ΜΕΦΙΒΟΣΘΕ
(Μεφιβοσθέ).
1. Ένας από τους δύο γιους που απέκτησε ο Βασιλιάς Σαούλ από τη Ρεσφά, την κόρη του Αϊά. (2Σα 21:8) Ήταν ένας από τους εφτά απογόνους του Σαούλ τους οποίους έδωσε ο Δαβίδ στους Γαβαωνίτες ώστε να γίνει εξιλέωση για την απόπειρα που είχε κάνει ο Σαούλ να τους αφανίσει. (Βλέπε ΓΑΒΑΩΝ, ΓΑΒΑΩΝΙΤΕΣ.) Οι Γαβαωνίτες άφησαν τον Μεφιβοσθέ και τα άλλα έξι μέλη του σπιτικού του Σαούλ εκτεθειμένους «στο βουνό ενώπιον του Ιεχωβά», αφού τους θανάτωσαν «τις πρώτες ημέρες του θερισμού, στην αρχή του θερισμού του κριθαριού». (Παράβαλε Αρ 25:4.) Ωστόσο, η Ρεσφά κράτησε τα πτηνά και τα θηρία μακριά τους, και αργότερα ο Δαβίδ διευθέτησε να μαζέψουν τα κόκαλά τους και να τα θάψουν μαζί με τα κόκαλα του Σαούλ και του Ιωνάθαν στον τάφο του Κεις.—2Σα 21:1-14.
2. Γιος του Ιωνάθαν και εγγονός του Βασιλιά Σαούλ. Όταν έφτασε από την Ιεζραέλ η είδηση για το θάνατο του Σαούλ και του Ιωνάθαν, η βρεφοκόμος του Μεφιβοσθέ σήκωσε το πεντάχρονο αγόρι και τράπηκε σε φυγή πανικόβλητη. Κάποια στιγμή εκείνος «έπεσε και έμεινε ανάπηρος» και στα δύο του πόδια. (2Σα 4:4) Από τότε, και για μερικά χρόνια, ο Μεφιβοσθέ ζούσε στο σπίτι του Μαχίρ, του γιου του Αμμιήλ, στη Λο-δεβάρ. Ο Δαβίδ το έμαθε αυτό από τον Ζιβά, έναν πρώην υπηρέτη του οίκου του Σαούλ. Ενθυμούμενος ασφαλώς τη διαθήκη του με τον Ιωνάθαν (1Σα 20:12-17, 42), ο Δαβίδ θέλησε να εκδηλώσει στοργική καλοσύνη προς όποιον είχε “απομείνει από τον οίκο του Σαούλ”. Ο Μεφιβοσθέ φέρθηκε ενώπιον του Δαβίδ, και όταν ο βασιλιάς εξήγησε ότι είχε την επιθυμία να εκδηλώσει στοργική καλοσύνη προς αυτόν επιστρέφοντάς του «όλους τους αγρούς του Σαούλ» και φροντίζοντας να “τρώει αυτός ψωμί στο τραπέζι του μόνιμα”, ο Μεφιβοσθέ απάντησε ταπεινά: «Τι είναι ο υπηρέτης σου, ώστε έστρεψες το πρόσωπό σου προς έναν ψόφιο σκύλο σαν εμένα;» Εντούτοις, σύμφωνα με την απόφαση που είχε πάρει ο Δαβίδ για αυτό το ζήτημα, ο Ζιβά και όλοι όσοι κατοικούσαν στο σπίτι του (μεταξύ των οποίων 15 γιοι και 20 υπηρέτες) έγιναν υπηρέτες του Μεφιβοσθέ, στον οποίο δόθηκε η περιουσία του Σαούλ. Έκτοτε, αυτός κατοικούσε στην Ιερουσαλήμ και έτρωγε μόνιμα στο τραπέζι του βασιλιά.—2Σα 9.
Όταν ο Δαβίδ έφυγε από την Ιερουσαλήμ εξαιτίας της συνωμοσίας του Αβεσσαλώμ, τον συνάντησε ο Ζιβά, ο οποίος τον εφοδίασε με προμήθειες. Απαντώντας στην ερώτηση του Δαβίδ για το πού βρισκόταν ο Μεφιβοσθέ, ο Ζιβά είπε: «Αυτός μένει εκεί στην Ιερουσαλήμ· διότι είπε: “Σήμερα ο οίκος του Ισραήλ θα μου δώσει πίσω τη βασιλική διακυβέρνηση του πατέρα μου”». Τότε ο βασιλιάς είπε στον Ζιβά: «Ορίστε! Δικό σου είναι ό,τι ανήκει στον Μεφιβοσθέ». (2Σα 16:1-4) Μόλις ο Βασιλιάς Δαβίδ επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, ο Μεφιβοσθέ πήγε να τον συναντήσει, και η αφήγηση λέει ότι «δεν είχε περιποιηθεί τα πόδια του ούτε είχε περιποιηθεί το μουστάκι του ούτε είχε πλύνει τα ενδύματά του από την ημέρα που έφυγε ο βασιλιάς ως την ημέρα που γύρισε με ειρήνη». Όταν ο Δαβίδ ρώτησε τον Μεφιβοσθέ γιατί δεν είχε έρθει μαζί του, εκείνος εξήγησε ότι ο υπηρέτης του τον είχε εξαπατήσει και πρόσθεσε: «Και αυτός συκοφάντησε τον υπηρέτη σου στον κύριό μου το βασιλιά. Αλλά ο κύριός μου ο βασιλιάς είναι σαν άγγελος του αληθινού Θεού» (δηλαδή θα διέκρινε την αλήθεια). Ο Δαβίδ προφανώς κατάλαβε ότι ο Μεφιβοσθέ ήταν αθώος και άλλαξε την πρώτη του απόφαση, λέγοντας: «Εσύ και ο Ζιβά μοιραστείτε τους αγρούς». Τότε ο Μεφιβοσθέ απάντησε: «Ας τα πάρει και όλα, τώρα που ο κύριός μου ο βασιλιάς ήρθε με ειρήνη στην κατοικία του».—2Σα 19:24-30· παράβαλε Παρ 18:17· 25:8-10.
Όταν οι Γαβαωνίτες ζήτησαν το θάνατο ορισμένων απογόνων του Σαούλ ώστε να γίνει εξιλέωση για τη μοχθηρή επίθεση εκείνου του βασιλιά εναντίον τους, ο Δαβίδ, λόγω του όρκου που είχε κάνει ο ίδιος και ο Ιωνάθαν στον Ιεχωβά, ένιωσε συμπόνια για τον Μεφιβοσθέ και τον διαφύλαξε. (2Σα 21:7, 8) Οι Γραφές δεν παρέχουν περαιτέρω πληροφορίες για τον Μεφιβοσθέ, μολονότι η οικογενειακή γραμμή του Σαούλ συνέχισε να υπάρχει και σε μια μεταγενέστερη γενιά μέσω του Μιχά (Μιχαία), του γιου του Μεφιβοσθέ. (2Σα 9:12· 1Χρ 9:39-44) Από ό,τι φαίνεται, ο Μεφιβοσθέ ονομαζόταν επίσης Μερίβ-βάαλ, όπως υποδεικνύουν τα εδάφια 1 Χρονικών 8:34 και 9:40.