ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ
(Αντιόχεια).
1. Η πόλη της Αντιόχειας στη Συρία ιδρύθηκε από τον Σέλευκο Α΄ (Νικάτορα) λίγο καιρό αφότου αυτός και οι στρατηγοί Κάσσανδρος και Λυσίμαχος κέρδισαν την αποφασιστική μάχη στην Ιψό της Φρυγίας, στη Μικρά Ασία, το 301 Π.Κ.Χ. Ο Σέλευκος επέλεξε αυτή την τοποθεσία λόγω των στρατιωτικών της πλεονεκτημάτων και της έδωσε το όνομα του πατέρα του, του Αντίοχου. Η Αντιόχεια, όπου σήμερα βρίσκεται η Αντάκια της Τουρκίας, ιδρύθηκε στη νότια πλευρά του πλωτού ποταμού Ορόντη, σε μια καμπή του ποταμού, περίπου 32 χλμ. μακριά από τη Μεσόγειο. Χάρη στη γεωγραφική της θέση μπορούσε άνετα να ελέγχει το εμπόριο όλης της βορειοδυτικής Συρίας, το οποίο διεξαγόταν μέσω των οδών που συνέδεαν τον ποταμό Ευφράτη με τη Μεσόγειο Θάλασσα. Σύντομα εξελίχθηκε σε κέντρο εμπορίου, ενώ η κατασκευή ειδών πολυτελείας που γινόταν εκεί έφερνε ευημερία και πλούτο στην κοσμοπολίτικη αυτή πόλη. Ως επίνειο της Αντιόχειας, ο Σέλευκος ίδρυσε επίσης την παράκτια Σελεύκεια, στην οποία και έδωσε το όνομά του. Προτού δολοφονηθεί το 281 Π.Κ.Χ., μετέφερε την κυβερνητική του έδρα από τη Βαβυλώνα στη νέα πρωτεύουσα που είχε ιδρύσει στη Συρία, την Αντιόχεια, όπου η δυναστεία των Σελευκιδών παρέμεινε στην εξουσία μέχρι το 64 Π.Κ.Χ., οπότε ο Ρωμαίος στρατηγός Πομπήιος κατέστησε τη Συρία ρωμαϊκή επαρχία. Η Αντιόχεια, όχι μόνο ήταν η πρωτεύουσα της ρωμαϊκής επαρχίας της Συρίας, αλλά έγινε και η τρίτη σε μέγεθος πόλη της αυτοκρατορίας μετά τη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια.
Η δομή της πόλης ακολουθούσε το σχεδιαστικό πρότυπο της Αλεξάνδρειας, έχοντας μεγάλες περιστύλιες οδούς οι οποίες διασταυρώνονταν προσδίδοντας εντυπωσιακή ομορφιά στη μεγαλοπρέπεια των γύρω κτιρίων. Την αποκαλούσαν «Βασίλισσα της Ανατολής», «Αντιόχεια η Καλή», «Τρίτη Μητρόπολη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» και ήταν η μοναδική πόλη που διέθετε μόνιμο σύστημα φωτισμού των δρόμων. Παρά την επίφαση της ομορφιάς και τη διαρκή δραστηριότητα, απέκτησε τη φήμη ότι ήταν ηθικά διεφθαρμένη λόγω της εξαχρειωτικής συνήθειας που υπήρχε να διεξάγουν οργιαστικές τελετές στο όνομα της θρησκείας. Ο Ιουβενάλης ανέφερε ότι “ο ποταμός Ορόντης είχε εκβάλει στον Τίβερη πλημμυρίζοντας τη Ρώμη με τις δεισιδαιμονίες και την ανηθικότητα της Ανατολής”.—Ιουβενάλης και Πέρσιος (Juvenalis et Persius), Σάτιρα 3, 62-65.
