ΒΕΛΑ
(Βελά).
1. Ο πρωτότοκος γιος του Βενιαμίν και ένα από τα μέλη του σπιτικού του Ιακώβ που «ήρθαν στον Ιακώβ στην Αίγυπτο». Έγινε κεφαλή της οικογένειας των Βελαϊτών.—Γε 46:8, 21, 26· Αρ 26:38· 1Χρ 7:6· 8:1-5.
2. Γιος του Βεώρ και ο πρώτος κατονομαζόμενος βασιλιάς του Εδώμ. Πολύ προτού αποκτήσει βασιλιά ο Ισραήλ, ο Βελά βασίλευε στην πρωτεύουσά του τη Διναβά.—Γε 36:31, 32· 1Χρ 1:43.
3. Γιος του Αζάζ από τη φυλή του Ρουβήν.—1Χρ 5:3, 8.
4. Ένα άλλο όνομα, προφανώς προγενέστερο, της πόλης Σηγώρ, η οποία αναφέρεται μαζί με άλλες πόλεις της κοιλάδας που μνημονεύεται στα εδάφια Γένεση 14:2, 8.—Βλέπε ΣΗΓΩΡ.