ΠΑΠΥΡΟΣ
[εβρ., γκόμε’].
Μεγάλο υδρόβιο φυτό που ανήκει στην οικογένεια Κυπερίδες. Έχει αιχμηρό τριγωνικό στέλεχος, ή αλλιώς βλαστό, που φύεται σε ρηχά νερά φτάνοντας σε ύψος τα 2 ως 6 μ. και σχηματίζει στην κορυφή έναν θύσανο ή χαίτη από λεπτά και στενά φύλλα. (ΕΙΚΟΝΑ, Τόμ. 1, σ. 544) Από το φυτό αυτό κατασκευάζονταν διάφορα αντικείμενα, καθώς και ένα είδος γραφικής ύλης.
Ο πάπυρος (κύπερος ο πάπυρος [Cyperus papyrus]) ευδοκιμεί σε ρηχά, στάσιμα νερά—στα έλη—και στις όχθες βραδυκίνητων ποταμών, όπως ο κάτω Νείλος, όπου κάποτε αφθονούσε, ενώ τώρα έχει σχεδόν εκλείψει. Ο Βιλδάδ ρώτησε τον Ιώβ: «Ψηλώνει ο πάπυρος αν δεν είναι σε ελώδη τόπο;»—Ιωβ 8:11· Ησ 35:7.
Επειδή τα στελέχη του παπύρου επιπλέουν στο νερό, η μητέρα του Μωυσή, θέλοντας να αποτρέψει το θάνατό του όταν αυτός ήταν βρέφος, τον έβαλε μέσα σε «ένα κιβώτιο από πάπυρο» αλειμμένο με άσφαλτο και πίσσα, το οποίο και άφησε να παρασύρει ο Νείλος Ποταμός. (Εξ 2:3) Από πάπυρο κατασκευάζονταν επίσης μεγάλα σκάφη, κατάλληλα για μακρινά ταξίδια. (Ησ 18:2) Για να κατασκευαστούν αυτά τα σκάφη μπορεί να χρησιμοποιούνταν δεμάτια από στελέχη παπύρων δεμένα μεταξύ τους. Τα σκάφη ήταν στενά στις άκρες, αλλά τα ζυγά είχαν αρκετό πλάτος ώστε να μπορούν να στέκονται πάνω σε αυτά οι επιβάτες. Το 1970, ο Θορ Χάιερνταλ και μια ομάδα συντρόφων του διένυσαν χιλιάδες μίλια στον Ατλαντικό με ένα τέτοιο σκάφος.
Χρησιμοποιούνταν ως Γραφική Ύλη. Όταν οι Αιγύπτιοι επεξεργάζονταν τον πάπυρο για να τον μετατρέψουν σε γραφική ύλη, ακολουθούσαν μια αρκετά απλή τεχνική. Κατά τη συλλογή των στελεχών, το καλύτερο τμήμα θεωρούνταν αυτό που είχε παχιά εντεριώνη (ψίχα), δηλαδή αυτό που αναπτυσσόταν κάτω από την επιφάνεια του νερού, επειδή απέδιδε την πλατύτερη και λευκότερη πρώτη ύλη. Αφαιρούσαν τον εξωτερικό φλοιό και έκοβαν τους εναπομείναντες πυρήνες εντεριώνης σε βολικά κομμάτια μήκους 40 ως 45 εκ. Μετά τεμάχιζαν την κυτταρική εντεριώνη σε πλατιές, αλλά πολύ λεπτές, λωρίδες. Στη συνέχεια, τοποθετούσαν τις λωρίδες κάθετα πάνω σε λεία επιφάνεια έτσι ώστε να επικαλύπτουν λίγο η μία την άλλη. Πάνω στις κάθετες αυτές λωρίδες τοποθετούσαν οριζόντια μια άλλη στρώση λωρίδων. Με κόπανους χτυπούσαν τις στρώσεις μέχρι να σχηματίσουν ένα ενιαίο φύλλο. Κατόπιν, αφού πρώτα άφηναν τα φύλλα να στεγνώσουν στον ήλιο, τα έκοβαν στο επιθυμητό μέγεθος. Τέλος, τα λείαιναν και τα γυάλιζαν με ελαφρόπετρα, όστρακα ή ελεφαντόδοντο. Με αυτή την τεχνική παραγόταν ένα είδος γραφικής ύλης αρκετά ανθεκτικό, εύκαμπτο, σχεδόν λευκό, καθώς επίσης διαθέσιμο σε πολλά μεγέθη και ποιότητες. Συνήθως έγραφαν στην πλευρά που είχε τις οριζόντιες λωρίδες, αν και μερικές φορές χρησιμοποιούσαν και την πίσω πλευρά για να ολοκληρώσουν τα γραφόμενά τους. Τα σημεία όπου ενώνονταν οι λωρίδες καθοδηγούσαν το χέρι του γραφέα, καθώς αυτός χρησιμοποιούσε καλαμένια πένα και υγρό γραφής φτιαγμένο από κόμμι, αιθάλη και νερό.