Σχέση με την Αγία Γραφή και Μεταγενέστερη Ιστορία. Ο Ιώσηπος αναφέρει ότι οι Σελευκίδες παρότρυναν τους Ιουδαίους να εγκαθίστανται στην Αντιόχεια και τους παραχωρούσαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα, με αποτέλεσμα να υπάρχει εκεί αρκετά μεγάλος πληθυσμός Ιουδαίων. Η πρώτη φορά που μνημονεύεται η Αντιόχεια στην Αγία Γραφή είναι σε σχέση με τον Νικόλαο από την Αντιόχεια, ο οποίος έγινε Χριστιανός αφού πρώτα είχε γίνει προσήλυτος στην Ιουδαϊκή θρησκεία. (Πρ 6:5) Η άμεση Χριστιανική δραστηριότητα άρχισε εκεί όταν μερικοί από τους μαθητές διασκορπίστηκαν μέχρι την Αντιόχεια εξαιτίας της θλίψης που έλαβε χώρα μετά το θάνατο του Στεφάνου. (Πρ 11:19, 20) Όταν η εκκλησία στην Ιερουσαλήμ άκουσε ότι πολλοί ελληνόφωνοι γίνονταν πιστοί, έστειλε τον Βαρνάβα ως την Αντιόχεια, και όταν αυτός διαπίστωσε πόσο μεγάλο ήταν το ενδιαφέρον εκεί, έφερε τον Παύλο από την Ταρσό για να βοηθήσει. (Πρ 11:21-26) Έμειναν εκεί και οι δύο έναν χρόνο διδάσκοντας τους ανθρώπους, ακολούθως δε ο Παύλος χρησιμοποίησε την Αντιόχεια ως ορμητήριο για τις ιεραποστολικές περιοδείες του. Στην Αντιόχεια ήταν που οι μαθητές ονομάστηκαν με θεϊκή πρόνοια «Χριστιανοί» για πρώτη φορά. (Πρ 11:26) Η εκκλησία εκδήλωσε τη γενναιοδωρία της όταν έστειλε βοήθεια ως διακονία (Πρ 11:29) μέσω του Παύλου και του Βαρνάβα στο κυβερνών σώμα της Ιερουσαλήμ γύρω στο 46 Κ.Χ. Αυτό συμπίπτει με μια μεγάλη πείνα που σημειώθηκε την εποχή του Κλαύδιου, όπως είχε προφητευτεί από τον Άγαβο. (Πρ 11:27, 28) Αφού επέστρεψαν στην Αντιόχεια, το άγιο πνεύμα έδωσε κατεύθυνση προκειμένου να ξεχωριστούν ο Παύλος και ο Βαρνάβας για ένα ειδικό έργο, και έτσι στάλθηκαν στην πρώτη ιεραποστολική περιοδεία του Παύλου περίπου το 47-48 Κ.Χ. Προτού ξεκινήσει ο Παύλος τη δεύτερη ιεραποστολική περιοδεία του, και ενόσω βρισκόταν στην Αντιόχεια, εγέρθηκε γύρω στο 49 Κ.Χ. το ζήτημα της περιτομής των Εθνικών, και ο Παύλος και ο Βαρνάβας ήταν αυτοί που παρέδωσαν στην εκκλησία της Αντιόχειας το διάταγμα του κυβερνώντος σώματος από την Ιερουσαλήμ. (Πρ 15:13-35) Το δεύτερο ιεραποστολικό ταξίδι του Παύλου, το οποίο τοποθετείται γύρω στο 49-52 Κ.Χ., άρχισε και αυτό από την Αντιόχεια, όπου και ολοκληρώθηκε, και επίσης εκεί διόρθωσε ο Παύλος τον Πέτρο για την πράξη συμβιβασμού στην οποία προέβη, κάνοντας διακρίσεις μεταξύ Ιουδαίων και Εθνικών.—Γα 2:11, 12.
2. Η Αντιόχεια της Πισιδίας ιδρύθηκε και αυτή από τον Σέλευκο Α΄ (Νικάτορα) και ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του πατέρα του, του Αντίοχου. Τα ερείπια της πόλης βρίσκονται κοντά στο Γιαλβάτς στη σημερινή Τουρκία. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 2, σ. 748) Η πόλη ήταν χτισμένη στα σύνορα της Φρυγίας και της Πισιδίας, γι’ αυτό και ανάλογα με την περίοδο θα μπορούσε να θεωρηθεί μέρος είτε της μιας είτε της άλλης επαρχίας. Ως εκ τούτου, ο γεωγράφος Στράβων την αποκαλεί πόλη της Φρυγίας «προς την Πισιδία» (Γεωγραφικά, ΙΒ΄, VIII, 13, 14) αλλά, όπως παρατηρεί το Νέο Στερεότυπο Λεξικό της Αγίας Γραφής, των Φανκ και Γουάγκναλς ([Funk and Wagnalls New Standard Bible Dictionary] 1936, σ. 51), «η πλειονότητα των συγγραφέων τη θεωρεί μέρος της Πισιδίας», όπως και ο Λουκάς. Αυτός ο προσδιορισμός τη διαχώριζε από την Αντιόχεια της Συρίας. (Βλέπε ΠΙΣΙΔΙΑ.) Λόγω της θέσης της, η Αντιόχεια της Πισιδίας έγινε σταθμός της εμπορικής οδού που συνέδεε την Κιλικία με την Έφεσο, και ο πληθυσμός της απέκτησε μεικτό χαρακτήρα, περιλαμβάνοντας πολλούς Ιουδαίους οι οποίοι είχαν ιδρύσει και συναγωγή εκεί. Επρόκειτο για μια πλήρως εξελληνισμένη, ελληνόφωνη πόλη. Ο Παύλος την επισκέφτηκε δύο φορές μαζί με τον Βαρνάβα κατά τη διάρκεια του πρώτου ευαγγελιστικού ταξιδιού του, γύρω στο 47-48 Κ.Χ., και κήρυξε στη συναγωγή όπου βρήκε πολύ ενδιαφέρον. (Πρ 13:14· 14:19-23) Ωστόσο, ορισμένοι Ιουδαίοι, νιώθοντας ζήλια εξαιτίας του γεγονότος ότι συγκεντρώνονταν πλήθη για να ακούσουν, ξεσήκωσαν μερικά εξέχοντα πρόσωπα της πόλης, άντρες και γυναίκες, και πέταξαν έξω τον Παύλο και τον Βαρνάβα.—Πρ 13:45, 50· 2Τι 3:11.