ΜΑΤΤΕΝΑΪ
(Ματτεναΐ) [συντετμημένη μορφή του Ματτανίας, που σημαίνει «Δώρο του Ιεχωβά»].
1. Ισραηλίτης «από τους γιους του Ασούμ» οι οποίοι είχαν πάρει αλλοεθνείς συζύγους αλλά τις εξαπέστειλαν την εποχή του Έσδρα.—Εσδ 10:25, 33, 44.
2. Ισραηλίτης «από τους γιους του Βανί» οι οποίοι εξαπέστειλαν τις αλλοεθνείς συζύγους τους στις ημέρες του Έσδρα.—Εσδ 10:25, 34, 37, 44.
3. Ιερέας των ημερών του Ιεχωακείμ ο οποίος ήταν κεφαλή του πατρικού οίκου του Ιωαρίβ.—Νε 12:12, 19.