Αυτά τα φύλλα παπύρου μπορούσαν να κολληθούν στις άκρες τους και να ενωθούν ώστε να σχηματιστεί ρόλος, ο οποίος συνήθως αποτελούνταν από 20 φύλλα. Ή μπορούσαν να διπλωθούν ώστε να δημιουργηθούν σελίδες και να σχηματιστεί ο κώδικας, ο οποίος έμοιαζε με βιβλίο και έγινε δημοφιλής μεταξύ των πρώτων Χριστιανών. Ο μέσος ρόλος είχε μήκος περίπου 4 ως 6 μ., μολονότι έχει διασωθεί ένας ρόλος μήκους 40,5 μ. Η αρχαία ελληνική λέξη βίβλος προσδιόριζε αρχικά τη μαλακή εντεριώνη του εν λόγω φυτού, δηλαδή του παπύρου, αλλά αργότερα χρησιμοποιήθηκε με τη σημασία του βιβλίου. (Ματ 1:1· Μαρ 12:26) Η λέξη βιβλίον, υποκοριστικό της λέξης βίβλος, σήμαινε κατά κυριολεξία «βιβλιαράκι». (2Τι 4:13, Κείμενο) Μια φοινικική πόλη ονομάστηκε Βύβλος από τότε που έγινε σημαντικό κέντρο επεξεργασίας παπύρου.
Οι ρόλοι από πάπυρο χρησιμοποιούνταν ευρέως μέχρι τις αρχές του δεύτερου αιώνα Κ.Χ., οπότε και άρχισε να τους υποσκελίζει ο κώδικας από πάπυρο. Μεταγενέστερα, τον τέταρτο αιώνα, η δημοτικότητα του παπύρου άρχισε να φθίνει και τον αντικατέστησε σε μεγάλο βαθμό ένα ανθεκτικότερο είδος γραφικής ύλης, η περγαμηνή vellum.
Ως γραφική ύλη, ο πάπυρος παρουσίαζε ένα σοβαρό μειονέκτημα—δεν ήταν πολύ ανθεκτικός. Η υγρασία τον έφθειρε, ενώ όταν αποθηκευόταν σε υπερβολικά ξηρό περιβάλλον γινόταν πολύ εύθρυπτος. Μέχρι το 18ο αιώνα Κ.Χ., επικρατούσε η αντίληψη ότι όλα τα αρχαία χειρόγραφα σε πάπυρο είχαν χαθεί. Ωστόσο, στα τέλη του 19ου αιώνα, ήρθαν στο φως αρκετοί πολύτιμοι Βιβλικοί πάπυροι. Σχετικές ανακαλύψεις έχουν γίνει κυρίως στην Αίγυπτο και στην περιοχή γύρω από τη Νεκρά Θάλασσα, μέρη τα οποία διαθέτουν το ιδανικό ξηρό κλίμα που είναι απαραίτητο για τη διατήρηση των παπύρων. Ορισμένοι από τους Βιβλικούς παπύρους που βρέθηκαν σε αυτές τις τοποθεσίες χρονολογούνται ακόμη και από το δεύτερο ή τον πρώτο αιώνα Π.Κ.Χ.
Πολλά από αυτά τα ανακαλυφθέντα χειρόγραφα σε πάπυρο προσδιορίζονται με την ονομασία «πάπυρος» ή «πάπυροι», όπως ο Πάπυρος Νας, του πρώτου ή δεύτερου αιώνα Π.Κ.Χ., ο Πάπυρος Ράιλαντς iii. 458 (δεύτερος αιώνας Π.Κ.Χ.) και ο Πάπυρος Τσέστερ Μπίτι Αρ. 1 (του τρίτου αιώνα Κ.Χ.).