανεκτίμητες υπηρεσίες, η εικόνα της απέχει πολύ από το ιδεώδες. Μπορούμε να ελπίζουμε για κάτι καλύτερο;
[Υποσημείωση]
a Οι Βρετανοί αστυνομικοί έγιναν γνωστοί ως «μπόμπις» με βάση το όνομα του ιδρυτή τους, Σερ Ρόμπερτ (Μπόμπι) Πιλ.
[Πλαίσιο/Εικόνα στις σελίδες 8, 9]
«Δεν Είναι Θαυμάσιοι οι Βρετανοί Αστυνομικοί;»
Οι Βρετανοί ήταν από τους πρώτους που μπορούσαν να απολαμβάνουν την πολυτέλεια μιας επαγγελματικής αστυνομίας. Ήθελαν να είναι η κοινωνία τους καλά οργανωμένη—όπως το αποτελεσματικό ταχυδρομικό τους σύστημα με άμαξες το οποίο λειτουργούσε με μεγάλη ακρίβεια. Το 1829, ο υπουργός εσωτερικών, ο Σερ Ρόμπερτ (Μπόμπι) Πιλ, έπεισε το Κοινοβούλιο να εγκρίνει τη σύσταση της Μητροπολιτικής Αστυνομίας του Λονδίνου, της οποίας το αρχηγείο θα ήταν στην οδό Σκότλαντ Γιαρντ. Αν και στην αρχή οι αστυνομικοί ήταν αντιδημοφιλείς επειδή αναλάμβαναν αποφασιστική δράση κατά της μέθης και των τυχερών παιχνιδιών στο δρόμο, με τον καιρό έγιναν αγαπητοί.
Το 1851, το Λονδίνο προσκαλούσε με υπερηφάνεια τον κόσμο να επισκεφτεί τη Μεγάλη Έκθεση και να θαυμάσει τα επιτεύγματα της βρετανικής βιομηχανίας. Οι επισκέπτες έμεναν έκπληκτοι από την τάξη που επικρατούσε στους δρόμους και από το ότι δεν υπήρχαν μεθυσμένοι, πόρνες και επαίτες. Επιδέξιοι αστυνομικοί κατηύθυναν τα πλήθη, μετέφεραν τις αποσκευές των επισκεπτών, βοηθούσαν ανθρώπους να περάσουν το δρόμο ή ακόμη συνόδευαν ηλικιωμένες κυρίες ως τις άμαξες. Δεν προξενεί έκπληξη το ότι Βρετανοί αλλά και ξένοι επισκέπτες ακούγονταν να λένε: «Δεν είναι θαυμάσιοι οι Βρετανοί αστυνομικοί;»
Φαινόταν ότι ήταν τόσο αποτελεσματικοί στην πρόληψη του εγκλήματος ώστε ο αρχιφύλακας του Τσέστερ το 1873 φανταζόταν έναν καιρό κατά τον οποίο το επαγγελματικό έγκλημα στην ουσία θα εξαφανιζόταν! Η αστυνομία άρχισε επίσης να οργανώνει υπηρεσίες μεταφοράς ασθενών και πυρόσβεσης. Διευθετούσε εράνους για τη δωρεά παπουτσιών και ρούχων στους φτωχούς. Μερικά τμήματα οργάνωναν λέσχες για αγόρια, εκδρομές και διακοπές.
Βέβαια, η νέα αστυνομία αντιμετώπισε επίσης πειθαρχικά προβλήματα με τη διαφθορά και τη βαρβαρότητα. Αλλά κυρίως υπερηφανευόταν για το γεγονός ότι διατηρούσε την τάξη με ελάχιστη δύναμη. Το 1853, η αστυνομία στο Γουίγκαν του Λάνκασερ χρειάστηκε να αντιμετωπίσει μια εξέγερση απεργών μεταλλωρύχων. Ο θαρραλέος υπαρχιφύλακας με μόλις δέκα άντρες στη διάθεσή του αρνήθηκε σταθερά να χρησιμοποιήσει τα όπλα του ιδιοκτήτη του ορυχείου. Η επιστολή που έλαβε ο Χέκτορ Μακλέοντ το 1886 όταν ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του και έγινε αστυνομικός δείχνει χαρακτηριστικά το πνεύμα που επικρατούσε. Όπως παραθέτει το βιβλίο Η Αγγλική Αστυνομία (The English Police), η επιστολή ανέφερε: «Αν είσαι σκληρός, χάνεις την υποστήριξη του κόσμου . . . Εγώ βάζω τον κόσμο στην πρώτη θέση, επειδή, ως αστυνομικός, έχεις ταχθεί να υπηρετείς την κοινότητα, και είναι καθήκον σου να ικανοποιείς και τα μέλη της κοινότητας και τον προϊστάμενό σου».
Ο Χάιντεν, συνταξιούχος επιθεωρητής της Μητροπολιτικής Αστυνομίας, λέει: «Πάντα μας εκπαίδευαν να ενεργούμε με αυτοσυγκράτηση επειδή η επιτυχημένη αστυνόμευση χρειάζεται την υποστήριξη της κοινωνίας. Το κοντό ξύλινο ρόπαλό μας ήταν η έσχατη επιλογή μας, και οι περισσότεροι αστυνομικοί δεν το χρησιμοποίησαν σε ολόκληρη τη σταδιοδρομία τους». Επίσης, στη θετική εικόνα των Βρετανών αστυνομικών συνέβαλε και η δημοφιλής τηλεοπτική σειρά Ο Ντίξον του Ντοκ Γκριν (Dixon of Dock Green), η οποία προβαλλόταν επί 21 χρόνια και έδειχνε έναν έντιμο αστυφύλακα ο οποίος γνώριζε όλους τους κατοίκους του τομέα του. Πιθανότατα η τηλεοπτική σειρά υποκινούσε τους αστυνομικούς να συμπεριφέρονται σε αρμονία με αυτή την εικόνα, αλλά σίγουρα έπαιξε ρόλο στη συμπάθεια των Βρετανών για την αστυνομία.
