ΦΑΚΗ
[εβρ., ‛αδασάχ].
Ετήσιο όσπριο που καλλιεργείται από παλιά και εξακολουθεί να φύεται ευρέως στην Αίγυπτο και στο Ισραήλ, καθώς και σε άλλες χώρες. (2Σα 17:27, 28· 23:11) Αυτό το μικρό φυτό (φακή η βρώσιμος [Lens esculenta]), του οποίου το ύψος κυμαίνεται από 15 ως 46 εκ., ευδοκιμεί σε ελαφρύ, ξηρό έδαφος. Τα σύνθετα φύλλα του, συνήθως αποτελούμενα από επιμήκη φυλλαράκια διατεταγμένα κατά έξι ζεύγη, απολήγουν σε έλικες. Πάνω σε κάθε λεπτό μίσχο εμφανίζονται δύο ως τέσσερα μικρά λουλούδια σε σχήμα πεταλούδας. Οι βραχείς λοβοί που αναπτύσσονται από τα λουλούδια μοιάζουν με τους λοβούς του μπιζελιού και περιέχουν συνήθως δύο μικρούς σπόρους δισκοειδούς σχήματος. Το χρώμα των σπόρων και των λουλουδιών διαφέρει ανάλογα με την ποικιλία της φακής. Οι σπόροι μπορεί να είναι καστανοκόκκινοι, γκρίζοι ή μαύροι, τα δε λουλούδια, λευκά ή γαλάζια. Με τους πλούσιους σε πρωτεΐνες και υδατάνθρακες σπόρους φτιάχνουν—όπως και στο παρελθόν—σούπες. (Γε 25:34) Μαζί με κριθάρι, οι φακές έχουν χρησιμοποιηθεί για την παρασκευή ψωμιού. (Παράβαλε Ιεζ 4:9.) Το ίδιο το φυτό χρησιμεύει ως ζωοτροφή.