ΛΙΒΝΙ
(Λιβνί) [από μια ρίζα που σημαίνει «λευκός»].
1. Εγγονός του Λευί και γιος του Γηρσών (Γηρσώμ). (Εξ 6:17· 1Χρ 6:17) Υπήρξε ιδρυτής μιας Λευιτικής οικογένειας (Αρ 3:18, 21· 1Χρ 6:19, 20) και προφανώς ονομαζόταν επίσης Λαδάν.—1Χρ 23:6, 7· 26:21.
2. Λευίτης που καταγόταν από τον Μεραρί μέσω του Μααλί.—1Χρ 6:29.