ΙΤΤΑΪ
(Ιτταΐ) [συντετμημένη μορφή του Ιθιήλ].
1. Γιθίτης πολεμιστής, πιθανώς από τη φιλισταϊκή πόλη Γαθ, ο οποίος ήταν πολύ όσιος στον Δαβίδ. Όταν ο Δαβίδ και οι υπηρέτες του έφευγαν από την Ιερουσαλήμ εξαιτίας της ανταρσίας του Αβεσσαλώμ, 600 Γιθίτες, μεταξύ των οποίων και ο Ιτταΐ, πήγαν μαζί τους. Ο Δαβίδ προσπάθησε να πείσει τον Ιτταΐ να μην εγκαταλείψει την πόλη, αλλά ο πολεμιστής εξέφρασε τη μεγάλη του αφοσίωση με τα εξής λόγια: «Όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο Ιεχωβά και όσο βέβαιο είναι ότι ζει ο κύριός μου ο βασιλιάς, στον τόπο όπου θα είναι ο κύριός μου ο βασιλιάς, είτε για θάνατο είτε για ζωή, εκεί θα είναι και ο υπηρέτης σου!» Τότε ο Δαβίδ επέτρεψε στον Ιτταΐ να συνεχίσει να τον συνοδεύει.—2Σα 15:18-22.
Αφού αρίθμησε τις δυνάμεις του, ο Δαβίδ κατέστησε αυτόν τον μη Ισραηλίτη Ιτταΐ αρχηγό μαζί με τον Ιωάβ και τον Αβισαί, διορίζοντας τον καθένα υπεύθυνο για το ένα τρίτο του στρατού.—2Σα 18:2, 5, 12.
2. Ένας από τους κραταιούς άντρες του Δαβίδ, Βενιαμίτης και γιος του Ριβαΐ από τη Γαβαά. (2Σα 23:29) Ονομάζεται Ιθαΐ στο εδάφιο 1 Χρονικών 11:31.