ΙΡΑ
(Ιρά) [Ενήλικο Γαϊδούρι].
1. Ιαειρίτης που αναφέρεται μεταξύ των ανώτερων αξιωματούχων του Βασιλιά Δαβίδ ως «ιερέας του Δαβίδ». (2Σα 20:26) Ο Ιρά ίσως ήταν απόγονος του Ιαείρ που μνημονεύεται στο εδάφιο Αριθμοί 32:41, οπότε στην προκειμένη περίπτωση ο χαρακτηρισμός «ιερέας» μπορεί να σημαίνει «ανώτερος αξιωματούχος», «άρχοντας». Δεν υπάρχουν στοιχεία στην Αγία Γραφή που να αποδεικνύουν ότι οι Ιαειρίτες ήταν Λευίτες. Ωστόσο, αν η απόδοση της συριακής Πεσίτα είναι σωστή, ο Ιρά ίσως να ήταν ιερέας από τη Λευιτική πόλη Ιαθίρ.—Παράβαλε 2Σα 8:18· 1Χρ 6:57· 18:17.
2. Γιος του Ικκής του Θεκωίτη, ένας από τους κραταιούς άντρες των στρατιωτικών δυνάμεων του Βασιλιά Δαβίδ.—2Σα 23:24, 26· 1Χρ 11:26, 28.
3. Ιεθρίτης, άλλος ένας από τους κραταιούς άντρες του Βασιλιά Δαβίδ.—2Σα 23:38· 1Χρ 11:40.