ΝΑΒΑΛ
(Νάβαλ) [Ασύνετος].
Πλούσιος Μαωνίτης που είχε ποίμνια, τα οποία έβοσκε και κούρευε στην Κάρμηλο του Ιούδα. Ο Νάβαλ ήταν επίσης γνωστός ως Χαλεβίτης, δηλαδή απόγονος του Χάλεβ. Λίγοι Βιβλικοί χαρακτήρες περιγράφονται τόσο περιφρονητικά όσο ο Νάβαλ. «Ήταν σκληρός και κακός στις πράξεις του», «είναι τόσο άχρηστος άνθρωπος [γιος του Βελίαλ] ώστε δεν μπορεί να του μιλήσει κανείς», «ανταποδίδει κακό σε αντάλλαγμα για το καλό», «έλλειψη σύνεσης τον διακρίνει».—1Σα 25:2, 3, 17, 21, 25.
Οι άντρες του Δαβίδ είχαν προστατέψει από τις ληστρικές ομάδες τα ποίμνια του Νάβαλ, που αριθμούσαν 3.000 πρόβατα και 1.000 κατσίκια. Εφόσον ο Δαβίδ είχε φερθεί με τέτοια καλοσύνη και δεν υπήρξε ένοχος κανενός είδους αρπαγής, ζήτησε από τον Νάβαλ να προσφέρει κάποια υλική βοήθεια στον ίδιο και στους άντρες του τον καιρό της κουράς των ποιμνίων—κατά παράδοση έναν καιρό γιορτής και φιλοξενίας. Ο Νάβαλ, όμως, «επέπληξε με φωνές» τους αγγελιοφόρους του Δαβίδ και τους έδιωξε με άδεια χέρια. Οι ίδιοι οι άντρες του Νάβαλ φοβήθηκαν την αντίδραση του Δαβίδ, αλλά δεν τόλμησαν να μιλήσουν στον Νάβαλ για αυτό το ζήτημα. Ωστόσο, ένας από αυτούς μίλησε στην Αβιγαία, τη σύζυγο του Νάβαλ. Καθώς ο Δαβίδ πλησίαζε, σκοπεύοντας να θανατώσει τον Νάβαλ, τον συνάντησε η Αβιγαία φέρνοντας άφθονα τρόφιμα και κρασί ως δώρα και τον έπεισε να μη γίνει ένοχος έκχυσης του αίματος του συζύγου της. Επιστρέφοντας στο σπίτι της, βρήκε τον Νάβαλ “τελείως μεθυσμένο” και έτσι περίμενε μέχρι το επόμενο πρωί για να του μιλήσει για τη συνάντησή της με τον Δαβίδ και να του πει πόσο κοντά στο θάνατο τους είχε φέρει όλους. Αφού ο Νάβαλ τα άκουσε αυτά, «η καρδιά του νεκρώθηκε μέσα του και ο ίδιος έγινε σαν πέτρα», πράγμα που ίσως υποδηλώνει κάποιο είδος παράλυσης ή μπορεί να παραπέμπει στην επίδραση που είχε αυτό στα συναισθήματα του Νάβαλ. (Παράβαλε Δευ 28:28· Ψλ 102:4· 143:4.) Ύστερα από δέκα ημέρες περίπου, ο Ιεχωβά πάταξε τον Νάβαλ και πέθανε. (1Σα 25:2-38) Κατόπιν ο Δαβίδ πήρε για σύζυγό του τη συνετή και θαρραλέα Αβιγαία.—1Σα 25:39-42· 27:3· 30:5· 2Σα 2:2· 3:3.