Οι τάσεις άλλαξαν στη Βρετανία τη δεκαετία του 1960, και η παράδοση της εθνικής υπερηφάνειας έδωσε τη θέση της στην παράδοση της αμφισβήτησης της εξουσίας. Αναφορές για διαφθορά και ρατσισμό στις τάξεις της αστυνομίας αμαύρωσαν την εικόνα της στη δεκαετία του 1970 παρά τις προσπάθειες που έκανε να κερδίσει την υποστήριξη του κόσμου με το πρόγραμμα περιφρούρησης της γειτονιάς. Πιο πρόσφατα, έπειτα από αρκετές κατηγορίες για ρατσισμό και για πλαστές αποδείξεις με σκοπό την άσκηση διώξεων, η αστυνομία έχει κάνει επιπρόσθετες, γνήσιες προσπάθειες βελτίωσης.
[Ευχαριστίες]
Φωτογραφία επάνω: http://www.constabulary.com
[Πλαίσιο/Εικόνα στη σελίδα 10]
Θαύμα στη Νέα Υόρκη;
Όταν η αστυνομία κάνει ειδικές προσπάθειες, μπορεί να υπάρξουν αξιοσημείωτα αποτελέσματα. Επί πολύ καιρό η Νέα Υόρκη θεωρούνταν μια από τις πιο επικίνδυνες πόλεις του κόσμου, και προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980 φαινόταν ότι η απελπισμένη αστυνομία είχε χάσει τον έλεγχο. Οικονομικές πιέσεις ανάγκασαν τις αρχές της πόλης να παγώσουν τους μισθούς και να μειώσουν το ανθρώπινο δυναμικό της αστυνομίας. Οι έμποροι ναρκωτικών επεκτάθηκαν και, μαζί με αυτούς, ένα τρομερό κύμα βίας. Οι κάτοικοι των υποβαθμισμένων περιοχών της πόλης έπεφταν για ύπνο υπό τον ήχο πυροβολισμών. Το 1991, σημειώθηκαν μεγάλες φυλετικές εξεγέρσεις, και οι ίδιοι οι αστυνομικοί οργάνωσαν μια θορυβώδη διαμαρτυρία για να εκφράσουν τα παράπονά τους.
Ωστόσο, ένας νέος αρχηγός της αστυνομίας ενδιαφέρθηκε να κινητοποιήσει τους αστυνομικούς του κάνοντας συχνές συναντήσεις μαζί τους για να αναλύει τη στρατηγική τους, περιφέρεια ανά περιφέρεια. Ο Τζέιμς Λάρντνερ και ο Τόμας Ρεπέτο στο βιβλίο τους Αστυνομία της Νέας Υόρκης (NYPD) εξηγούν: «Ο αρχηγός των επιθεωρητών και ο υπεύθυνος του Τμήματος Ναρκωτικών ήταν άνθρωποι για τους οποίους οι περιφερειάρχες διάβαζαν στις εφημερίδες αλλά σπανίως έβλεπαν. Τώρα κάθονταν όλοι μαζί επί ώρες ολόκληρες». Τα ποσοστά εγκληματικότητας άρχισαν να πέφτουν κατακόρυφα. Αναφέρεται ότι οι δολοφονίες μειώθηκαν σταδιακά από περίπου 2.000 το 1993 σε 633 το 1998—ο μικρότερος αριθμός μέσα σε 35 χρόνια. Οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης είχαν αρχίσει να μιλάνε για θαύμα. Η μείωση των καταγγελιών για εγκληματικές πράξεις στη διάρκεια των περασμένων οχτώ ετών φτάνει το 64 τοις εκατό.
Πώς επιτεύχθηκε αυτή η βελτίωση; Η εφημερίδα Δε Νιου Γιορκ Τάιμς (The New York Times) της 1ης Ιανουαρίου 2002 ανέφερε ότι ένα κλειδί για την επιτυχία ήταν το Κόμπστατ, «ένα σύστημα εντοπισμού του εγκλήματος το οποίο περιλαμβάνει εβδομαδιαία εξέταση των στατιστικών περιφέρεια ανά περιφέρεια με σκοπό τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση των προβλημάτων αμέσως μόλις εμφανιστούν». Ο πρώην αρχηγός της αστυνομίας Μπέρναρντ Κέρικ είπε: «Παρατηρούσαμε πού συνέβαινε το έγκλημα, για ποιο λόγο συνέβαινε και έπειτα ανακατανέμαμε τις [αστυνομικές] δυνάμεις και τα μέσα μας για να δώσουμε περισσότερη προσοχή στις συγκεκριμένες περιοχές. Με αυτόν τον τρόπο μειώνεται το έγκλημα».
[Εικόνα στη σελίδα 7]
Χαρακτηριστικό αστυνομικό τμήμα στην Ιαπωνία
[Εικόνα στη σελίδα 7]
Τροχαία στο Χονγκ Κονγκ
[Εικόνα στις σελίδες 8, 9]
Έλεγχος του πλήθους σε ποδοσφαιρικό αγώνα στην Αγγλία
[Εικόνα στη σελίδα 9]
Μεταξύ άλλων, η αστυνομία παρέχει βοήθεια σε θύματα ατυχημάτων