ΧΕΛΔΑΪ
(Χελδαΐ) [πιθανώς, Τυφλοπόντικας].
1. Ο επικεφαλής της 12ης μηνιαίας ομάδας υπηρεσίας που οργάνωσε ο Δαβίδ. Ήταν απόγονος του Γοθονιήλ. (1Χρ 27:1, 15) Όντας Νετωφαθίτης, ενδεχομένως να ήταν ο κραταιός άντρας που αποκαλούνταν Χελέβ και Χελέδ, ο γιος του Βαανάχ του Νετωφαθίτη.—2Σα 23:8, 29· 1Χρ 11:26, 30.
2. Κάποιος άντρας που επέστρεψε από τη Βαβυλώνα και του οποίου το ασήμι και το χρυσάφι χρησιμοποιήθηκαν για να φτιαχτεί ένα στέμμα για τον Αρχιερέα Ιησού. (Ζαχ 6:10, 11) Αυτός ο Χελδαΐ αποκαλείται Χέλεμ στο εδάφιο 14.